Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6/11/2010
.
.
Εξι μήνες μετά την «τεχνική» δημοσιονομική χρεοκοπία της χώρας (αδυναμία δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από τις διεθνείς αγορές), και με τις σε εξέλιξη πολλαπλές «μίκρο» χρεοκοπίες, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, είναι σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να αποστερήσει από την ελληνική κοινωνία, οικονομία και πολιτική τα αναφαίρετα δικαιώματά της, και μεταξύ αυτών το αναφαίρετο δικαίωμά της στη χρεοκοπία.
Ο πλήρης εκτροχιασμός του 2009, όταν το έλλειμμα προϋπολογιζόταν σε 2% του ΑΕΠ, «δηλωνόταν» την παραμονή των εκλογών τον Οκτώβριο του 2009 σε 6%, και «κλείνει» σε σχεδόν 16%, ενώ καμιά χρονιά από την ένταξη στην ΟΝΕ δεν ήταν χαμηλότερο του 3% που όριζε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κάνει τη δημοσιονομική προσαρμογή αναγκαία. Αλλά δεν είναι και ικανή συνθήκη για την αποφυγή της χρεοκοπίας.
Η κρισιμότερη οικονομική αδυναμία της χώρας, που υπερκαθορίζει εισοδήματα, μισθούς και απασχόληση, είναι το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που χαρακτήρισε όλη την πρώτη δεκαετία της χώρας στο ευρώ και το οποίο το 2007-2008 απογειώθηκε στο 14,5% του ΑΕΠ, για να υποχωρήσει το 2009, λόγω ύφεσης, στο 11,2%. Σε συνθήκες δραχμής αυτό θα ρυθμιζόταν με υποτίμηση.
Σε συνθήκες ευρώ εισοδήματα και απασχόληση τη δεκαετία 2011-2020 συνδέονται όχι μόνον με τη δυνατότητα μηδενισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2014, και επίτευξης δημοσιονομικού πλεονάσματος της τάξης του 5%-6% του ΑΕΠ. Συνδέονται, πρωταρχικά, με την «αδήριτη» ανάγκη ισοσκελισμένου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που με τη σειρά του προϋποθέτει και ραγδαία μείωση στο ευρύτατο εμπορικό έλλειμμα της χώρας, η οποία εξάγει μόνον το 1/3 των εισαγωγών της.
Μόνον με διόρθωση αυτής της θεμελιακής εξωτερικής οικονομικής ανισορροπίας η επιχειρούμενη δημοσιονομική προσαρμογή (ενός κρατικού τομέα που στη δεκαετία 2000-2009 διευρύνθηκε από το 44% στο 50% του ΑΕΠ για να καλύπτει το παραγωγικό κενό) μπορεί να κριθεί βιώσιμη. Μόνον τότε, μετά τα μέσα της δεκαετίας 2011-2020, μπορούμε να συζητάμε για έναρξη μείωσης της ανεργίας σε επίπεδα χαμηλότερα του 15%. Για να φθάσει εκεί η ελληνική οικονομία πρέπει οι πρωταγωνιστές της να κάνουν τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι έκαναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας στο ευρώ. Π.χ. να εξάγουν αντί να εισάγουν.
Το 2000-2009 παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ συρρικνώθηκε από 25% στο 19%. Να επενδύουν αντί να «απορροφούν» κοινοτικούς πόρους, που πλέον του 40%, εντέλει, επιστρέφουν στα αναπτυγμένα κράτη-μέλη της Ένωσης. Για τη χρεοκοπία αρκεί όλα, ή τα περισσότερα, κι από όλους, ή τους κρισιμότερους, στην πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία, να συνεχίσουν να γίνονται όπως και πριν, τα προηγούμενα χρόνια, τις περασμένες δεκαετίες. Αρκεί το οι ίδιοι και οι ίδιοι, τα ίδια και τα ίδια.
Ο πλήρης εκτροχιασμός του 2009, όταν το έλλειμμα προϋπολογιζόταν σε 2% του ΑΕΠ, «δηλωνόταν» την παραμονή των εκλογών τον Οκτώβριο του 2009 σε 6%, και «κλείνει» σε σχεδόν 16%, ενώ καμιά χρονιά από την ένταξη στην ΟΝΕ δεν ήταν χαμηλότερο του 3% που όριζε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κάνει τη δημοσιονομική προσαρμογή αναγκαία. Αλλά δεν είναι και ικανή συνθήκη για την αποφυγή της χρεοκοπίας.
Η κρισιμότερη οικονομική αδυναμία της χώρας, που υπερκαθορίζει εισοδήματα, μισθούς και απασχόληση, είναι το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που χαρακτήρισε όλη την πρώτη δεκαετία της χώρας στο ευρώ και το οποίο το 2007-2008 απογειώθηκε στο 14,5% του ΑΕΠ, για να υποχωρήσει το 2009, λόγω ύφεσης, στο 11,2%. Σε συνθήκες δραχμής αυτό θα ρυθμιζόταν με υποτίμηση.
Σε συνθήκες ευρώ εισοδήματα και απασχόληση τη δεκαετία 2011-2020 συνδέονται όχι μόνον με τη δυνατότητα μηδενισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2014, και επίτευξης δημοσιονομικού πλεονάσματος της τάξης του 5%-6% του ΑΕΠ. Συνδέονται, πρωταρχικά, με την «αδήριτη» ανάγκη ισοσκελισμένου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που με τη σειρά του προϋποθέτει και ραγδαία μείωση στο ευρύτατο εμπορικό έλλειμμα της χώρας, η οποία εξάγει μόνον το 1/3 των εισαγωγών της.
Μόνον με διόρθωση αυτής της θεμελιακής εξωτερικής οικονομικής ανισορροπίας η επιχειρούμενη δημοσιονομική προσαρμογή (ενός κρατικού τομέα που στη δεκαετία 2000-2009 διευρύνθηκε από το 44% στο 50% του ΑΕΠ για να καλύπτει το παραγωγικό κενό) μπορεί να κριθεί βιώσιμη. Μόνον τότε, μετά τα μέσα της δεκαετίας 2011-2020, μπορούμε να συζητάμε για έναρξη μείωσης της ανεργίας σε επίπεδα χαμηλότερα του 15%. Για να φθάσει εκεί η ελληνική οικονομία πρέπει οι πρωταγωνιστές της να κάνουν τα ακριβώς αντίθετα από ό,τι έκαναν στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας στο ευρώ. Π.χ. να εξάγουν αντί να εισάγουν.
Το 2000-2009 παρά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ συρρικνώθηκε από 25% στο 19%. Να επενδύουν αντί να «απορροφούν» κοινοτικούς πόρους, που πλέον του 40%, εντέλει, επιστρέφουν στα αναπτυγμένα κράτη-μέλη της Ένωσης. Για τη χρεοκοπία αρκεί όλα, ή τα περισσότερα, κι από όλους, ή τους κρισιμότερους, στην πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία, να συνεχίσουν να γίνονται όπως και πριν, τα προηγούμενα χρόνια, τις περασμένες δεκαετίες. Αρκεί το οι ίδιοι και οι ίδιοι, τα ίδια και τα ίδια.