27 Νοεμ. 2010 Οι επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 27/11/2010
Οι δομές και τα επίπεδα συλλογικής διαπραγμάτευσης, καθώς και η συνάρθρωσή τους, ως μηχανισμοί διαμόρφωσης της αμοιβής της εργασίας έχουν σημασία και ως προς την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών εργασίας, με κριτήρια τη σύνδεση αμοιβών και οικονομικών επιδόσεων, την (αν)ισότητα στη διανομή του εισοδήματος, την υψηλή ή χαμηλή απασχόληση και ανεργία, το συγκρουσιακό ή συναινετικό κλίμα στις εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ.
Πρόκειται για συζήτηση (επιστημονική, τεχνική, πολιτική) που για την Ελλάδα απουσίαζε και τώρα γίνεται κυριολεκτικά «στο πόδι». Με κίνδυνο η πολιτική να ρυθμίζεται μέσω ανεπεξέργαστων επιλογών και μέσω «τυφλών» συγκρούσεων, που αγνοούν τα δεδομένα. Ενώ χρειάζεται σοβαρή πολιτική για δομή και διαδικασίες συλλογικών διαπραγματεύσεων που να στηρίζουν την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια, την κοινωνική συνοχή και συνδέονται με τα πραγματικά δεδομένα της παραγωγικής δομής.
Στην ερώτηση τι όφελος αναμένεται από την (όποια) εφαρμογή της εξαίρεσης επιχειρησιακών από τις κλαδικές, η απάντηση των εκπροσώπων της τρόικας αναφέρεται στη δυνατότητα προσαρμογής του κόστους και της αμοιβής της εργασίας των επιχειρήσεων στα δεδομένα παραγωγικότητας και επιδόσεων των ίδιων των επιχειρήσεων. Τεχνικά πρόκειται για ορθή «μίκρο» προσέγγιση. Η οποία, όμως, αγνοεί την ιστορία και τα πραγματικά δεδομένα.
Αφενός η αναζήτηση της σύνδεσης των αμοιβών με την παραγωγικότητα σε επίπεδο επιχείρησης δεν είναι «νέα πρόταση» για την Ελλάδα. Είχε απασχολήσει κυβερνητικές πολιτικές και τύπο, αρμοδίους, αναρμοδίους και ασχέτους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, την εποχή του παγώματος των αμοιβών και των συλλογικών διαπραγματεύσεων, και εν συνεχεία στις αρχές του 1990. Σε ένα υπερνομικοδιοικητικό και συγκρουσιακό σύστημα εργασιακών σχέσεων δεν υπήρξαν περιθώρια προόδου.
Αφετέρου αγνοούν πόσες επιχειρησιακές ΣΣΕ πράγματι λειτουργούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Είναι κατά μέσο όρο 158 την περίοδο 1990-2008, 126 τη δεκαετία 1990-1999, 193 το 2000-2008. Ήτοι πρόκειται για περίπου 200 επιχειρησιακές ΣΣΕ, εκ των οποίων οι μισές αφορούν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις τράπεζες. Με επιχειρησιακές ΣΣΕ και «αφανείς» πρακτικές διαμορφώθηκαν όσα αλλεπάλληλες διοικήσεις του υπουργείου Οικονομικών θεωρούν ως «κακώς κείμενα» στις αμοιβές, στο κόστος εργασίας και στα ελλείμματα των ΔΕΚΟ, όπου ουδέποτε υπήρξαν κλαδικές ρυθμίσεις ακόμη και όταν οι κλάδοι των πρώην ΔΕΚΟ άνοιξαν στον ανταγωνισμό.
Για τις υπόλοιπες σχεδόν 4.000 επιχειρήσεις όπου υφίσταται βάσει της νομοθεσίας δικαίωμα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ (προϋπόθεση είναι η απασχόληση τουλάχιστον 50 εργαζομένων και η λειτουργία σωματείου 20 μελών) «λειτουργούν» περί τις 100 επιχειρησιακές ΣΣΕ. Εάν μέσω αυτών αναμένεται μακροοικονομικό και μικροοικονομικό αποτέλεσμα ως προς την ανταγωνιστικότητα της χώρας και την αναδιάρθρωση των αμοιβών και τη σύνδεσή τους με την παραγωγικότητα της κάθε επιχείρησης τότε μάλλον μιλάμε για ... άλλη χώρα.