17 Ιαν. 2010 Όνειρο απατηλό έμειναν οι ευρωπαϊκοί μισθοί για τους ¨Ελληνες
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία- Οικονομία- Αναλύσεις, Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010
Ο νέος κύκλος συλλογικών διαπραγματεύσεων για την αμοιβή των μισθωτών, με προεξάρχουσα τη διαπραγμάτευση για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, θα εξελιχθεί σε ένα διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον: αρνητικής οικονομικής μεγέθυνσης έναντι του μέσου ετήσιου +4% της περιόδου 2000-2008, απασχόλησης όχι πλέον αυξανόμενης αλλά μειούμενης, πληθωρισμού περί το 2%, αλλά όχι μηδενικού, έναντι του μέσου ετήσιου +3,4% της περιόδου 2000-2008.
Στις αρχές της δεκαετίας με την είσοδό μας στην ευρωζώνη τα αιτήματα της διαπραγμάτευσης είχαν «εμπλουτισθεί» με το επιχείρημα της «σύγκλισης στους μισθούς» της Ενωσης. Δέκα χρόνια μετά, με αυξήσεις που δεν ήταν ούτε οι χαμηλότερες ούτε οι υψηλότερες στις 20 από τις 27 χώρες της Ενωσης που έχουν κατώτατο μισθό, η Ελλάδα παρέμεινε στη «μεσαία ταχύτητα» κατώτατων μισθών (με Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα, Σλοβενία, Πολωνία).
Ο ελληνικός κατώτατος μισθός των 450,90 ευρώ τον Ιανουάριο 2000 διαμορφώθηκε σε 701,01 ευρώ τον Δεκέμβριο 2008 και 739,56 ευρώ τον Δεκέμβριο 2009. Οι βάσει της ΕΓΣΣΕ ποσοστιαίες αυξήσεις του ήταν, κατά κανόνα, οδηγός για μεγαλύτερες αυξήσεις στις σχεδόν 100 κλαδικές και σχεδόν 90 ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ που «έπονται» στον κύκλο των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, ο μέσος μισθός τον Δεκέμβριο 2008 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία ΙΚΑ) ήταν 1.350 ευρώ (1.459 ευρώ των ανδρών, 1.208 ευρώ των γυναικών) και το 50% των ασφαλισμένων μισθωτών κέρδιζε λιγότερο από 1.090 ευρώ τον μήνα.
Οι μισθοί του ελληνικού ιδιωτικού τομέα δείχνουν ότι η «απλοϊκή» λογική της «σύγκλισης των μισθών» δεν ευοδώθηκε. Οι διευρωπαϊκές ανισότητες κατώτατων και μέσων μισθών, εκτός από εθνικές, κλαδικές κ.λπ. διαφορές στα συστήματα διαμόρφωσης των μισθών, εμπεριέχουν και διαφορές επιπέδου τιμών, παραγωγικότητας και καταμερισμού της κοινωνικής παραγωγής. Π.χ. η ανισότητα 1 προς 13 μεταξύ χαμηλότερου και υψηλότερου ονομαστικού κατώτατου μισθού στην Ενωση, με τη σύγκριση σε «ισότιμα αγοραστικής δύναμης» μειώνεται στο 1 προς 6.
Η συλλογική διαπραγμάτευση για τους μισθούς αφορά τη διανομή του προϊόντος /εισοδήματος. Πριν απ' την κρίση, μία ουσιαστική πλευρά της διανομής στην Ελλάδα είναι η συγκριτική «φτώχεια» των μισθών που επιτείνεται από τη χρόνια ελλειμματικότητα του ψευδεπίγραφου «κοινωνικού μισθού» για τα δημόσια αγαθά «δημόσιας δωρεάν παιδείας, υγείας» κ.λπ. Τον ελληνικό οικογενειακό προϋπολογισμό των 1.000-2.000 ευρώ βαρύνουν υπέρμετρα, περισσότερο κάθε άλλης χώρας, οι ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης (φροντιστήρια, «ιδιαίτερα», φοιτητική δαπάνη) για κάθε βαθμίδα της, και, συνεπώς, σε κάθε στάδιο του εργασιακού βίου των μισθωτών.
Ως αποτέλεσμα ο διαθέσιμος μισθός γίνεται «φτωχότερος», ο μισθωτός παρωθείται στην υπερωρία, στη δεύτερη, και συχνά «αδήλωτη», εργασία, κ.ο.κ. Οι δε μισθοί «φτωχαίνουν» περαιτέρω από την ανάγκη για ιδιωτικές δαπάνες υγείας, για εξόφληση του στεγαστικού σε μια υπερτιμημένη αγορά κατοικίας, κ.ο.κ. Τώρα εν μέσω κρίσης χρειάζεται συζήτηση- διαπραγμάτευση και για αυτήν την πλευρά της διανομής αλλά και για την παραγωγή - για τι και πώς παράγει η χώρα στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας.