Χρήστος Α. Ιωάννου, Η Πολιτική Μισθών και η Οικονομική Κρίση στο "Ο Χαρακτήρας και οι Εκφάνσεις της Διεθνούς Οικονομικής Κρίσης: Οι Εθνικές Διαστάσεις - Οι Επιπτώσεις στις Επιχειρήσεις και τους Εργαζομένους", σελ. 96-99, 11 Δεκεμβρίου 2009, Ευρωπαϊκό Συνέδριο ΟΜΕΔ, Κέντρο Πολιτισμού "Ελληνικός Κόσμος", Αθήνα.
H κρίση προσφέρεται για να συζητήσουμε πάρα πολλά πράγματα. Ένα κρίσιμο που μας αφορά άμεσα, από διάφορες πλευρές, από όσα ακούστηκαν το πρωί, είναι το θέμα των κατώτατων μισθών. Το είδαμε πρώτον από αυτά που μας παρουσίασε ο Ζακ Φρεσινέ στους πίνακες εκείνους που είχε Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία και Ηνωμένο Βασίλειο και την ανισότητα των μισθών. Και την αναφορά του τη συγκριτική, το ρόλο γιατί ήταν η ανισότητα μικρότερη στη Γαλλία, σε σχέση με τις άλλες χώρες, λόγω του κατώτατου μισθού εκεί.
Τώρα, μέσα στην κρίση, ακούμε συχνά και για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες, ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί, να γίνουν πιο ευέλικτοι οι κατώτατοι μισθοί κλπ.
Τα στοιχεία του Ζακ Φρεσινέ φτάνανε μέχρι το 2005. Αν είχαμε τα στοιχεία μέχρι το 2008, 2009, πριν την κρίση το 2008, και αν παίρναμε και τα γεγονότα όπως ακολούθησαν, θα βλέπαμε, θα πρέπει να παίρναμε υπόψη μας ότι και χώρες που δεν είχαν κατώτατους μισθούς πήγανε και υιοθετήσανε κατώτατους μισθούς.
Αναφέρομαι, για παράδειγμα, εκεί στον πίνακα στη Γερμανία. Συμφωνήσανε εργοδότες και συνδικάτα και συντηρητική Κυβέρνηση ότι, λόγω των μεταναστών, της άτυπης εργασίας, ευελιξίας κλπ. χρειάζεται και εισαγάγανε κατώτατους μισθούς, σε κλάδους που δεν είχαν κατώτατους μισθούς όπως π.χ. στις κατασκευές.
Το ίδιο συνέβη ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, προ της εκλογής του Ομπάμα. Οικονομολόγοι μεγάλοι, διάσημοι, νομπελίστες κλπ. δημιούργησαν κίνημα υπεράσπισης και αύξησης των κατώτατων μισθών, αυτών που υπάρχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι οποίοι ήταν επί σειρά ετών στάσιμοι. Και το πέτυχαν.
Ακόμη και σε χώρες που δεν έχουν θεσμικά κατώτατους μισθούς, Σουηδία π.χ., που αντιμετωπίσανε προβλήματα με αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για εργάτες από τη Βαλτική, πρόσφατα, εργοδότες και συντηρητική Κυβέρνηση και συνδικάτα, συζητάνε αυτό τον καιρό, νομοθετούνε, για να υιοθετήσει η Κυβέρνηση, να γίνει νόμος, να έχουν κατώτατους μισθούς.
Η υποστήριξη των κατώτατων μισθών μέσα στην κρίση είναι η λύση του προβλήματος και όχι το πρόβλημα. Μας το έχει πει ο Κέυνς με ολόκληρο κεφάλαιο στη Γενική Θεωρία του, όταν «βγήκε νικητής» από τη σύγκρουση τη θεωρητική και την πολιτική με το Υπουργείο Οικονομικών, για την αντιμετώπιση της προηγούμενης μεγάλης κρίσης. Τώρα, τι μας αφορά εμάς όλο αυτό. Είναι ακριβώς το θέμα που μας αφορά και σαν ΟΜΕΔ, και αφορά και εσάς τους κοινωνικούς εταίρους, συνομιλητές όπως θέλετε πείτε το, σε αυτή την κρίση και τη διαπραγμάτευση.
Είναι το θέμα που ετέθη, τι θα γίνει τώρα με την Εθνική Γενική ΣΣΕ. Και είναι το θέμα που τίθεται πολλές φορές όταν κοιτάμε τα νούμερα ακόμα και σε εκθέσεις της Γ.Σ.Ε.Ε., όπου γίνεται συζήτηση με βάση ένα δείκτη, μια στατιστική σύγκριση που θεωρείται ότι δείχνει την ανισότητα των μισθών. Ποια είναι η σχέση του μέσου μισθού με τον κατώτατο μισθό.
Και εμείς ως Μεσολάβηση και Διαιτησία έχουμε ένα πρόβλημα το οποίο πρέπει να το κατανοήσουμε, να το αναγνωρίσουμε και πρέπει να το λύσουμε. Ιδιαίτερα τώρα στην κρίση, δεν πρέπει «να κάψουμε», να καταργήσουμε τον κατώτατο μισθό, πρέπει να τον στηρίξουμε. Αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουμε και μια στρέβλωση, στην οποία συμμετέχουμε σε ένα βαθμό και εμείς σαν ΟΜΕΔ ή σαν Μεσολαβητές Διαιτητές που διαμορφώνουν την μισθολογική διάρθρωση και την εξέλιξη των μισθών μεταξύ κλάδων, επαγγελμάτων ειδικοτήτων, επιχειρήσεων.
Ποια είναι αυτή η στρέβλωση; Όταν συμφωνείς μια αύξηση ας πούμε 10% για να είναι καθαρό στο μισθό των 700,00 € δεν σημαίνει ότι είναι ορθολογικά, κοινωνικά δίκαιο κλπ. αυτή η ίδια αύξηση, η αύξηση του 10% «να περάσει» και στο μισθό των 2.100 €. Ωστόσο είναι ένα φαινόμενο που, σε μεγάλο βαθμό, συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στο σύστημα των διαπραγματεύσεων, στην Ελλάδα. Κι ακόμη περισσότερο γίνεται στρέβλωση όταν το ποσοστό αύξησης της ΕΓΣΣΕ δεν μεταφέρεται αυτούσιο ως ποσοστό αύξησης σε υψηλότερους κλαδικούς, επαγγελματικούς, επιχειρησιακούς μισθούς αλλά και αυτό το ποσοστό αύξησης προσαυξάνεται περαιτέρω.
Για αυτούς που το κάνουν ελεύθερα συνάπτοντας οικειοθελώς ΣΣΕ, δικαίωμά τους, ανεξαρτήτως του εάν έχουν ή δεν έχουν αίσθηση του τι μισθούς διαπραγματεύονται, και το τι μισθολογικό κόστος και το τι μισθολογική διάρθρωση διαμορφώνουν. Για εμάς όμως που παρεμβαίνουμε στην διαμόρφωση των μισθών ως «τρίτο μέρος» είναι ένα θέμα. Αυτό το φαινόμενο, αυτή η συμπεριφορά, παράγει ένα στατιστικό παράδοξο, που το βλέπουμε στις συγκρίσεις που κοιτάμε τα στοιχεία της διάρθρωσης των μισθών και εμφανίζεται ως σημείο κριτικής το ότι «μα ανοίγει, διευρύνεται η σχέση του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ από το μέσο καταβαλλόμενο μισθό στην οικονομία».
Μα και βέβαια «ανοίγει», γίνεται δηλαδή περισσότερο άνιση, η σχέση του κατώτατου μισθού με τον μέσο μισθό, διότι αν «δίνεις» στον κατώτατο μισθό μια αύξηση Χ%, π.χ. 10% όπως προανέφερα για παράδειγμα, και την «δίνεις», ως αύξηση Χ% εν προκειμένω 10% και σε όλους τους άλλους μισθούς κλάδων, επαγγελμάτων επιχειρήσεων, φυσικό είναι να «ανοίγει» η σχέση και η ψαλίδα θα ανοίγει, και η «ανισότητα» μεταξύ κατώτατου μισθού και μέσου καταβαλλόμενου μισθού θα διευρύνεται.
Πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει συναίσθηση και αίσθηση του τι ακριβώς γίνεται με την μισθολογική διάρθρωση. Η σχέση κατώτατου και μέσου μισθού μπορεί να κυμαίνεται, να αυξάνεται ή να μειώνεται ανάλογα με διαφόρους παράγοντες, π.χ. παραγωγικότητα, κλάδος, συνθήκες στην αγορά εργασίας, διαπραγματευτική ισχύ, αλλά λαμβανομένων όλων αυτών υπόψη ένα «τρίτο μέρος» ο Μεσολαβητής και κυρίως ο Διαιτητής, όπως και τα μέρη της διαπραγμάτευσης πρέπει να έχουν αίσθηση και αυτής της πλευράς σε σχέση με την μεταφορά του ποσοστού των αυξήσεων, προσαυξημένου –που είναι ο κανόνας- ή αυτούσιου, που αφορούν τον κατώτατο μισθό στους λοιπούς κλαδικούς, επαγγελματικούς, επιχειρησιακούς μισθούς.
Σε αυτήν εδώ την κρίση, επειδή είναι μία βαθειά και ιστορική κρίση, αυτό το θέμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί καθαρά, ρητά. Δεν είναι κάτι πρωτότυπο και δεν θα το ανακαλύψετε για πρώτη φορά αν, εσείς οι κοινωνικοί εταίροι και οι πρωτογενώς διαπραγματευόμενοι για τους μισθούς, το κάνετε. Είναι αυτά που λέω ερώτηση αλλά και «Πρόταση Μεσολαβητή» όπως λέμε στην διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αλλά είναι και ερώτηση και πρόταση προς τους κοινωνικούς εταίρους αυτή η τοποθέτηση που κάνω.
Σε άλλα ανεπτυγμένα συστήματα συλλογικών διαπραγματεύσεων τα ζητήματα αυτά είναι λυμένα. Δεν μιλώ για την Σκανδιναβία και την κεντρική Ευρώπη. Αλλά και για την Νότια Ευρώπη. Αν το κάνετε για παράδειγμα, όπως το κάνουν οι Ισπανοί, δηλαδή η Κομισιόνες Ομπρέρας και UGT και οι εργοδότες και αυτοί από τις μεγάλες επιχειρήσεις και αυτοί από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κάνουν συλλογική σύμβαση, εθνική συμφωνία, και λένε, δίνοντας κατευθύνσεις στα μέλη τους «αυτά τα ποσοστά αυξήσεων για τους κατώτατους και κάτι άλλο λιγότερη αύξηση για τους ανώτερους μισθούς». Το λένε ρητά. Δεν δεσμεύουν νομικά τα μέλη τους, αλλά το λένε ρητά, καθαρά, δεν το αφήνουν στον αέρα ασαφές, και έχουν αποτελέσματα με τον συντονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτό είναι κρίσιμο σε περίοδο ανάπτυξης και κρισιμότερο σε περίοδο οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Θα πρότεινα λοιπόν οι κοινωνικοί εταίροι να το εξετάσουν και αν θέλουν να μπορούν να το πούνε κι εδώ για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, προβλέποντας και ρυθμίζοντας πράγματα.
Ή για να συνεχίσω την πρότασή μου να κάνουν οι κοινωνικοί εταίροι / ανταγωνιστές της Ελλάδας αυτό που ήδη κάνουν οι Ιταλοί, συνδικάτα και εργοδοτικές ενώσεις σε εθνικό επίπεδο. Εμείς εδώ συζητάμε ακόμα, με βάση ποιον πληθωρισμό θα συζητήσουμε για τις αυξήσεις. Πρακτικά μιλάω, από εμπειρίες που έχουμε κάθε μέρα. Οι Ιταλοί, προ μηνών και προ ημερών, εκάθησαν και συμφωνήσανε με βάση ποιον πληθωρισμό, ποιον δείκτη πληθωρισμού θα συζητάνε για τις αυξήσεις των κατώτατων μισθών. Τον ευρωπαϊκό, τον εθνικό, τον εναρμονισμένο εθνικό; Και κατέληξαν στο ότι για λόγους ανταγωνιστικότητας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον πληθωρισμό της ευρωζώνης στην οποία ανήκουν και ανταγωνίζονται. Είναι μία διευθέτηση για να μην υπάρχει μικρό ή μεγάλο χάος, αλλά και μία διευθέτηση που δημιουργεί ευκαιρίες για ευελιξία σε επίπεδο κλάδων, περιοχών επιχειρήσεων κλπ. .
Αυτά είναι θέματα που θα έπρεπε να είχαν συζητηθεί, κατανοηθεί και λυθεί από ετών και δεν μπορεί να τα επιβάλει κανείς, αν και ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί σε ένα σύστημα διαπραγματεύσεων και διαμόρφωσης των μισθών που είναι κατ’ εξοχήν «νομικοδιοικητικό» και ως τέτοιο ρυθμίζει τα κατ’ εξοχήν οικονομικοκοινωνικά ζητήματα της διαμόρφωσης των μισθών. Και να μην μείνουμε στο στοιχειώδες, τουλάχιστον για την υποστήριξη των κατώτατων μισθών στην κρίση, σε αυτή την κρίση που αφορά από ότι φαίνεται και το σύστημα διαμόρφωσης των μισθών και εμάς ως «τρίτο μέρος». Και αυτό είναι ένα μικρό θέμα της τρέχουσας κρίσης.
Για να τελειώσω εδώ επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι το μεγαλύτερο θέμα είναι ότι αυτοί οι κατώτατοι μισθοί, όποιοι είναι και όσοι είναι, και όσο θα γίνουν, για να υποστηριχθούν τα επόμενα χρόνια, πρέπει εμείς να απαντήσουμε σε ένα μεγάλο ερώτημα. Για το "τι παράγουμε". Και αυτή είναι η ουσία του κοινωνικού διαλόγου που θα έπρεπε και πρέπει να γίνει, ώστε να μπορούν να καταβάλλονται κατώτατοι μισθοί και υψηλότεροι κλαδικοί, επαγγελματικοί και επιχειρησιακοί μισθοί. Και τα άλλα θέματα που ανέφερα θα ήταν και είναι ήσσονος σημασίας, που θα έπρεπε να είχαν λυθεί πριν την κρίση.