31 Ιουλίου 2010 Διαιτησία: Το δένδρο και το δάσος
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 31/7/2010
Από εβδομάδων ο Υπουργός Εργασίας εμφανίζεται να «τα έχει με τον ΟΜΕΔ», τον Οργανισμό που βάσει του Ν. 1876 της Οικουμενικής κυβέρνησης του 1990 παρέχει από το 1992 υπηρεσίες μεσολάβησης και διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αλλεπάλληλα σχέδια ρυθμίσεων/παρεμβάσεων κατέστησαν τον (επί έτη στο περιθώριο της επικαιρότητας) ΟΜΕΔ «διάσημο», ενώ αλλεπάλληλες κακότεχνες ρυθμίσεις (π.χ. του άρθρου τρίτου παρ. 7 του Νόμου του «Μνημονίου) δημιουργούν ζητήματα αντί να λύνουν.
Η ουσία δεν βρίσκεται σε νομοθετικές «μουτζούρες» που διορθώνονται καθ’ οδόν, αλλά στην έλλειψη σαφούς διάγνωσης για το πρόβλημα, το σχέδιο, τις λύσεις. Η μεταρρύθμιση του συστήματος διαμόρφωσης των αμοιβών του ιδιωτικού τομέα και των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι κρίσιμο ζήτημα για την ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή αλλά επ’ αυτού η οικονομική και η εργασιακή πολιτική δεν έχουν πει λέξη. Αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις (και ο ΟΜΕΔ) είναι «αιτία του προβλήματος» ή οι συλλογικές διαπραγματεύσεις (και ο ΟΜΕΔ) μπορεί να είναι «μέρος της λύσης».
Η πρόσφατη «επίθεση» στους «κακούς» διαιτητές του ΟΜΕΔ, που «το παίζουν καλοί», αφορούσε αυξήσεις 2% που δόθηκαν τον Μάιο σε ξεναγούς Κρήτης και Σαντορίνης, ενώ ψηφιζόταν το «Μνημόνιο» και πριν την σύναψη της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, και 1,5% συν 1,5% σε τεχνικούς ιδιωτικής ραδιοφωνίας Αθηνών, επίσης πριν την σύναψη της ΕΓΣΣΕ. Το θέμα δεν είναι οι «καλοί» ή «κακοί» διαιτητές. Είναι ότι ενίοτε η διαιτησία -στην μικρή της κλίμακα- (μπορεί να) «πάσχει» από αυτό που (μπορεί να) «πάσχει» η υπουργική πολιτική -σε μεγάλη της κλίμακα.
Η δημοσιονομική (και ανταγωνιστική) χρεοκοπία της χώρας συνδέεται και με την αύξηση του μισθολογικού κόστους του δημόσιου τομέα, συνολικά και σε μέσες κατά κεφαλή αμοιβές, συγκριτικά με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Κι αυτό δεν είναι δημιούργημα καμίας επίσημης συλλογικής διαπραγμάτευσης, καμίας μεσολάβησης ή διαιτησίας. Αυτό από το οποίο «πάσχουν» από κοινού μία διαιτησία και μία υπουργική πολιτική είναι η νομικο-διοικητική μονομέρεια με αδυναμία κατανόησης των οικονομικών δεδομένων, των εναλλακτικών λύσεων για την επιχείρηση, τον κλάδο, την οικονομία.
Υπουργική πολιτική στερούμενη αίσθησης και άποψης για την επιτελούμενη επιστροφή της κρατικής πολιτικής μισθών στον ιδιωτικό τομέα, για τους στόχους της, τα περιθώριά της, για το εάν και πώς (μπορεί να) συμβάλει στην αποκατάσταση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, βάζει «απέναντι» μισθωτούς των 700 - 1.000 ευρώ. Προκαλεί χιλιάδες ερωτήματα μισθωτών του ιδιωτικού τομέα «τι (του) φταίνε οι δικοί μας μισθοί;». Επιλογές κρίνονται στους συμβολισμούς. Το δικαίωμα υπουργού Εργασίας να αναπέμπει συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις ίσχυε τη δεκαετία του ’50 αλλά είχε καταργηθεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60.