Τα Διαρθρωτικά Ταμεία στην Ελλάδα και η Πολιτική για τους Ανθρώπινους Πόρους και την Απασχόληση
Παρέμβαση στην Ημερίδα με Θέμα: «Επιδράσεις που έχουν ασκήσει ή θα ασκήσουν στην ελληνική οικονομία η Πολιτική της Οικονομικής και Κοινωνικής Συνοχής, η οποία συγχρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ», Τράπεζα της Ελλάδος, Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010.
Πριν αναφερθώ στις δημόσιες και κοινοτικές επενδύσεις στην Ελλάδα για τους ανθρώπινους πόρους, θα υποστηρίξω γιατί η εγχώρια «στρατηγική» πήγε μια χαρά, και στην συνέχεια θα καταλήξω στους ανθρώπινους πόρους.
Μπήκαμε ως χώρα στην κρίση του 1973-79, και παράλληλα μπήκαμε στην ΕΟΚ με «πολιτικά κριτήρια» για να σωθούμε από τον «εξ ανατολών κίνδυνο», καταφέραμε μετά, «βάλαμε» και την Κύπρο στην ΕΕ για να σωθεί κι αυτή, είπαμε να μπουν κι εκείνοι για να σωθούν κι αυτοί από τον «εξ ανατολών κίνδυνο», και τώρα είναι συζητήσιμα τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής, αλλά η στρατηγική ως προς τις δημόσιες επενδύσεις μάλλον ήταν ρεαλιστικότατη.
Οι άδηλοι πόροι της ελληνικής οικονομίας δεν πήγαιναν, μετά αυτές τις δυο κρίσεις του 1973 και του 1979, καθόλου καλά. Βρήκαν λοιπόν μετά το 1981 ένα συμπλήρωμα στους κοινοτικούς πόρους. Το κενό στους άδηλους πόρους μετά εκείνες τις δυο κρίσεις, μετά τη μεταπολίτευση, άρχισε να καλύπτεται για πολύ καιρό, για δεκαετίες, από τους κοινοτικούς πόρους. Επίσης την ίδια περίοδο μετά την μεταπολίτευση του 1974 είχαμε και την κρίση την τεράστια που είναι έκτοτε διαρκής, αλλά τώρα «έσκασε» λόγω της δημοσιονομικής χρεοκοπίας, με τη δημοσιονομική κρίση και τα ελλείμματα και τα χρέη για τις δημόσιες επενδύσεις. Άμα δείτε τι δημόσιες επενδύσεις έκανε η χώρα το ’60, τι έκανε το ’50, και τι χρειαζόταν εν συνεχεία, αλλά το ’70 λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και των πετρελαϊκών κρίσεων κτλ. ως χώρα βρήκαμε και κλείσαμε εν μέρει αυτό το κενό αρχικά με πόρους από τα ΜΟΠ και μετά με τα ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ.
Για την στρατηγική: Στρατηγική που να βάζει κάτω το παραγωγικό σχέδιο για την χώρα και με βάση αυτό να κρίνει τις επιλογές για επενδύσεις σε υποδομές, δεν υπήρξε. Αλλά υπήρξε ο κατάλογος των έργων που δε μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν τη δεκαετία του ’70 και του ’80 και του ’90 και του 2000, κι αυτός ο κατάλογος έμπαινε στα Προγράμματα με γαρνιτούρα διαφόρους δείκτες γύρω-γύρω, αλλά κατ’ ουσίαν ο κατάλογος των έργων παρουσιαζόμενος ως σχέδιο ήταν που χρηματοδοτείτο.
Το πρόβλημα είναι, όχι ότι δίναμε πόρους – το μεγαλύτερο μέρος αυτών- σε υποδομές, κι εγώ δε θα έλεγα ότι είναι λάθος η κατανομή των πόρων, όπως το λέτε στην ερώτηση, διακρίνοντας «υποδομές, ανθρώπινοι πόροι, παραγωγικές επενδύσεις». Ας ήταν η κατανομή έτσι όπως ήταν. Τα λάθη μάλλον ήταν μέσα σε αυτήν την κατανομή. Δηλαδή όπως ειπώθηκε και σε προηγούμενες παρεμβάσεις, όλες οι υποδομές δεν είναι ίδιες, όλοι οι δρόμοι δεν είναι ίδιοι. Το πρόβλημα ήταν ότι «οι συνδέσεις» μεταξύ αυτών των τριών, δηλαδή των επενδύσεων σε υποδομές, σε παραγωγικές δομές και σε ανθρώπινους πόρους δεν υπήρχαν.
Δηλαδή καλές και άριστες μεν οι υποδομές, όπως επιλογές για επενδύσεις στην Εγνατία. Αλλά επειδή από την κρίση του 1973-79 και από την κρίση της δεκαετίας του ’80 εμείς ήδη γνωρίζαμε ότι γίνεται μία τεράστια αναδιάρθρωση και υποχώρηση στην βιομηχανική παραγωγική βάση της χώρας που ήταν κατανεμημένη σε ένα τελικό σίγμα «S», που ξεκινούσε από την Πάτρα και έφτανε στην Αλεξανδρούπολη, και μέσα από την επιτελούμενη αναδιάρθρωση διαλύονταν παραγωγικές επιχειρήσεις, κλείνανε, παράγοντες κύματα ανεργίας σε τοπικές αγορές εργασίας, κτλ.
Συνεπώς οι επενδύσεις σε υποδομές π.χ. στην Εγνατία έπρεπε να γίνουν εγκαίρως, ώστε να συμβάλλουν στην παραγωγική αναδιάρθρωση και να αντιμετωπίσουν την παραγωγική καταστροφή. Το κενό αυτό στις ακολουθούμενες πολιτικές άρχισε «να σκάει» στη δεκαετία του ’90, δηλαδή το είδαμε ανοιχτά με τις προβληματικές επιχειρήσεις του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που πλέον κλείνανε. Αυτό είναι ένα από τα παραδείγματα που δείχνουν ότι όλα αυτά τα προγράμματα που ήταν για επενδύσεις σε υποδομές ήταν «ατάκτως ερριμμένα» και ακόμη περισσότερο «ατάκτως ερριμμένα» ήταν τα υπόλοιπα προγράμματα, δηλαδή των παραγωγικών επενδύσεων και των ανθρωπίνων πόρων, καθώς δεν «κουμπώνανε» μεταξύ τους.
Όσον αφορά τις παραγωγικές επενδύσεις αυτή η επιχειρηματική κουλτούρα που θέλει «τσάμπα χρήμα», η οποία κατακρίθηκε από άλλους ομιλητές, έχει τις πηγές της και στο κράτος. Μπορούμε να πούμε μεν ότι δεν ευθύνονται γι αυτήν τα Διαρθρωτικά Ταμεία, όπως και για όλα αυτά που σήμερα διαπιστώνουμε ως ατέλειες και ως ανεπάρκειες. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε δε ότι ευθύνονται όμως οι εγχώριοι τρόποι διαχείρισης των πόρων και των Διαρθρωτικών Ταμείων.
Επιτρέψτε μου μία παρένθεση: Ανεφέρθη προηγουμένως το θέμα των 3.500 προγραμμάτων του Επενδυτικού Νόμου που παραμένουν στην ουρά τώρα και περιμένουν να πάρουν κοινοτικό και κρατικό χρήμα. Κατ' αρχήν περιμένουν όλοι να πάρουν χρήμα και όλοι ήδη γνωρίζουμε ότι αυτά τα επενδυτικά σχέδια είναι, ως συνήθως, υπερτιμολογημένα, 50%, 60%, 70% και επίσης από αυτά τα 3.500 που περιμένουν την έγκριση – ένταξη τα 2.200-2.300 αφορούν επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά. Τι περιμένουν; Ήλιο, επένδυση εγγυημένη, εξασφαλισμένη τιμή πώλησης στην ΔΕΗ κτλ. και ένα δίκτυο το οποίο αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει για να απορροφήσει την παραγωγή τους. Κι οι εθνικοί πόροι αυτοί πλέον δεν υπάρχουν.
Άρα ξαναγυρνάμε στο ίδιο γνωστό πρόβλημα. Σε αυτή την πρώτη κρίση του 1973- 79, κρίση που αφορούσε και το παραγωγικό σύστημα της χώρας και τους ανθρώπινους πόρους αυτής– και μπαίνω τώρα στο ερώτημα για τις επενδύσεις στους ανθρώπινους πόρους- η πολιτική ως σχέδιο με συνέργειες και βιώσιμα αποτελέσματα δεν υπήρξε από την αρχή και σε όλη την πορεία. Αυτά τα κενά εγώ τα διαπίστωσα μάλλον αργότερα, όταν ανέλαβα να τα μελετήσω. Τα πρώτα «προγράμματα» που απόκτησε λόγω Κοινότητας, ως νέο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1981, η Ελλάδα ήταν τα κοινοτικά προγράμματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου που επιδοτούσαν νέες θέσεις εργασίας όταν μπήκαμε και μετά στην ΕΟΚ.
Αυτά λοιπόν τα «προγράμματα» με διαφόρους και συνεχώς διαφοροποιούμενους τίτλους-ονομασίες είναι σχεδόν τα ίδια και σήμερα. Έχουν αυξηθεί οι πόροι, αν και η αύξηση δεν ήταν συνεχής, σαν μερίδιο στην συνολική κατανομή έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά συνολικά έχουν αυξηθεί οι διατιθέμενοι πόροι. Τα προγράμματα στον πυρήνα τους είναι τα ίδια: επιδότηση θέσεων εργασίας με διάφορες παραλλαγές και εξειδικεύσεις, μετά στην πορεία μπήκαν ομάδες στόχοι όπως νέοι, μπήκαν γυναίκες, μπήκαν ποσοστά στην κατανομή τους. Κατ΄ουσίαν είναι η ίδια μήτρα, το ίδιο πράγμα είναι με ονόματα-τίτλους που αλλάζουν. Το κρίσιμο είναι η αποτελεσματικότητα τους. Αυτό συνδέεται και με την Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει φτιαχθεί αποτελεσματική Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης παρά τους άφθονους Κοινοτικούς Πόρους που δόθηκαν γι αυτόν τον σκοπό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την πολιτική και τις επενδύσεις για τους ανθρώπινους πόρους είναι ότι όπως υπήρξε το χάσμα, το κενό με τους άδηλους πόρους, κι αυτό «καλύφθηκε» εν μέρει με τους κοινοτικούς πόρους, υπήρξε αναλόγως με το χάσμα, το κενό, με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, υπήρξε κι ένα αντίστοιχο, τεράστιο χάσμα, κενό και πολιτικής και πόρων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 στο θέμα της κοινωνικής πολιτικής, της αντιμετώπισης της ανεργίας, των αναδιαρθρώσεων κτλ.
Ήδη από τις αρχές του ’90, τα ελληνικά «κοινοτικά προγράμματα» ήταν ένα μοντέλο που ακόμη και σήμερα λειτουργεί. Σε αυτούς που έφευγαν από τις προβληματικές επιχειρήσεις που έκλειναν, που είχαν χρεοκοπήσει προ ετών, αλλά τότε έφευγαν οριστικά από την αγορά, κι εργαζόμενοι απολύονταν σε μεγάλους αριθμούς το1990, ’92, ’93, ’94 ετίθετο το ερώτημα πολιτικής: Τι μπορείτε να κάνετε απολυμένοι στην αγορά εργασίας; Ανεξαρτήτως τόπου (Θράκης, Αχαΐας, Θεσσαλίας, σε αυτή τη παραγωγική βιομηχανική βάση που κατέρρεε) οι προσφερόμενες επιλογές ήταν: ή να πάτε να παρακολουθήσετε προγράμματα κατάρτισης ή να πάτε να πάρετε πρόωρη συνταξιοδότηση ή να πάρετε επιδότηση να γίνετε νέοι ελεύθεροι ή μεγάλοι σε ηλικία αλλά νέοι στο επάγγελμα ελεύθεροι επαγγελματίες.
Αυτή η μήτρα προγραμμάτων «τρέχει» σε όλη τη δεκαετία του 1990 και αναπαράγεται και την επόμενη δεκαετία. Έγινε μια προσπάθεια, μια συζήτηση στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 1996-97, με αφορμή την αναθεώρηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Συνεχιζόμενη Κατάρτιση και Προώθηση της Απασχόλησης», με την οποία είχα ασχοληθεί και προσωπικά ως Υπεύθυνος Έργου για τον Ανασχεδιασμό, Αναδιάρθρωση, Aναμόρφωση του Επιχειρησιακού Προγράμματος Συνεχιζόμενη Κατάρτιση και Προώθηση της Απασχόλησης, ώστε να προστεθεί στα προγράμματα και στις πολιτικές κάτι που χρειαζόταν να μπει. Η πρόβλεψη και η δυνατότητα για Αναδιαρθρώσεις. Δηλαδή να έχεις ένα πρόγραμμα το οποίο δε θα παίρνει τον εργαζόμενο απολυμένο και 50 χρονών και θα του λέει ή «πήγαινε κάνε κατάρτιση» σε ένα πρόγραμμα εικονικό που απλά λειτουργεί ως υποκατάστατο ή ως συμπλήρωμα του επιδόματος ανεργίας, ή «πήγαινε προσυνταξιοδοτήσου», γιατί βλέπουμε τώρα το Ασφαλιστικό και τα αδιέξοδά του, αλλά να παρέχει το πρόγραμμα στην επιχείρηση και στο ανθρώπινο δυναμικό της να κάνουν κάποια παραγωγική αναδιάρθρωση πριν χρεοκοπήσει και η εταιρεία του και αυτός ο ίδιος ο εργαζόμενος.
Αυτή η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε, η αλλαγή και ο εμπλουτισμός δεν πέρασε διότι οι γραμμές και οι κατανομές της διαχείρισης του προϋπολογισμού των προγραμμάτων δεν το επέτρεπαν, και η ευθύνη αφορά αυτούς στις γραφειοκρατίες διαχείρισης που τα σχεδιάζανε, όλα αυτά επέβαλαν αλλαγές στους αυτοματισμούς «απορρόφησης» που λειτουργούσαν και θα έδιναν νόημα και αποτελέσματα στα προγράμματα, πέρα από το να είναι ένας «χαρτοπόλεμος» διαδικασιών χωρίς πραγματικό αποτέλεσμα στην αγορά εργασίας. Κι αυτό ήταν ένα θέμα του accountability κτλ., της λογοδοσίας.
Λίγο εάν έβγαιναν στο φως της δημόσιας συζήτησης αυτά τα ζητήματα ή λίγο αν μπορούσε κανείς να διατυπώσει κάποιες εναλλακτικές προτάσεις και απόψεις, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αυξάνοντας την αποτελεσματικότητά τους, κοινωνική και οικονομική. Αλλά ήταν διαρθρωμένα μέσα σε μια «φούσκα» που περιελάμβανε τους τότε εδραιωμένους «απορροφητήρες» των πόρων και τις τότε εδραιωμένες γραφειοκρατικές διαδικασίες, και τις ηγεσίες της διαχείρισης που αρκούνταν σε επιφανειακές (και αναποτελεσματικές) επιδόσεις απορρόφησης. Αυτή ήταν η εδραιωμένη πραγματικότητα της διαχείρισης των πόρων του ΕΚΤ στην Ελλάδα.
Επίσης όλη η διαχείριση και η συζήτηση των προγραμμάτων, του σχεδιασμού, της εφαρμογής και της απορρόφησης, γιατί όλα αυτά τα κενά οδηγούσαν στο κριτήριο της απορρόφησης, ήταν φτιαγμένα χωρίς να «συζητάνε», να λαμβάνουν υπόψη, την ουσιαστική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Δηλαδή η αγορά εργασίας είχε θεσμούς, είχε νόμους, πώς προσλαμβάνεις, πώς απολύεις κτλ τα οποία μεταβάλλονταν ή εξελίσσονταν, καθώς η αγορά εργασίας άλλαζε. Όμως η πολιτική για την απασχόληση και την αγορά εργασίας ήταν κάτι ξένο και παρέμεινε επί χρόνια ξένο σε σχέση με τα προγράμματα και τον σχεδιασμό τους.
Η πολιτική απασχόλησης πήγε να «παντρευτεί» κάποια στιγμή με τα προγράμματα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 υπό την επιρροή της αναδυόμενης τότε Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση. Και τι έγινε τότε; Προστίθονταν στα προγράμματα οι ρήτρες και οι πολλοί εξειδικευμένοι στόχοι της τότε Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση και έπρεπε να διαθέσεις κι εκεί πόρους του ΕΚΤ, δηλαδή επιτάθηκε αυτό που είχε ήδη αρχίσει για τον κοινωνικό αποκλεισμό από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Όμως κι αυτό παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εικονικό και επιφανειακό. Άλλαζε μόνον η συσκευασία του προγράμματος.
Δηλαδή από άποψη σχεδιασμού πολιτικής απασχόλησης και ανασχεδιασμού της αξιοποίησης των πόρων του ΕΚΤ ήταν ωσάν να είμαστε σε ένα τρένο το οποίο δεν έβρισκε κανένα σταθμό, καμία διασταύρωση, κατ’ ουσίαν δεν συναντιόταν, δεν «παντρευόταν» πουθενά με τις παράλληλες δράσεις για τις υποδομές και για τις παραγωγικές επενδύσεις. Είχε φτιαχθεί ένας αυτόνομος κόσμος «απορρόφησης» και εξυπηρέτησης, κατά κανόνα πελατειακής. Δηλαδή είναι μια ιστορία κωμική ή τραγική, αλλά αυτή είναι η ιστορία.
Όσμωση μεταξύ ευρωπαϊκής πολιτικής (π.χ. απασχόλησης κλπ) και εγχώριας πολιτικής υπήρξε, εννοώ όσον αφορά την πολιτική. Μπήκαν στην χώρα καινούργιες ιδέες. Έρχονταν τα κείμενα όπως έρχονταν τα κοινοτικά, μεταφρασμένα στα ελληνικά, περνούσαν και στις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων και στα σχέδια, έμπαιναν και τίποτε νούμερα δίπλα, αλλά τα βιώσιμα αποτελέσματα ήταν λίγα. Το κύριο πρόβλημα ήταν ότι η πολιτική για την αγορά εργασίας και η πολιτική αυτή της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων, των πόρων του ΕΚΤ κτλ. δεν «παντρεύονταν» πραγματικά πουθενά. Αυτό ήταν και είναι το μέγα ζήτημα.
Πραγματική αγορά προφανώς δημιουργήθηκε διότι όταν «ρίχνεις λεφτά» υπάρχει αγορά. Οι κοινοτικοί πόροι, εκτός από το ότι υποκατέστησαν το έλλειμμα εγχώριων διαθέσιμων πόρων για παθητικές πολιτικές απασχόλησης και κοινωνική πολιτική, «έφτιαξαν» και καινούργιες αγορές συμβούλων, ΚΕΚ, εμπειρογνωμόνων, αξιολογητών, εκπαιδευτών και όλο αυτό το πράγμα, με έννοιες που εν προκειμένω χρήζουν εισαγωγικών, το οποίο μόλις παύσει η εισροή πόρων καταρρέει, και του οποίου, ο πολλαπλασιαστής του αν ήταν μονάδα θα ήταν πολύ καλό αποτέλεσμα. Δε νομίζω ότι ούτε καν μονάδα δεν ήταν. Και αυτό νομίζω θα πρέπει ν’ αναδειχθεί μέσα σε αυτή τη διαδικασία ανάλυσης, συζήτησης και αξιολόγησης, όχι για να καταγγείλουμε το παρελθόν, αλλά για να καταλάβουμε ότι έστω τώρα αυτοί οι πόροι πρέπει κάπου «να κουμπώσουν», επειδή πλέον είναι ιδιαίτερα σπάνιοι πόροι. Δηλαδή «να κουμπώσουν» στο θέμα των αναδιαρθρώσεων και των πραγματικών αλλαγών που γίνονται στην αγορά εργασίας.
Δηλαδή τώρα, στις σημερινές συνθήκες και με τις επιλογές διαχείρισης της κρίσης κάνεις παραγωγικούς ανθρώπους να δουλεύουν 4ήμερα, part time, εξάμηνα, τα πολλά πράγματα προσαρμογής που συμβαίνουν, θεσμοθετημένα ή αθέσμητα, μέσα στην κρίση. Πρέπει να έχεις ως χώρα, ως πολιτική. προγράμματα που «να κουμπώνουν» με αυτήν την πραγματικότητα. Αν έχεις προγράμματα που ακόμα και σήμερα λένε ότι θα επιδοτήσουν και θα καταρτίσουν εργαζομένους στα τεχνικά έργα ενώ ο κλάδος έχει καταρρεύσει, και οι υπηρεσίες διαχείρισης εξακολουθούν να ασχολούνται με αυτά, γι’ αυτό φταίει ο κύκλος ο προγραμματικός και ο διαχειριστικός ο οποίος δεν είναι ανοιχτός στη διαφάνεια και στην κριτική, όπως δεν ήταν επί σειρά ετών.
Αν ήσουν σύμβουλος ή αξιολογητής και έλεγες αυτά τα πράγματα ή τα έγραφες, προφανώς η διαχειριστική γραφειοκρατία, όχι μόνο η πολιτική ηγεσία, δεν ήταν ευχαριστημένη μ’ αυτά, ούτε οι προετοιμασμένοι «απορροφητήρες» επέτρεπαν εύκολα αλλαγές και αναπροσαρμογές. Μάλλον ήθελαν να τους βγάλεις ένα πακέτο χαρτί το οποίο θα περάσει τις τυπικές διαδικασίες, θα προσπεράσει την ουσία, και θα εγκριθούν τα ΕΠ τα ΠΕΠ και τα τεχνικά δελτία. Γιατί οι «απορροφητήρες» ήταν ήδη στημένοι σε αναμονή απορρόφησης. Οι «απορροφητήρες» όπως π.χ. ήταν τα ΚΕΚ, και τόσες άλλες δομές κάθε άλλο παρά βιώσιμες, όλα αυτά φτιάχτηκαν απ’ το μηδέν. Οι «απορροφητήρες» αυτοί, απεδείχθησαν τώρα μια μεγάλη φούσκα.
Η Ελλάδα έχασε μέσα στην κρίση, σε ποσοστό απασχόλησης 2%. Ήταν στο 60% στις αρχές της δεκαετίας, πήγε στο 66% πριν την κρίση, και έκτοτε μέσα σε ενάμισι χρόνο έχασε 2% ποσοστό απασχόλησης. Γιατί όλοι αυτοί οι κοινοτικοί πόροι για ανθρώπινους πόρους και απασχόληση, αλλά και οι άλλοι δεν «κουμπώνανε» κάπου ώστε μέσα στην κρίση ν’ αντέξει η παραγωγική δομή και η απασχόληση. Με το πρώτο φύσημα –μιλάω τώρα με προσωρινά στοιχεία του 2009- κατέρρευσαν. Όταν δούμε τα οριστικά του 2009 κι αυτά του 2010 τα πράγματα στην απασχόληση και στην αγορά εργασίας θα είναι ακόμα χειρότερα. Ευχαριστώ για την προσοχή σας και για την πρόσκληση.
Παρέμβαση στην Ημερίδα με Θέμα: «Επιδράσεις που έχουν ασκήσει ή θα ασκήσουν στην ελληνική οικονομία η Πολιτική της Οικονομικής και Κοινωνικής Συνοχής, η οποία συγχρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ»,
Πριν αναφερθώ στις δημόσιες και κοινοτικές επενδύσεις στην Ελλάδα για τους ανθρώπινους πόρους, θα υποστηρίξω γιατί η εγχώρια «στρατηγική» πήγε μια χαρά, και στην συνέχεια θα καταλήξω στους ανθρώπινους πόρους.
Μπήκαμε ως χώρα στην κρίση του 1973-79, και παράλληλα μπήκαμε στην ΕΟΚ με «πολιτικά κριτήρια» για να σωθούμε από τον «εξ ανατολών κίνδυνο», καταφέραμε μετά, «βάλαμε» και την Κύπρο στην ΕΕ για να σωθεί κι αυτή, είπαμε να μπουν κι εκείνοι για να σωθούν κι αυτοί από τον «εξ ανατολών κίνδυνο», και τώρα είναι συζητήσιμα τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής, αλλά η στρατηγική ως προς τις δημόσιες επενδύσεις μάλλον ήταν ρεαλιστικότατη.
Οι άδηλοι πόροι της ελληνικής οικονομίας δεν πήγαιναν, μετά αυτές τις δυο κρίσεις του 1973 και του 1979, καθόλου καλά. Βρήκαν λοιπόν μετά το 1981 ένα συμπλήρωμα στους κοινοτικούς πόρους. Το κενό στους άδηλους πόρους μετά εκείνες τις δυο κρίσεις, μετά τη μεταπολίτευση, άρχισε να καλύπτεται για πολύ καιρό, για δεκαετίες, από τους κοινοτικούς πόρους. Επίσης την ίδια περίοδο μετά την μεταπολίτευση του 1974 είχαμε και την κρίση την τεράστια που είναι έκτοτε διαρκής, αλλά τώρα «έσκασε» λόγω της δημοσιονομικής χρεοκοπίας, με τη δημοσιονομική κρίση και τα ελλείμματα και τα χρέη για τις δημόσιες επενδύσεις. Άμα δείτε τι δημόσιες επενδύσεις έκανε η χώρα το ’60, τι έκανε το ’50, και τι χρειαζόταν εν συνεχεία, αλλά το ’70 λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και των πετρελαϊκών κρίσεων κτλ. ως χώρα βρήκαμε και κλείσαμε εν μέρει αυτό το κενό αρχικά με πόρους από τα ΜΟΠ και μετά με τα ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ.
Για την στρατηγική: Στρατηγική που να βάζει κάτω το παραγωγικό σχέδιο για την χώρα και με βάση αυτό να κρίνει τις επιλογές για επενδύσεις σε υποδομές, δεν υπήρξε. Αλλά υπήρξε ο κατάλογος των έργων που δε μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν τη δεκαετία του ’70 και του ’80 και του ’90 και του 2000, κι αυτός ο κατάλογος έμπαινε στα Προγράμματα με γαρνιτούρα διαφόρους δείκτες γύρω-γύρω, αλλά κατ’ ουσίαν ο κατάλογος των έργων παρουσιαζόμενος ως σχέδιο ήταν που χρηματοδοτείτο.
Το πρόβλημα είναι, όχι ότι δίναμε πόρους – το μεγαλύτερο μέρος αυτών- σε υποδομές, κι εγώ δε θα έλεγα ότι είναι λάθος η κατανομή των πόρων, όπως το λέτε στην ερώτηση, διακρίνοντας «υποδομές, ανθρώπινοι πόροι, παραγωγικές επενδύσεις». Ας ήταν η κατανομή έτσι όπως ήταν. Τα λάθη μάλλον ήταν μέσα σε αυτήν την κατανομή. Δηλαδή όπως ειπώθηκε και σε προηγούμενες παρεμβάσεις, όλες οι υποδομές δεν είναι ίδιες, όλοι οι δρόμοι δεν είναι ίδιοι. Το πρόβλημα ήταν ότι «οι συνδέσεις» μεταξύ αυτών των τριών, δηλαδή των επενδύσεων σε υποδομές, σε παραγωγικές δομές και σε ανθρώπινους πόρους δεν υπήρχαν.
Δηλαδή καλές και άριστες μεν οι υποδομές, όπως επιλογές για επενδύσεις στην Εγνατία. Αλλά επειδή από την κρίση του 1973-79 και από την κρίση της δεκαετίας του ’80 εμείς ήδη γνωρίζαμε ότι γίνεται μία τεράστια αναδιάρθρωση και υποχώρηση στην βιομηχανική παραγωγική βάση της χώρας που ήταν κατανεμημένη σε ένα τελικό σίγμα «S», που ξεκινούσε από την Πάτρα και έφτανε στην Αλεξανδρούπολη, και μέσα από την επιτελούμενη αναδιάρθρωση διαλύονταν παραγωγικές επιχειρήσεις, κλείνανε, παράγοντες κύματα ανεργίας σε τοπικές αγορές εργασίας, κτλ.
Συνεπώς οι επενδύσεις σε υποδομές π.χ. στην Εγνατία έπρεπε να γίνουν εγκαίρως, ώστε να συμβάλλουν στην παραγωγική αναδιάρθρωση και να αντιμετωπίσουν την παραγωγική καταστροφή. Το κενό αυτό στις ακολουθούμενες πολιτικές άρχισε «να σκάει» στη δεκαετία του ’90, δηλαδή το είδαμε ανοιχτά με τις προβληματικές επιχειρήσεις του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που πλέον κλείνανε. Αυτό είναι ένα από τα παραδείγματα που δείχνουν ότι όλα αυτά τα προγράμματα που ήταν για επενδύσεις σε υποδομές ήταν «ατάκτως ερριμμένα» και ακόμη περισσότερο «ατάκτως ερριμμένα» ήταν τα υπόλοιπα προγράμματα, δηλαδή των παραγωγικών επενδύσεων και των ανθρωπίνων πόρων, καθώς δεν «κουμπώνανε» μεταξύ τους.
Όσον αφορά τις παραγωγικές επενδύσεις αυτή η επιχειρηματική κουλτούρα που θέλει «τσάμπα χρήμα», η οποία κατακρίθηκε από άλλους ομιλητές, έχει τις πηγές της και στο κράτος. Μπορούμε να πούμε μεν ότι δεν ευθύνονται γι αυτήν τα Διαρθρωτικά Ταμεία, όπως και για όλα αυτά που σήμερα διαπιστώνουμε ως ατέλειες και ως ανεπάρκειες. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε δε ότι ευθύνονται όμως οι εγχώριοι τρόποι διαχείρισης των πόρων και των Διαρθρωτικών Ταμείων.
Επιτρέψτε μου μία παρένθεση: Ανεφέρθη προηγουμένως το θέμα των 3.500 προγραμμάτων του Επενδυτικού Νόμου που παραμένουν στην ουρά τώρα και περιμένουν να πάρουν κοινοτικό και κρατικό χρήμα. Κατ' αρχήν περιμένουν όλοι να πάρουν χρήμα και όλοι ήδη γνωρίζουμε ότι αυτά τα επενδυτικά σχέδια είναι, ως συνήθως, υπερτιμολογημένα, 50%, 60%, 70% και επίσης από αυτά τα 3.500 που περιμένουν την έγκριση – ένταξη τα 2.200-2.300 αφορούν επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά. Τι περιμένουν; Ήλιο, επένδυση εγγυημένη, εξασφαλισμένη τιμή πώλησης στην ΔΕΗ κτλ. και ένα δίκτυο το οποίο αλλού υπάρχει και αλλού δεν υπάρχει για να απορροφήσει την παραγωγή τους. Κι οι εθνικοί πόροι αυτοί πλέον δεν υπάρχουν.
Άρα ξαναγυρνάμε στο ίδιο γνωστό πρόβλημα. Σε αυτή την πρώτη κρίση του 1973- 79, κρίση που αφορούσε και το παραγωγικό σύστημα της χώρας και τους ανθρώπινους πόρους αυτής– και μπαίνω τώρα στο ερώτημα για τις επενδύσεις στους ανθρώπινους πόρους- η πολιτική ως σχέδιο με συνέργειες και βιώσιμα αποτελέσματα δεν υπήρξε από την αρχή και σε όλη την πορεία. Αυτά τα κενά εγώ τα διαπίστωσα μάλλον αργότερα, όταν ανέλαβα να τα μελετήσω. Τα πρώτα «προγράμματα» που απόκτησε λόγω Κοινότητας, ως νέο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1981, η Ελλάδα ήταν τα κοινοτικά προγράμματα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου που επιδοτούσαν νέες θέσεις εργασίας όταν μπήκαμε και μετά στην ΕΟΚ.
Αυτά λοιπόν τα «προγράμματα» με διαφόρους και συνεχώς διαφοροποιούμενους τίτλους-ονομασίες είναι σχεδόν τα ίδια και σήμερα. Έχουν αυξηθεί οι πόροι, αν και η αύξηση δεν ήταν συνεχής, σαν μερίδιο στην συνολική κατανομή έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά συνολικά έχουν αυξηθεί οι διατιθέμενοι πόροι. Τα προγράμματα στον πυρήνα τους είναι τα ίδια: επιδότηση θέσεων εργασίας με διάφορες παραλλαγές και εξειδικεύσεις, μετά στην πορεία μπήκαν ομάδες στόχοι όπως νέοι, μπήκαν γυναίκες, μπήκαν ποσοστά στην κατανομή τους. Κατ΄ουσίαν είναι η ίδια μήτρα, το ίδιο πράγμα είναι με ονόματα-τίτλους που αλλάζουν. Το κρίσιμο είναι η αποτελεσματικότητα τους. Αυτό συνδέεται και με την Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει φτιαχθεί αποτελεσματική Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης παρά τους άφθονους Κοινοτικούς Πόρους που δόθηκαν γι αυτόν τον σκοπό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με την πολιτική και τις επενδύσεις για τους ανθρώπινους πόρους είναι ότι όπως υπήρξε το χάσμα, το κενό με τους άδηλους πόρους, κι αυτό «καλύφθηκε» εν μέρει με τους κοινοτικούς πόρους, υπήρξε αναλόγως με το χάσμα, το κενό, με το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, υπήρξε κι ένα αντίστοιχο, τεράστιο χάσμα, κενό και πολιτικής και πόρων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 στο θέμα της κοινωνικής πολιτικής, της αντιμετώπισης της ανεργίας, των αναδιαρθρώσεων κτλ.
Ήδη από τις αρχές του ’90, τα ελληνικά «κοινοτικά προγράμματα» ήταν ένα μοντέλο που ακόμη και σήμερα λειτουργεί. Σε αυτούς που έφευγαν από τις προβληματικές επιχειρήσεις που έκλειναν, που είχαν χρεοκοπήσει προ ετών, αλλά τότε έφευγαν οριστικά από την αγορά, κι εργαζόμενοι απολύονταν σε μεγάλους αριθμούς το1990, ’92, ’93, ’94 ετίθετο το ερώτημα πολιτικής: Τι μπορείτε να κάνετε απολυμένοι στην αγορά εργασίας; Ανεξαρτήτως τόπου (Θράκης, Αχαΐας, Θεσσαλίας, σε αυτή τη παραγωγική βιομηχανική βάση που κατέρρεε) οι προσφερόμενες επιλογές ήταν: ή να πάτε να παρακολουθήσετε προγράμματα κατάρτισης ή να πάτε να πάρετε πρόωρη συνταξιοδότηση ή να πάρετε επιδότηση να γίνετε νέοι ελεύθεροι ή μεγάλοι σε ηλικία αλλά νέοι στο επάγγελμα ελεύθεροι επαγγελματίες.
Αυτή η μήτρα προγραμμάτων «τρέχει» σε όλη τη δεκαετία του 1990 και αναπαράγεται και την επόμενη δεκαετία. Έγινε μια προσπάθεια, μια συζήτηση στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 1996-97, με αφορμή την αναθεώρηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Συνεχιζόμενη Κατάρτιση και Προώθηση της Απασχόλησης», με την οποία είχα ασχοληθεί και προσωπικά ως Υπεύθυνος Έργου για τον Ανασχεδιασμό, Αναδιάρθρωση, Aναμόρφωση του Επιχειρησιακού Προγράμματος Συνεχιζόμενη Κατάρτιση και Προώθηση της Απασχόλησης, ώστε να προστεθεί στα προγράμματα και στις πολιτικές κάτι που χρειαζόταν να μπει. Η πρόβλεψη και η δυνατότητα για Αναδιαρθρώσεις. Δηλαδή να έχεις ένα πρόγραμμα το οποίο δε θα παίρνει τον εργαζόμενο απολυμένο και 50 χρονών και θα του λέει ή «πήγαινε κάνε κατάρτιση» σε ένα πρόγραμμα εικονικό που απλά λειτουργεί ως υποκατάστατο ή ως συμπλήρωμα του επιδόματος ανεργίας, ή «πήγαινε προσυνταξιοδοτήσου», γιατί βλέπουμε τώρα το Ασφαλιστικό και τα αδιέξοδά του, αλλά να παρέχει το πρόγραμμα στην επιχείρηση και στο ανθρώπινο δυναμικό της να κάνουν κάποια παραγωγική αναδιάρθρωση πριν χρεοκοπήσει και η εταιρεία του και αυτός ο ίδιος ο εργαζόμενος.
Αυτή η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε, η αλλαγή και ο εμπλουτισμός δεν πέρασε διότι οι γραμμές και οι κατανομές της διαχείρισης του προϋπολογισμού των προγραμμάτων δεν το επέτρεπαν, και η ευθύνη αφορά αυτούς στις γραφειοκρατίες διαχείρισης που τα σχεδιάζανε, όλα αυτά επέβαλαν αλλαγές στους αυτοματισμούς «απορρόφησης» που λειτουργούσαν και θα έδιναν νόημα και αποτελέσματα στα προγράμματα, πέρα από το να είναι ένας «χαρτοπόλεμος» διαδικασιών χωρίς πραγματικό αποτέλεσμα στην αγορά εργασίας. Κι αυτό ήταν ένα θέμα του accountability κτλ., της λογοδοσίας.
Λίγο εάν έβγαιναν στο φως της δημόσιας συζήτησης αυτά τα ζητήματα ή λίγο αν μπορούσε κανείς να διατυπώσει κάποιες εναλλακτικές προτάσεις και απόψεις, θα μπορούσαν να είχαν σωθεί αυξάνοντας την αποτελεσματικότητά τους, κοινωνική και οικονομική. Αλλά ήταν διαρθρωμένα μέσα σε μια «φούσκα» που περιελάμβανε τους τότε εδραιωμένους «απορροφητήρες» των πόρων και τις τότε εδραιωμένες γραφειοκρατικές διαδικασίες, και τις ηγεσίες της διαχείρισης που αρκούνταν σε επιφανειακές (και αναποτελεσματικές) επιδόσεις απορρόφησης. Αυτή ήταν η εδραιωμένη πραγματικότητα της διαχείρισης των πόρων του ΕΚΤ στην Ελλάδα.
Επίσης όλη η διαχείριση και η συζήτηση των προγραμμάτων, του σχεδιασμού, της εφαρμογής και της απορρόφησης, γιατί όλα αυτά τα κενά οδηγούσαν στο κριτήριο της απορρόφησης, ήταν φτιαγμένα χωρίς να «συζητάνε», να λαμβάνουν υπόψη, την ουσιαστική λειτουργία της αγοράς εργασίας. Δηλαδή η αγορά εργασίας είχε θεσμούς, είχε νόμους, πώς προσλαμβάνεις, πώς απολύεις κτλ τα οποία μεταβάλλονταν ή εξελίσσονταν, καθώς η αγορά εργασίας άλλαζε. Όμως η πολιτική για την απασχόληση και την αγορά εργασίας ήταν κάτι ξένο και παρέμεινε επί χρόνια ξένο σε σχέση με τα προγράμματα και τον σχεδιασμό τους.
Η πολιτική απασχόλησης πήγε να «παντρευτεί» κάποια στιγμή με τα προγράμματα στα τέλη της δεκαετίας του ’90 υπό την επιρροή της αναδυόμενης τότε Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση. Και τι έγινε τότε; Προστίθονταν στα προγράμματα οι ρήτρες και οι πολλοί εξειδικευμένοι στόχοι της τότε Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση και έπρεπε να διαθέσεις κι εκεί πόρους του ΕΚΤ, δηλαδή επιτάθηκε αυτό που είχε ήδη αρχίσει για τον κοινωνικό αποκλεισμό από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Όμως κι αυτό παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εικονικό και επιφανειακό. Άλλαζε μόνον η συσκευασία του προγράμματος.
Δηλαδή από άποψη σχεδιασμού πολιτικής απασχόλησης και ανασχεδιασμού της αξιοποίησης των πόρων του ΕΚΤ ήταν ωσάν να είμαστε σε ένα τρένο το οποίο δεν έβρισκε κανένα σταθμό, καμία διασταύρωση, κατ’ ουσίαν δεν συναντιόταν, δεν «παντρευόταν» πουθενά με τις παράλληλες δράσεις για τις υποδομές και για τις παραγωγικές επενδύσεις. Είχε φτιαχθεί ένας αυτόνομος κόσμος «απορρόφησης» και εξυπηρέτησης, κατά κανόνα πελατειακής. Δηλαδή είναι μια ιστορία κωμική ή τραγική, αλλά αυτή είναι η ιστορία.
Όσμωση μεταξύ ευρωπαϊκής πολιτικής (π.χ. απασχόλησης κλπ) και εγχώριας πολιτικής υπήρξε, εννοώ όσον αφορά την πολιτική. Μπήκαν στην χώρα καινούργιες ιδέες. Έρχονταν τα κείμενα όπως έρχονταν τα κοινοτικά, μεταφρασμένα στα ελληνικά, περνούσαν και στις εκθέσεις των εμπειρογνωμόνων και στα σχέδια, έμπαιναν και τίποτε νούμερα δίπλα, αλλά τα βιώσιμα αποτελέσματα ήταν λίγα. Το κύριο πρόβλημα ήταν ότι η πολιτική για την αγορά εργασίας και η πολιτική αυτή της απορρόφησης των κοινοτικών πόρων, των πόρων του ΕΚΤ κτλ. δεν «παντρεύονταν» πραγματικά πουθενά. Αυτό ήταν και είναι το μέγα ζήτημα.
Πραγματική αγορά προφανώς δημιουργήθηκε διότι όταν «ρίχνεις λεφτά» υπάρχει αγορά. Οι κοινοτικοί πόροι, εκτός από το ότι υποκατέστησαν το έλλειμμα εγχώριων διαθέσιμων πόρων για παθητικές πολιτικές απασχόλησης και κοινωνική πολιτική, «έφτιαξαν» και καινούργιες αγορές συμβούλων, ΚΕΚ, εμπειρογνωμόνων, αξιολογητών, εκπαιδευτών και όλο αυτό το πράγμα, με έννοιες που εν προκειμένω χρήζουν εισαγωγικών, το οποίο μόλις παύσει η εισροή πόρων καταρρέει, και του οποίου, ο πολλαπλασιαστής του αν ήταν μονάδα θα ήταν πολύ καλό αποτέλεσμα. Δε νομίζω ότι ούτε καν μονάδα δεν ήταν. Και αυτό νομίζω θα πρέπει ν’ αναδειχθεί μέσα σε αυτή τη διαδικασία ανάλυσης, συζήτησης και αξιολόγησης, όχι για να καταγγείλουμε το παρελθόν, αλλά για να καταλάβουμε ότι έστω τώρα αυτοί οι πόροι πρέπει κάπου «να κουμπώσουν», επειδή πλέον είναι ιδιαίτερα σπάνιοι πόροι. Δηλαδή «να κουμπώσουν» στο θέμα των αναδιαρθρώσεων και των πραγματικών αλλαγών που γίνονται στην αγορά εργασίας.
Δηλαδή τώρα, στις σημερινές συνθήκες και με τις επιλογές διαχείρισης της κρίσης κάνεις παραγωγικούς ανθρώπους να δουλεύουν 4ήμερα, part time, εξάμηνα, τα πολλά πράγματα προσαρμογής που συμβαίνουν, θεσμοθετημένα ή αθέσμητα, μέσα στην κρίση. Πρέπει να έχεις ως χώρα, ως πολιτική. προγράμματα που «να κουμπώνουν» με αυτήν την πραγματικότητα. Αν έχεις προγράμματα που ακόμα και σήμερα λένε ότι θα επιδοτήσουν και θα καταρτίσουν εργαζομένους στα τεχνικά έργα ενώ ο κλάδος έχει καταρρεύσει, και οι υπηρεσίες διαχείρισης εξακολουθούν να ασχολούνται με αυτά, γι’ αυτό φταίει ο κύκλος ο προγραμματικός και ο διαχειριστικός ο οποίος δεν είναι ανοιχτός στη διαφάνεια και στην κριτική, όπως δεν ήταν επί σειρά ετών.
Αν ήσουν σύμβουλος ή αξιολογητής και έλεγες αυτά τα πράγματα ή τα έγραφες, προφανώς η διαχειριστική γραφειοκρατία, όχι μόνο η πολιτική ηγεσία, δεν ήταν ευχαριστημένη μ’ αυτά, ούτε οι προετοιμασμένοι «απορροφητήρες» επέτρεπαν εύκολα αλλαγές και αναπροσαρμογές. Μάλλον ήθελαν να τους βγάλεις ένα πακέτο χαρτί το οποίο θα περάσει τις τυπικές διαδικασίες, θα προσπεράσει την ουσία, και θα εγκριθούν τα ΕΠ τα ΠΕΠ και τα τεχνικά δελτία. Γιατί οι «απορροφητήρες» ήταν ήδη στημένοι σε αναμονή απορρόφησης. Οι «απορροφητήρες» όπως π.χ. ήταν τα ΚΕΚ, και τόσες άλλες δομές κάθε άλλο παρά βιώσιμες, όλα αυτά φτιάχτηκαν απ’ το μηδέν. Οι «απορροφητήρες» αυτοί, απεδείχθησαν τώρα μια μεγάλη φούσκα.
Η Ελλάδα έχασε μέσα στην κρίση, σε ποσοστό απασχόλησης 2%. Ήταν στο 60% στις αρχές της δεκαετίας, πήγε στο 66% πριν την κρίση, και έκτοτε μέσα σε ενάμισι χρόνο έχασε 2% ποσοστό απασχόλησης. Γιατί όλοι αυτοί οι κοινοτικοί πόροι για ανθρώπινους πόρους και απασχόληση, αλλά και οι άλλοι δεν «κουμπώνανε» κάπου ώστε μέσα στην κρίση ν’ αντέξει η παραγωγική δομή και η απασχόληση. Με το πρώτο φύσημα –μιλάω τώρα με προσωρινά στοιχεία του 2009- κατέρρευσαν. Όταν δούμε τα οριστικά του 2009 κι αυτά του 2010 τα πράγματα στην απασχόληση και στην αγορά εργασίας θα είναι ακόμα χειρότερα. Ευχαριστώ για την προσοχή σας και για την πρόσκληση.