28 Νοεμ. 2010 Οι επιχειρησιακές συμβάσεις και το ευρωπαϊκό παράδειγμα
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - Οικονομία, Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010
Για την απόκλιση και την κατίσχυση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων έναντι των κλαδικών ΣΣΕ, που εμφανίστηκε ως μείζον θέμα, έχει σημασία εάν επιλέγεται μια «κακοτεχνία» η οποία εδράζεται στην ατελή ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 3.845/2010 ή εάν αξιοποιείται η εμπειρία των ευρωπαϊκών συστημάτων εργασιακών σχέσεων.
Η αντίθεση στη δυνατότητα απόκλισης δεν είναι «θέμα αρχής», εάν ληφθούν υπόψη τα «μαθήματα» χωρών και οικονομιών που με αποτελεσματικά συστήματα εργασιακών σχέσεων διατηρούν θέσεις εργασίας, υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητά τους, στέκονται αποτελεσματικά μέσα στην κρίση. Χαρακτηριστικό, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα η Γερμανία, της οποίας η πολυετής εμπειρία είναι διδακτική.
Στη Γερμανία οι κλαδικές ΣΣΕ είναι ο κανόνας στη ρύθμιση των αμοιβών και των σχέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, το μάνατζμεντ και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν έχουν δικαίωμα να ρυθμίζουν σε επίπεδο επιχείρησης θέματα που ρυθμίζονται από τις κλαδικές ΣΣΕ. Αλλά εφαρμόζονται μηχανισμοί εξαιρέσεων με επιχειρησιακές συμβάσεις.
Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ δύνανται να αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της ισχύουσας κλαδικής ΣΣΕ, αν υπάρχει στην κλαδική ΣΣΕ δικαίωμα ρήτρας εξαίρεσης και υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις, το εύρος, το περιεχόμενο και οι τυπικές διαδικασίες της επιχειρησιακής ΣΣΕ που δύναται να αποκλίνει ορίζονται κατά κανόνα από τις κλαδικές ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων.
Η υπερδεκαετής γερμανική εμπειρία απεδείχθη εργαλείο στις διαδικασίες της ενοποίησης δυτικής και ανατολικής Γερμανίας, στην αντιμετώπιση των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης και, κυρίως, στη διατήρηση θέσεων εργασίας κατά την παρούσα ύφεση και κρίση. Αντίστοιχες πρακτικές εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια και η Αυστρία.
Ανάλογες προβλέψεις δυνατότητας αποκλίσεων των επιχειρησιακών ΣΣΕ από τις κλαδικές περιελάμβανε και η μεταρρύθμιση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων που συζητήθηκε μεταξύ κυβέρνησης, συνδικάτων, και εργοδοτών το 2009 στην Ιταλία, αν και η εργατική συνομοσπονδία CGIL διαφώνησε με τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις για την εξαίρεση επιχειρησιακών από κλαδικές ΣΣΕ που υιοθετήθηκαν.
Στη συμπάσχουσα Ιρλανδία υπήρξαν ήδη από το 2009 ανάλογες ρυθμίσεις. Οι εργοδότες που είναι σε θέση να αποδείξουν «αδυναμία καταβολής των μισθών» είχαν δικαίωμα να αποφύγουν τη χορήγηση των αυξήσεων που είχαν συμφωνηθεί σε εθνικό-κλαδικό επίπεδο. Το δε δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει σε επιχείρηση ευρισκόμενη σε οικονομική δυσκολία εφάπαξ εξαίρεση, έως έναν χρόνο, από τις υποχρεωτικές κλαδικές κατώτατες αποδοχές. Ο εργοδότης πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των εργαζομένων.
Γι' αυτό κι εδώ η δυνατότητα απόκλισης που υπάρχει στο άρθρο δεύτερο παρ. 7 του ν. 3.845/2010 έπρεπε, βασισμένη στην εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, να οδηγηθεί σε συντεταγμένες ρυθμίσεις για τον τρόπο εφαρμογής της ώστε να είναι λύση για επιχειρήσεις και εργαζόμενους όταν εκείνοι την κρίνουν αναγκαία. Και να μην καθίσταται αιτία πρόσθετων συγκρούσεων και προβλημάτων. Η πλήρης απορρύθμιση δεν είναι κάτι που συναντάται σε ανταγωνιστικές οικονομίες που δίνουν ρόλο στους κοινωνικούς ανταγωνιστές/εταίρους.