4 Φεβρ. 2012 Τι συνέβη στον κατώτατο μισθό;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 4/2/2012
Για τον ολιγοήμερο εγχώριο διάλογο περί τον κατώτατο μισθό χρήζουν επισήμανσης ορισμένες κρίσιμες πλευρές. Η συμφωνία του 2010 μη αύξησης των κατώτατων μισθών έως τον Ιούνιο 2011 και εν συνεχεία χορήγηση το 2011 και το 2012 από τα μέσα εκάστου έτους (1 Ιουλίου) του πληθωρισμού της Ευρωζώνης του προηγούμενου έτους ήταν συμφωνία, εν μέσω χρεοκοπίας, σε έναν άγνωστο Χ. Ηδη, διαφαινόταν ότι η ΕΚΤ θα παρέβλεπε το «καταστατικό» όριο πληθωρισμού στο 2%.
Το έπραξε συμβάλλοντας στην καθυστέρηση της ύφεσης στην Ευρωζώνη. Έτσι, ο πληθωρισμός του
2011 στην Ευρωζώνη κλείνει στο 2,6%-2,7%. Η Ελλάδα βρίσκεται, εν μέσω χρεοκοπίας, οδεύουσα προς αύξηση στον κατώτατο μισθό, από 1 Ιουλίου 2012, κατά 2,6%-2,7%. Αύξηση στον κατώτατο μισθό που δεν δίνουν ούτε σχετικά ευημερούσες (π.χ. Ολλανδία) ούτε ισχυρότερες (π.χ. Γαλλία) οικονομίες της Ευρωζώνης.
Η σύνδεση κατώτατου μισθού με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης θα ήταν ορθή το 2001 και εντεύθεν, σε μία πολιτική μισθών και συλλογικών διαπραγματεύσεων που ελάμβανε υπόψη τη σημασία και τους περιορισμούς της συμμετοχής στη Νομισματική Ενωση του ευρώ. Αν ο ελληνικός κατώτατος μισθός είχε από το 2001 παρακολουθήσει τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης σήμερα δεν θα ήταν 751,39 ευρώ, αλλά 576,75 ευρώ. Προφανώς έπρεπε να κερδίζει επιπλέον την αύξηση παραγωγικότητας στον εγχώριο τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών.
Ο ελληνικός κατώτατος μισθός, που χωρίς επιδόματα και τριετίες αρχίζει στα 751,39 ευρώ, δεν ακολούθησε απλά τον εγχώριο πληθωρισμό. Αν τον ακολουθούσε με μορφή απολογιστικής ΑΤΑ ετησίως θα ήταν 658,95 ευρώ. Η χορήγηση αυξήσεων σε δύο ετήσιες δόσεις, που συγκρατούσαν μεν εν μέρει τη μέση ετήσια μισθολογική επιβάρυνση τρέχοντος έτους, τον ωθούσαν σε υψηλότερη αφετηρία το επόμενο. Ακολούθησε και την αυταπάτη μισθολογικής ευρωσύγκλισης σε συνθήκες δανει(α)κής μεγέθυνσης -φούσκας.
Ετσι, ο ελληνικός κατώτατος μισθός έφθασε σε επίπεδο πολύ υψηλότερο της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Σε δωδεκάμηνη βάση (κι εκεί οι μισθοί είναι 14) ο ελληνικός ονομαστικός είναι 877 ευρώ, έναντι 566 και 748 ευρώ αντιστοίχως. Σε ισότιμα αγοραστικής δύναμης ο ελληνικός είναι 917 ευρώ, έναντι 646 ευρώ στην Πορτογαλία και 774 ευρώ στην Ισπανία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ετέθη προς διάλογο και η προβλεπόμενη αύξηση και το «πάγωμα».
Σήμερα, ο κατώτατος ονομαστικός 751,39 ευρώ κοστίζει στον εργοδότη 965,99 ευρώ, ο δε εργαζόμενος εισπράττει καθαρά 597,35. Τα αντίστοιχα μεγέθη του έγγαμου με ένα παιδί είναι μεικτά 889,12 ευρώ, κόστος 1143,05 ευρώ, καθαρά 706,25 ευρώ. Αν και ο κατώτατος αφορά το 10%-12% των μισθωτών, αφορά το μεγαλύτερο και ραγδαία αυξανόμενο ποσοστό αδήλωτης-ανασφάλιστης εργασίας.
Εκεί το κόστος εργοδότη και το καθαρό του εργαζόμενου ισοσκελίζονται στα 500-600 ευρώ. Γι' αυτό στο διάλογο για τον κατώτατο έπρεπε να προστεθεί το μη μισθολογικό κόστος, η αδήλωτη εργασία, κι εν συνεχεία η «μεγάλη εικόνα»: τιμών, κόστους ενδιάμεσων εισροών παραγωγής, ανεργίας. Προς αναζήτηση λύσεων σε πραγματικά προβλήματα και σε πραγματικό χρόνο.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 4/2/2012
Για τον ολιγοήμερο εγχώριο διάλογο περί τον κατώτατο μισθό χρήζουν επισήμανσης ορισμένες κρίσιμες πλευρές. Η συμφωνία του 2010 μη αύξησης των κατώτατων μισθών έως τον Ιούνιο 2011 και εν συνεχεία χορήγηση το 2011 και το 2012 από τα μέσα εκάστου έτους (1 Ιουλίου) του πληθωρισμού της Ευρωζώνης του προηγούμενου έτους ήταν συμφωνία, εν μέσω χρεοκοπίας, σε έναν άγνωστο Χ. Ηδη, διαφαινόταν ότι η ΕΚΤ θα παρέβλεπε το «καταστατικό» όριο πληθωρισμού στο 2%.
Το έπραξε συμβάλλοντας στην καθυστέρηση της ύφεσης στην Ευρωζώνη. Έτσι, ο πληθωρισμός του
2011 στην Ευρωζώνη κλείνει στο 2,6%-2,7%. Η Ελλάδα βρίσκεται, εν μέσω χρεοκοπίας, οδεύουσα προς αύξηση στον κατώτατο μισθό, από 1 Ιουλίου 2012, κατά 2,6%-2,7%. Αύξηση στον κατώτατο μισθό που δεν δίνουν ούτε σχετικά ευημερούσες (π.χ. Ολλανδία) ούτε ισχυρότερες (π.χ. Γαλλία) οικονομίες της Ευρωζώνης.
Η σύνδεση κατώτατου μισθού με τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης θα ήταν ορθή το 2001 και εντεύθεν, σε μία πολιτική μισθών και συλλογικών διαπραγματεύσεων που ελάμβανε υπόψη τη σημασία και τους περιορισμούς της συμμετοχής στη Νομισματική Ενωση του ευρώ. Αν ο ελληνικός κατώτατος μισθός είχε από το 2001 παρακολουθήσει τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης σήμερα δεν θα ήταν 751,39 ευρώ, αλλά 576,75 ευρώ. Προφανώς έπρεπε να κερδίζει επιπλέον την αύξηση παραγωγικότητας στον εγχώριο τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών.
Ο ελληνικός κατώτατος μισθός, που χωρίς επιδόματα και τριετίες αρχίζει στα 751,39 ευρώ, δεν ακολούθησε απλά τον εγχώριο πληθωρισμό. Αν τον ακολουθούσε με μορφή απολογιστικής ΑΤΑ ετησίως θα ήταν 658,95 ευρώ. Η χορήγηση αυξήσεων σε δύο ετήσιες δόσεις, που συγκρατούσαν μεν εν μέρει τη μέση ετήσια μισθολογική επιβάρυνση τρέχοντος έτους, τον ωθούσαν σε υψηλότερη αφετηρία το επόμενο. Ακολούθησε και την αυταπάτη μισθολογικής ευρωσύγκλισης σε συνθήκες δανει(α)κής μεγέθυνσης -φούσκας.
Ετσι, ο ελληνικός κατώτατος μισθός έφθασε σε επίπεδο πολύ υψηλότερο της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Σε δωδεκάμηνη βάση (κι εκεί οι μισθοί είναι 14) ο ελληνικός ονομαστικός είναι 877 ευρώ, έναντι 566 και 748 ευρώ αντιστοίχως. Σε ισότιμα αγοραστικής δύναμης ο ελληνικός είναι 917 ευρώ, έναντι 646 ευρώ στην Πορτογαλία και 774 ευρώ στην Ισπανία. Υπό αυτές τις συνθήκες, ετέθη προς διάλογο και η προβλεπόμενη αύξηση και το «πάγωμα».
Σήμερα, ο κατώτατος ονομαστικός 751,39 ευρώ κοστίζει στον εργοδότη 965,99 ευρώ, ο δε εργαζόμενος εισπράττει καθαρά 597,35. Τα αντίστοιχα μεγέθη του έγγαμου με ένα παιδί είναι μεικτά 889,12 ευρώ, κόστος 1143,05 ευρώ, καθαρά 706,25 ευρώ. Αν και ο κατώτατος αφορά το 10%-12% των μισθωτών, αφορά το μεγαλύτερο και ραγδαία αυξανόμενο ποσοστό αδήλωτης-ανασφάλιστης εργασίας.
Εκεί το κόστος εργοδότη και το καθαρό του εργαζόμενου ισοσκελίζονται στα 500-600 ευρώ. Γι' αυτό στο διάλογο για τον κατώτατο έπρεπε να προστεθεί το μη μισθολογικό κόστος, η αδήλωτη εργασία, κι εν συνεχεία η «μεγάλη εικόνα»: τιμών, κόστους ενδιάμεσων εισροών παραγωγής, ανεργίας. Προς αναζήτηση λύσεων σε πραγματικά προβλήματα και σε πραγματικό χρόνο.