6 Φεβρ. 2010 Φόρος στα Καύσιμα, Culpa ή Κόλπα
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 6/2/2010
Η προσπάθεια αύξησης των φορολογικών εσόδων εν μέσω κρίσης και ύφεσης επανέφερε στην ημερήσια διάταξη τη νέα αύξηση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα. Λόγω της σχετικά χαμηλής ελαστικότητας της κατανάλωσης καυσίμων έναντι της αύξησης των τιμών τους θεωρείται μία σχετικά «ασφαλής» πηγή δημοσίων εσόδων. Όμως η νέα αύξηση θα έχει επιπτώσεις, εκτός από το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, και στις εγχώριες παραγωγικές διαδικασίες, καθότι τα καύσιμα αποτελούν βασική εισροή τους.
Ανάλογα με το ποιο ποσοστό αύξησης φόρου θα ορισθεί, ώστε να προσεγγισθεί ο στόχος για φορολογικά έσοδα, ενδέχεται η χώρα «να αποκτήσει» από τα ακριβότερα καύσιμα μετά φόρων στην Ευρώπη. Ενώ υπό «κανονικές συνθήκες» θα μπορούσε να διαθέτει και φθηνότερα καύσιμα και υψηλότερους φόρους να εισπράττει από αυτά. Αυτό ήταν και είναι αναγκαίο, και εφικτό, ιδιαίτερα εν μέσω της τρέχουσας ύφεσης και της «σμπαραλιασμένης» εγχώριας ανταγωνιστικότητας. Ιδού πεδίο δημόσιας πολιτικής.
Οι «κανονικές συνθήκες» αφορούν την ανταγωνιστική λειτουργία στις τρεις επιμέρους αγορές πετρελαιοειδών, της διύλισης, της χονδρικής εμπορίας και της λιανικής διάθεσης. Αν εκεί υπήρχαν συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού, τότε οι επιπτώσεις από την νέα αύξηση του φόρου θα ήταν λιγότερο, ή ελάχιστα, αντιαναπτυξιακές. Όμως δεν (μπορεί να) είναι διότι η νέα αύξηση λαμβάνει χώρα σε έδαφος «λαθών» και «παραλείψεων» της περασμένης δεκαετίας.
Τότε η δημόσια / κρατική πολιτική αποκρατικοποιώντας μερίδιο της διυλιστικής ικανότητάς της, ενώ είχε την δυνατότητα, να ελέγξει προληπτικά τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων στον κλάδο διύλισης που η ίδια προωθούσε, τις εξαίρεσε από αυτό με μνημειώδεις νομοθετικές ρυθμίσεις και γνωμοδοτήσεις (της Επιτροπής Ανταγωνισμού 7/ΙΙΙ/2002) που δεν ταίριαζαν σε ευρωπαϊκή χώρα, αποστερώντας έτσι την ευκαιρία εισαγωγής αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά διύλισης.
Την ίδια περίοδο σημειωτέον άλλα κράτη-μέλη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει του κοινοτικού δικαίου ελέγχου συγκεντρώσεων εφάρμοζαν σε περιπτώσεις αποκρατικοποιήσεων προληπτικό έλεγχο για την διασφάλιση συνθηκών ανταγωνισμού, όπως π.χ. στις αποκρατικοποιήσεις στον τομέα ενέργειας στο Βέλγιο (υποθέσεις TRACTEBEL / SYNATOM TRACTEBEL DISTRIGAZ II). Εδώ η μεν γνωμοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού ανεκλήθη το 2009 αλλά τα αντιανταγωνστικά αποτελέσματα είχαν επέλθει.
Προηγουμένως η δημόσια πολιτική είχε αναγκασθεί να ανακαλύψει εκ νέου τις ρυθμίσεις ανταγωνισμού όταν η Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών Προσώπων (ΙΑΤΑ) στράφηκε κατά των εγχώριων εταιρειών διύλισης, ή όταν δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες διύλισης διεθνώς, η BP και η Shell, «υποχρεώθηκαν» σε συνέχεια αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού να εγκαταλείψουν (αποεπενδύοντας από την χώρα) και τις αγορές της χονδρικής εμπορίας και της λιανικής διάθεσης μια και στην αγορά διύλισης ουδέποτε «μπήκαν».