16 Μαΐου 2010 Σπάσιμο των καρτέλ
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Οικονομία - Αναλύσεις, Κυριακή 16 Μαΐου 2010
Εάν η ελληνική οικονομία δεν ανήκε στην ευρωζώνη θα είχε ήδη πραγματοποιήσει αρκετές υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματός της. Τώρα καλείται να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες προσαρμογές «εγκλωβισμένη στο ευρώ», καθώς επί του παρόντος το κόστος εξόδου από την ευρωζώνη είναι πολλαπλάσιο του όποιου οφέλους. Προσαρμογές που εμπεριέχουν και την εσωτερική υποτίμηση και απαιτούν «οδικό χάρτη» ώστε αυτή να είναι μέρος της λύσης και όχι επιδεινούμενο πρόβλημα.
Πλευρά της εσωτερικής υποτίμησης είναι η μείωση των αμοιβών του δημόσιου τομέα με σκοπό τη μείωση των δημόσιων δαπανών. Αλλη πλευρά της εσωτερικής υποτίμησης είναι η κυβερνητική δέσμευση στο μνημόνιο με Ε.Ε.-ΕΚΤ-ΔΝΤ για τις οικονομικές πολιτικές, ότι «σε εναρμόνιση με τη μείωση των μισθών του δημόσιου τομέα οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτοι ώστε να καταστεί δυνατή η συγκράτηση του κόστους για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο».
Με την ανεργία σε απογείωση και τις επερχόμενες μεταβολές στο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αυτή η συγκράτηση του κόστους είναι δυνατόν να επιτευχθεί, όμως αυτή η διαδικασία θα ισοδυναμεί με ευρεία αρνητική αναδιανομή του εισοδήματος και βαθύτερη ύφεση εάν δεν συνοδευθεί όχι μόνο από ανάλογη συγκράτηση αλλά και από μεγαλύτερη μείωση των τιμών και του κόστους ζωής.
Αυτό αποτελεί τεκτονική αλλαγή έναντι της πρώτης ελληνικής δεκαετίας στην ευρωζώνη. Οι μεν διαμορφωτές των μισθών αφενός αρκούνταν στην αυταπάτη της «σύγκλισης των μισθών» με την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, αφετέρου «κυνηγούσαν» τον υψηλότερο του ευρωπαϊκού εγχώριο πληθωρισμό. Ενώ ταυτοχρόνως η σχέση αμοιβών μεταξύ κλάδων «προστατευμένων» από τον ανταγωνισμό και κλάδων «ανοιχτών» στο διεθνή ανταγωνισμό είχε πλήρως αντιστραφεί, με την πρωτοκαθεδρία των προστατευμένων κλάδων.
Ενώπιον αυτής της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης των μισθών οι παραδοσιακές προσεγγίσεις της προηγούμενης περιόδου δεν αρκούν. Το «κυνήγι» του πληθωρισμού είναι αυτοκαταστροφικό, η δε ρητορική αντιπαράθεση για το εάν ο δείκτης τιμών καταναλωτή δείχνει τον πραγματικό πληθωρισμό είναι μυωπική. Για όσους ζούν με τους μισθούς και τις συντάξεις τους, το ζήτημα είναι το κόστος των τροφίμων, των καυσίμων, των «δημόσιων (υποτίθεται) αγαθών» της παιδείας και της υγείας, το κόστος της κατοικίας και των συναφών υπηρεσιών και κυρίως το πάρτι ανατιμήσεων που πραγματοποιήθηκε κατ' αρχήν με τη μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ και έκτοτε συστηματικά κατά τη διάρκεια της πρώτης ελληνικής δεκαετίας στο ευρώ.
Γι' αυτό η κρισιμότερη πλευρά στη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης είναι η αποτελεσματική πολιτική ανταγωνισμού για την αντιμετώπιση του τεράστιου ελλείμματος ανταγωνισμού στις «εγχώριες» αγορές προϊόντων και υπηρεσιών (αυτό είναι κοινός τόπος των ευρωπαϊκών αξιολογήσεων). Σε αυτό οφείλεται διαχρονικά ο υψηλότερος έναντι της ευρωζώνης πληθωρισμός, το συγκριτικά υψηλότερο κόστος ζωής, η χαμηλότερη αγοραστική δύναμη των πολιτών (που τώρα μειώνεται περαιτέρω) και οι λιγότερες (εγχώριες και ξένες) επενδύσεις που δεν «επιχειρούνται» λόγω των «κλειστών» ή «μπλοκαρισμένων» αγορών.