30 Δεκ. 2011 Το γεγονός της χρονιάς
Όσο απομακρυνόμεθα, χρονικά, από τις ημέρες (31 Οκτωβρίου - 5 Νοεμβρίου 2011) που αντιμετωπίσθηκε, εγχωρίως και διεθνώς, το ενδεχόμενο ελληνικού δημοψηφίσματος σχετικά με την απόφαση (το ελληνικό σκέλος) στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης την 26η Οκτωβρίου 2011, τόσο θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ότι στο «δημοψήφισμα που δεν έγινε» συμπυκνώνονται η παθογένεια της (μεταπολιτευτικής) ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας και οι τρέχουσες αβεβαιότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το «δημοψήφισμα που δεν έγινε» δεν ήταν το πρώτο. Πριν περίπου 35 χρόνια ένας Παπανδρέου (και
το ΠΑΣΟΚ) «έταζε» δημοψήφισμα για την τότε συζητούμενη επιλογή εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Τρεισήμισι δεκαετίες μετά, ένας Παπανδρέου (και το ΠΑΣΟΚ) επιχειρούσε, με εξαγγελία δημοψηφίσματος, τη διέλευση της χώρας από τις συμπληγάδες της χρεοκοπίας και του (νέου) μνημονίου διάσωσης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη (από την Ευρωζώνη). Ομως, η Γ' Ελληνική Δημοκρατία «δεν σηκώνει» τα δημοψηφίσματα.
Το δημοψήφισμα ήταν η υπεκφυγή, ή η υπεκφυγή ήταν, και παραμένει, η αποφυγή του; Το ερώτημα είναι ανοικτό προς ανάλυση και δημόσια συζήτηση. Ομως, είτε με είτε χωρίς δημοψήφισμα, τα κρίσιμα διλήμματα για τη Γ' Ελληνική Δημοκρατία παραμένουν: Θέλει τη διάσωση από την ανοικτή χρεοκοπία, αλλά δεν θέλει τα μνημόνια; Ούτε ανοικτή συζήτηση-διαπραγμάτευση-δέσμευση σε αυτά; Θέλει τα μνημονιακά δάνεια, αλλά δεν θέλει τις δανειακές συμβάσεις; Ούτε εκτός, ούτε κυρωμένες εντός Βουλής; Θέλει το ευρώ, αλλά δεν θέλει τον «υπαρκτό ευρω-παϊσμό»; Και τους διαχειριστές του;
Η υποδοχή (3 Νοεμβρίου 2011) της ελληνικής πρωτοβουλίας -και του πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας- στο περιθώριο Συνόδου του G20 στις Κάνες, έδειξε ότι, τώρα πια, τα δημοψηφίσματα «δεν τα σηκώνει» ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση, ούτε η Ευρωζώνη. Το επιβεβαιώνει και η μετέπειτα μεθόδευση των προωθούμενων αλλαγών στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως αποφασίσθηκαν στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2011: θα γίνουν, αν γίνουν, μακριά από εθνικά δημοψηφίσματα.
Η «απέχθεια» προς την ελληνική πρωτοβουλία για δημοψήφισμα είναι στους αντίποδες αυτού που πριν από μερικά χρόνια έμοιαζε ευρωπαϊκή «ορθοδοξία»: όλες οι διευρύνσεις της Ε.Ε. του 1994 και σχεδόν όλες (εξαίρεση η Κύπρος) του 2004 έγιναν με διαδικασία εθνικών δημοψηφισμάτων. Αυτό επεκτάθηκε και στις αναθεωρήσεις των Ευρωπαϊκών Συνθηκών έως ότου το γαλλικό και το ολλανδικό «όχι» το 2005, και το ιρλανδικό «όχι» το 2008, έστειλαν τα δημοψηφίσματα στα «ανεπιθύμητα» εργαλεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σε όλα αυτά προσετέθη και η εγχώρια πολιτ(ευτ)ική «σχιζοφρένεια» έναντι του «υπαρκτού ευρω-παϊσμού», η οποία κατέστησε το ελληνικό δημοψήφισμα επιλογή «υψηλού ρίσκου». Αν, δε, ανατρέξει κανείς (οι κεντροευρωπαϊκές ελίτ ανατρέχουν και εκεί) στα περιοδικά ευρήματα του Standard Eurobarometer για τη στάση των Ελλήνων πολιτών έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών (Ε.Ε., Επιτροπή, ΕΚΤ, Ευρωκοινοβούλιο κ.λπ.), των εγχωρίων πολιτικών θεσμών και τη ραγδαία επιδείνωσή της (που επιβεβαιώνεται στο μόλις δημοσιευθέν Standard Eurobarometer 76), παρά το «δημοψήφισμα που δεν έγινε», τα διλήμματα παραμένουν και το «ρίσκο» αυξάνει.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 30/12/2011
Όσο απομακρυνόμεθα, χρονικά, από τις ημέρες (31 Οκτωβρίου - 5 Νοεμβρίου 2011) που αντιμετωπίσθηκε, εγχωρίως και διεθνώς, το ενδεχόμενο ελληνικού δημοψηφίσματος σχετικά με την απόφαση (το ελληνικό σκέλος) στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης την 26η Οκτωβρίου 2011, τόσο θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό ότι στο «δημοψήφισμα που δεν έγινε» συμπυκνώνονται η παθογένεια της (μεταπολιτευτικής) ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας και οι τρέχουσες αβεβαιότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Το «δημοψήφισμα που δεν έγινε» δεν ήταν το πρώτο. Πριν περίπου 35 χρόνια ένας Παπανδρέου (και
το ΠΑΣΟΚ) «έταζε» δημοψήφισμα για την τότε συζητούμενη επιλογή εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Τρεισήμισι δεκαετίες μετά, ένας Παπανδρέου (και το ΠΑΣΟΚ) επιχειρούσε, με εξαγγελία δημοψηφίσματος, τη διέλευση της χώρας από τις συμπληγάδες της χρεοκοπίας και του (νέου) μνημονίου διάσωσης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη (από την Ευρωζώνη). Ομως, η Γ' Ελληνική Δημοκρατία «δεν σηκώνει» τα δημοψηφίσματα.
Το δημοψήφισμα ήταν η υπεκφυγή, ή η υπεκφυγή ήταν, και παραμένει, η αποφυγή του; Το ερώτημα είναι ανοικτό προς ανάλυση και δημόσια συζήτηση. Ομως, είτε με είτε χωρίς δημοψήφισμα, τα κρίσιμα διλήμματα για τη Γ' Ελληνική Δημοκρατία παραμένουν: Θέλει τη διάσωση από την ανοικτή χρεοκοπία, αλλά δεν θέλει τα μνημόνια; Ούτε ανοικτή συζήτηση-διαπραγμάτευση-δέσμευση σε αυτά; Θέλει τα μνημονιακά δάνεια, αλλά δεν θέλει τις δανειακές συμβάσεις; Ούτε εκτός, ούτε κυρωμένες εντός Βουλής; Θέλει το ευρώ, αλλά δεν θέλει τον «υπαρκτό ευρω-παϊσμό»; Και τους διαχειριστές του;
Η υποδοχή (3 Νοεμβρίου 2011) της ελληνικής πρωτοβουλίας -και του πρωθυπουργού της Ελληνικής Δημοκρατίας- στο περιθώριο Συνόδου του G20 στις Κάνες, έδειξε ότι, τώρα πια, τα δημοψηφίσματα «δεν τα σηκώνει» ούτε η Ευρωπαϊκή Ενωση, ούτε η Ευρωζώνη. Το επιβεβαιώνει και η μετέπειτα μεθόδευση των προωθούμενων αλλαγών στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, όπως αποφασίσθηκαν στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής της 8ης-9ης Δεκεμβρίου 2011: θα γίνουν, αν γίνουν, μακριά από εθνικά δημοψηφίσματα.
Η «απέχθεια» προς την ελληνική πρωτοβουλία για δημοψήφισμα είναι στους αντίποδες αυτού που πριν από μερικά χρόνια έμοιαζε ευρωπαϊκή «ορθοδοξία»: όλες οι διευρύνσεις της Ε.Ε. του 1994 και σχεδόν όλες (εξαίρεση η Κύπρος) του 2004 έγιναν με διαδικασία εθνικών δημοψηφισμάτων. Αυτό επεκτάθηκε και στις αναθεωρήσεις των Ευρωπαϊκών Συνθηκών έως ότου το γαλλικό και το ολλανδικό «όχι» το 2005, και το ιρλανδικό «όχι» το 2008, έστειλαν τα δημοψηφίσματα στα «ανεπιθύμητα» εργαλεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σε όλα αυτά προσετέθη και η εγχώρια πολιτ(ευτ)ική «σχιζοφρένεια» έναντι του «υπαρκτού ευρω-παϊσμού», η οποία κατέστησε το ελληνικό δημοψήφισμα επιλογή «υψηλού ρίσκου». Αν, δε, ανατρέξει κανείς (οι κεντροευρωπαϊκές ελίτ ανατρέχουν και εκεί) στα περιοδικά ευρήματα του Standard Eurobarometer για τη στάση των Ελλήνων πολιτών έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών (Ε.Ε., Επιτροπή, ΕΚΤ, Ευρωκοινοβούλιο κ.λπ.), των εγχωρίων πολιτικών θεσμών και τη ραγδαία επιδείνωσή της (που επιβεβαιώνεται στο μόλις δημοσιευθέν Standard Eurobarometer 76), παρά το «δημοψήφισμα που δεν έγινε», τα διλήμματα παραμένουν και το «ρίσκο» αυξάνει.