17 Απρ. 2011 Χαμένες μεταξύ βιβλιογραφίας και νομικισμού οι επιχειρησιακές συμβάσεις.
Κυριακατικη Ελευθεροτυπία - Οικονομία, 17 Απριλιου 2011
Οι Ειδικές Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΕΣΣΕ), όπως νομοθετήθηκαν τον Δεκέμβριο 2010, παραμένουν μια εκκρεμότητα, ένα ερώτημα που τίθεται στο τραπέζι με την τριμερή (ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ): «Πού χάθηκαν» και «γιατί δεν λειτουργούν» οι ΕΕΣΣΕ ως μέσο αλλαγών στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαμόρφωσης των μισθών; Η απάντηση είναι ότι αγνοούνται μεταξύ διεθνούς βιβλιογραφίας και ελληνικού νομικισμού. Λόγω απουσίας κατανόησης πώς λειτουργεί, ή δεν λειτουργεί, το ελληνικό σύστημα εργασιακών σχέσεων.
Στη διεθνή βιβλιογραφία είναι από ετών γνωστό ότι με κριτήριο τη δομή των συλλογικών διαπραγματεύσεων (bargaining structures) είτε τα «συγκεντρωτικά» είτε τα «αποκεντρωμένα» συστήματα αποδίδουν καλύτερα ως προς τις οικονομικές επιδόσεις (για εργαζόμενους, επιχειρήσεις, μακροοικονομία), ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και αναγκαίων προσαρμογών. Τα «ενδιάμεσα» και κατακερματισμένα -όπως το ελληνικό- «υστερούν». Επελέγη λοιπόν να πάει η Ελλάδα προς «αποκεντρωμένο» σύστημα διαπραγματεύσεων, βασισμένο στις επιχειρησιακές και μάλιστα τις «ειδικές» συμβάσεις (ΕΕΣΣΕ).
Ομως άλλο η βιβλιογραφία και άλλο η εφαρμοσμένη πολιτική. Το εγχείρημα της επιδιωκόμενης μισθολογικής προσαρμογής στην Ελλάδα μέσω των Ειδικών ΕΣΣΕ, παρά τις θετικές προθέσεις που εδράζονται σε άλλες πρόσφατες ευρωπαϊκές εμπειρίες (π.χ. Γερμανία), πάσχει στην ελληνική διάγνωση και συνταγή, όσον αφορά τόσο τις δομές συλλογικής διαπραγμάτευσης όσον και τις διαπραγματευτικές συμπεριφορές. Διότι σχεδόν ούτε οι απλές -όχι οι «Ειδικές», Επιχειρησιακές ΣΣΕ, κατά το κοινώς λεγόμενο...- «υπάρχουν».
Ας εξηγηθούμε:
*Πρώτον, οι Επιχειρησιακές ΣΣΕ τυπικά νομιμοποιήθηκαν το 1990. Ομως, όπως διαπιστώσαμε σε πρόσφατη (και ακόμη αδημοσίευτη) μελέτη για λογαριασμό του ΟΜΕΔ («Οι Συλλογικές Διαπραγματεύσεις μετά τον Νόμο 1876/90»), ο αριθμός τους αφ' ενός δεν υπερέβαινε ιδιαίτερα αυτόν της περιόδου πριν από την τυπική «νομιμοποίηση» τους, αφ' ετέρου ήταν και παρέμειναν εξαιρετικά ασταθείς και ασυνεχείς, λόγω, κατά κανόνα, συγκρουσιακών εργασιακών σχέσεων και διαρθρωτικών μεταβολών στους κλάδους των επιχειρήσεων (κλείσιμο) που κάλυπταν.
*Δεύτερον, η πλειονότητα των υφιστάμενων Επιχειρησιακών ΣΣΕ δείχνει ότι ούτε αυθύπαρκτες είναι, ούτε αυτοτελείς, καθώς κατά κανόνα ετεροπροσδιορίζονται πολλαπλώς από τις αμοιβές των Κλαδικών και των Ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ. Τα ζητήματα που εν μέσω κρίσης και χρεοκοπίας τίθενται, όπως η ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, η διατήρηση θέσεων εργασίας, η βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας κ.ο.κ., μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις ετίθεντο σε αυτές.
*Τρίτον, η ανάγκη συλλογικής εκπροσώπησης στην επιχείρηση, με τη σύσταση και λειτουργία επιχειρησιακού σωματείου, προσκρούει στην εδραιωμένη πρωτοκαθεδρία θεσπισμένων και αθέσπιστων μηχανισμών αποτροπής. Η σύστασή τους ήταν κοινωνικά επίπονη και γραφειοκρατική διαδικασία, ακόμη και στην τυπική συστατική διαδικασία. Αιτία, η συγκρουσιακή προδιάθεση βάσει της παρεξήγησης πως «ό,τι κινείται (μπορεί να) είναι κόκκινο» (όπου το «κόκκινο» είναι συνώνυμο του μεταπολεμικού «κακού»).
Τώρα, εν μέσω κρίσης, για να καταστεί η ΕΕΣΣΕ ένα εργαλείο, μεταξύ άλλων, για τη στήριξη θέσεων εργασίας και τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων, απαιτείται στροφή, από θεσμούς και καταστάσεις χαμηλής εμπιστοσύνης, σε θεσμούς και συμπεριφορές υψηλής εμπιστοσύνης. Γι' αυτό η υφιστάμενη διάγνωση, συνταγή και προδιάθεση για τις ΕΕΣΣΕ χρήζουν αναθεώρησης και εμπλουτισμού. Κι αυτό δεν είναι μόνον ή κυρίως νομοθετικό ζήτημα.
Κυριακατικη Ελευθεροτυπία - Οικονομία, 17 Απριλιου 2011
Οι Ειδικές Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΕΣΣΕ), όπως νομοθετήθηκαν τον Δεκέμβριο 2010, παραμένουν μια εκκρεμότητα, ένα ερώτημα που τίθεται στο τραπέζι με την τριμερή (ΔΝΤ-Ε.Ε.-ΕΚΤ): «Πού χάθηκαν» και «γιατί δεν λειτουργούν» οι ΕΕΣΣΕ ως μέσο αλλαγών στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαμόρφωσης των μισθών; Η απάντηση είναι ότι αγνοούνται μεταξύ διεθνούς βιβλιογραφίας και ελληνικού νομικισμού. Λόγω απουσίας κατανόησης πώς λειτουργεί, ή δεν λειτουργεί, το ελληνικό σύστημα εργασιακών σχέσεων.
Στη διεθνή βιβλιογραφία είναι από ετών γνωστό ότι με κριτήριο τη δομή των συλλογικών διαπραγματεύσεων (bargaining structures) είτε τα «συγκεντρωτικά» είτε τα «αποκεντρωμένα» συστήματα αποδίδουν καλύτερα ως προς τις οικονομικές επιδόσεις (για εργαζόμενους, επιχειρήσεις, μακροοικονομία), ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και αναγκαίων προσαρμογών. Τα «ενδιάμεσα» και κατακερματισμένα -όπως το ελληνικό- «υστερούν». Επελέγη λοιπόν να πάει η Ελλάδα προς «αποκεντρωμένο» σύστημα διαπραγματεύσεων, βασισμένο στις επιχειρησιακές και μάλιστα τις «ειδικές» συμβάσεις (ΕΕΣΣΕ).
Ομως άλλο η βιβλιογραφία και άλλο η εφαρμοσμένη πολιτική. Το εγχείρημα της επιδιωκόμενης μισθολογικής προσαρμογής στην Ελλάδα μέσω των Ειδικών ΕΣΣΕ, παρά τις θετικές προθέσεις που εδράζονται σε άλλες πρόσφατες ευρωπαϊκές εμπειρίες (π.χ. Γερμανία), πάσχει στην ελληνική διάγνωση και συνταγή, όσον αφορά τόσο τις δομές συλλογικής διαπραγμάτευσης όσον και τις διαπραγματευτικές συμπεριφορές. Διότι σχεδόν ούτε οι απλές -όχι οι «Ειδικές», Επιχειρησιακές ΣΣΕ, κατά το κοινώς λεγόμενο...- «υπάρχουν».
Ας εξηγηθούμε:
*Πρώτον, οι Επιχειρησιακές ΣΣΕ τυπικά νομιμοποιήθηκαν το 1990. Ομως, όπως διαπιστώσαμε σε πρόσφατη (και ακόμη αδημοσίευτη) μελέτη για λογαριασμό του ΟΜΕΔ («Οι Συλλογικές Διαπραγματεύσεις μετά τον Νόμο 1876/90»), ο αριθμός τους αφ' ενός δεν υπερέβαινε ιδιαίτερα αυτόν της περιόδου πριν από την τυπική «νομιμοποίηση» τους, αφ' ετέρου ήταν και παρέμειναν εξαιρετικά ασταθείς και ασυνεχείς, λόγω, κατά κανόνα, συγκρουσιακών εργασιακών σχέσεων και διαρθρωτικών μεταβολών στους κλάδους των επιχειρήσεων (κλείσιμο) που κάλυπταν.
*Δεύτερον, η πλειονότητα των υφιστάμενων Επιχειρησιακών ΣΣΕ δείχνει ότι ούτε αυθύπαρκτες είναι, ούτε αυτοτελείς, καθώς κατά κανόνα ετεροπροσδιορίζονται πολλαπλώς από τις αμοιβές των Κλαδικών και των Ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ. Τα ζητήματα που εν μέσω κρίσης και χρεοκοπίας τίθενται, όπως η ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις συνθήκες της αγοράς, η διατήρηση θέσεων εργασίας, η βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας κ.ο.κ., μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις ετίθεντο σε αυτές.
*Τρίτον, η ανάγκη συλλογικής εκπροσώπησης στην επιχείρηση, με τη σύσταση και λειτουργία επιχειρησιακού σωματείου, προσκρούει στην εδραιωμένη πρωτοκαθεδρία θεσπισμένων και αθέσπιστων μηχανισμών αποτροπής. Η σύστασή τους ήταν κοινωνικά επίπονη και γραφειοκρατική διαδικασία, ακόμη και στην τυπική συστατική διαδικασία. Αιτία, η συγκρουσιακή προδιάθεση βάσει της παρεξήγησης πως «ό,τι κινείται (μπορεί να) είναι κόκκινο» (όπου το «κόκκινο» είναι συνώνυμο του μεταπολεμικού «κακού»).
Τώρα, εν μέσω κρίσης, για να καταστεί η ΕΕΣΣΕ ένα εργαλείο, μεταξύ άλλων, για τη στήριξη θέσεων εργασίας και τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων, απαιτείται στροφή, από θεσμούς και καταστάσεις χαμηλής εμπιστοσύνης, σε θεσμούς και συμπεριφορές υψηλής εμπιστοσύνης. Γι' αυτό η υφιστάμενη διάγνωση, συνταγή και προδιάθεση για τις ΕΕΣΣΕ χρήζουν αναθεώρησης και εμπλουτισμού. Κι αυτό δεν είναι μόνον ή κυρίως νομοθετικό ζήτημα.