28 Οκτ. 2011 Η ανάπτυξη της χρεοκοπίας
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 28/10/2011
Η τρέχουσα ελληνική χρεοκοπία θα (επι)βαρύνει τη χώρα επί σειρά ετών, ακριβώς επειδή οικοδομήθηκε επί σειρά ετών. Ούτε προέκυψε το 2009, το 2010, το 2011, ούτε οι γενεσιουργοί αιτίες της είναι κυρίως εξωγενείς. Είναι ενδογενείς και δομικές. Γι' αυτό, άλλωστε, η ανάταξη και η ανόρθωση της χώρας, εάν υπάρξει όταν υπάρξει και για να υπάρξει, είναι υπόθεση δεκαετίας.
Τα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας δηλώνουν ότι πολιτική, οικονομική πολιτική και κοινωνία, με τις ηγεμονεύουσες-πλειοψηφικές επιλογές τους, επί σειρά ετών οικοδομούσαν την τρέχουσα χρεοκοπία. Ακόμη και κατά την πρόσφατη μακρά περίοδο της υποτιθέμενης «ανάπτυξης», από το 1995 έως το 2009, (ανα)παράγοντας κυρίως χρέος, αυτό που κατέστη, και αναγνωρίζεται παγκοσμίως, μη βιώσιμο.
Στην Ελλάδα του 1995-2009 αυξήθηκε το δημόσιο χρέος από 97% σε 127% του ΑΕΠ, το χρέος των νοικοκυριών από 10% σε 62% του ΑΕΠ, το χρέος των επιχειρήσεων από 82% σε 110% του ΑΕΠ. Αυτή η τριπλή αύξηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, δεν θα συνεπαγόταν τη μη βιωσιμότητά του εάν το μεγαλύτερο μέρος του κατευθυνόταν σε επενδύσεις αυξητικές της παραγωγικής δυναμικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Η υπερχρέωση κατευθύνθηκε μεν στην «πραγματική οικονομία», τροφοδότησε δε, κυρίως, την εκτενή καταναλωτική και παρασιτική συνιστώσα της, όχι βιώσιμες επενδύσεις. Την περίοδο 1999-2009 ο μέσος όρος της κατανάλωσης των νοικοκυριών της Ευρωζώνης (αν αφαιρέσει κανείς την Ελλάδα) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 56%. Στην Ελλάδα ήταν επιπλέον 20% έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης, περί το 75%.
Η αυξανόμενη καταναλωτική και παρασιτική υπερχρέωση της χώρας οφείλεται όχι μόνον στο υψηλό ποσοστό των καταναλωτικών δαπανών, συνδέεται και με τον τρόπο «απορρόφησης» των επενδυτικών δαπανών, εθνικών και κοινοτικών (ΚΠΣ, ΕΣΠΑ), και με την ποιότητα της δημόσιας κατανάλωσης. Έτσι, όταν από το 2007 η ελληνική οικονομία άρχιζε να προσθέτει ετησίως 25-30 δισ. ευρώ στο (κυρίως εξωτερικό) δημόσιο χρέος της είχε ήδη πάρει την άγουσα προς τη χρεοκοπία.
Με αυτή τη δυναμική το δημόσιο χρέος (2007: 239 δισ. ευρώ, 2008: 263 δισ. ευρώ, 2009: 300 δισ. ευρώ, 2010: 329 δισ. ευρώ, 2011: 356 δισ. ευρώ) κατέστη μη βιώσιμο, γιατί απουσίαζαν/απουσιάζουν οι προϋποθέσεις ενδογενούς οικονομικής μεγέθυνσης, με παραγωγή εγχώριου προϊόντος στην αγορά «διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών» καθώς η μέχρι πρότινος, υποτιθέμενη, «ανάπτυξη» τροφοδοτούνταν μέσω χρονίων και αυξανομένων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υπερχρέωσης της χώρας.
Αυτός ο μηχανισμός «ανάπτυξης» κατέρρευσε το 2008, όταν παρά τη νέα αύξηση στο δημοσιονομικό έλλειμμα από το 6,5% του ΑΕΠ το 2007 στο 9,8% το 2008, το ΑΕΠ άρχισε να μειώνεται (2008: -0,2%). Το 2009 με έλλειμμα 15,9% το ΑΕΠ μειώθηκε 3,2%, το 2010 με έλλειμμα 10,6% το ΑΕΠ μειώθηκε 3,5%, και έπεται (δυσ)ανάλογη συνέχεια. Το χρεογόνο μοντέλο της εύκολης μεγέθυνσης με ελλείμματα και δανεισμό, παρά την ακόμη πλειοψηφική (κατ' ουσίαν διακομματική) και συγκρουσιακή αναπόλησή του, δεν πρόκειται πια «να ξαναπάρει μπροστά».
Τα θεμελιώδη της ελληνικής οικονομίας δηλώνουν ότι πολιτική, οικονομική πολιτική και κοινωνία, με τις ηγεμονεύουσες-πλειοψηφικές επιλογές τους, επί σειρά ετών οικοδομούσαν την τρέχουσα χρεοκοπία. Ακόμη και κατά την πρόσφατη μακρά περίοδο της υποτιθέμενης «ανάπτυξης», από το 1995 έως το 2009, (ανα)παράγοντας κυρίως χρέος, αυτό που κατέστη, και αναγνωρίζεται παγκοσμίως, μη βιώσιμο.
Στην Ελλάδα του 1995-2009 αυξήθηκε το δημόσιο χρέος από 97% σε 127% του ΑΕΠ, το χρέος των νοικοκυριών από 10% σε 62% του ΑΕΠ, το χρέος των επιχειρήσεων από 82% σε 110% του ΑΕΠ. Αυτή η τριπλή αύξηση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, δεν θα συνεπαγόταν τη μη βιωσιμότητά του εάν το μεγαλύτερο μέρος του κατευθυνόταν σε επενδύσεις αυξητικές της παραγωγικής δυναμικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Η υπερχρέωση κατευθύνθηκε μεν στην «πραγματική οικονομία», τροφοδότησε δε, κυρίως, την εκτενή καταναλωτική και παρασιτική συνιστώσα της, όχι βιώσιμες επενδύσεις. Την περίοδο 1999-2009 ο μέσος όρος της κατανάλωσης των νοικοκυριών της Ευρωζώνης (αν αφαιρέσει κανείς την Ελλάδα) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν περίπου 56%. Στην Ελλάδα ήταν επιπλέον 20% έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης, περί το 75%.
Η αυξανόμενη καταναλωτική και παρασιτική υπερχρέωση της χώρας οφείλεται όχι μόνον στο υψηλό ποσοστό των καταναλωτικών δαπανών, συνδέεται και με τον τρόπο «απορρόφησης» των επενδυτικών δαπανών, εθνικών και κοινοτικών (ΚΠΣ, ΕΣΠΑ), και με την ποιότητα της δημόσιας κατανάλωσης. Έτσι, όταν από το 2007 η ελληνική οικονομία άρχιζε να προσθέτει ετησίως 25-30 δισ. ευρώ στο (κυρίως εξωτερικό) δημόσιο χρέος της είχε ήδη πάρει την άγουσα προς τη χρεοκοπία.
Με αυτή τη δυναμική το δημόσιο χρέος (2007: 239 δισ. ευρώ, 2008: 263 δισ. ευρώ, 2009: 300 δισ. ευρώ, 2010: 329 δισ. ευρώ, 2011: 356 δισ. ευρώ) κατέστη μη βιώσιμο, γιατί απουσίαζαν/απουσιάζουν οι προϋποθέσεις ενδογενούς οικονομικής μεγέθυνσης, με παραγωγή εγχώριου προϊόντος στην αγορά «διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών» καθώς η μέχρι πρότινος, υποτιθέμενη, «ανάπτυξη» τροφοδοτούνταν μέσω χρονίων και αυξανομένων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υπερχρέωσης της χώρας.
Αυτός ο μηχανισμός «ανάπτυξης» κατέρρευσε το 2008, όταν παρά τη νέα αύξηση στο δημοσιονομικό έλλειμμα από το 6,5% του ΑΕΠ το 2007 στο 9,8% το 2008, το ΑΕΠ άρχισε να μειώνεται (2008: -0,2%). Το 2009 με έλλειμμα 15,9% το ΑΕΠ μειώθηκε 3,2%, το 2010 με έλλειμμα 10,6% το ΑΕΠ μειώθηκε 3,5%, και έπεται (δυσ)ανάλογη συνέχεια. Το χρεογόνο μοντέλο της εύκολης μεγέθυνσης με ελλείμματα και δανεισμό, παρά την ακόμη πλειοψηφική (κατ' ουσίαν διακομματική) και συγκρουσιακή αναπόλησή του, δεν πρόκειται πια «να ξαναπάρει μπροστά».