Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Αναλύσεις : Το «θαύμα» της δημοσιονομικής προσαρμογής

9  Ιαν. 2010 Το «θαύμα» της δημοσιονομικής προσαρμογής 

Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 9/1/2010

Για την (αναγκαία) δημοσιονομική προσαρμογή και το υπό διαπραγμάτευση Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης μείζον δεν είναι το εάν η επιδιωκόμενη προσαρμογή-μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 12,7% στο κατά τι μικρότερο του 3% θα είναι 3ετούς ή 4ετούς διάρκειας. Μείζον είναι το ύψος της μείωσης, 10% του ΑΕΠ ήτοι πλέον των 25 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές, ανεξαρτήτως εάν πραγματοποιηθεί έως το 2012 ή το 2013.

Πάλι «θαύμα» θα είναι αν η προσαρμογή επιτευχθεί το 2013. Για δύο λόγους: Πρώτον, διότι η προσαρμογή θα επιχειρηθεί σε περίοδο ύφεσης (2010) και ισχνής ανάπτυξης, εάν και όταν αυτή έρθει/επιτευχθεί το 2011 ή, έστω, το 2012. Δεύτερον, διότι σύμφωνα με τα στοιχεία Ευρωπαϊκής Επιτροπής, EcoFin, ΕΚΤ κ.λπ., η Ελλάδα από το 2000 και με την είσοδό της στην ευρωζώνη σχεδόν ποτέ δεν «πέτυχε» έλλειμμα μικρότερο του 3%.

Με μοναδική εξαίρεση το 2006 όταν άγγιξε το 2,9% για να εξέλθει της «διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος» με «έκτακτα μέτρα» (και ολίγη «δημιουργική λογιστική»). Τα λοιπά έτη η Ελλάδα «έχανε» τον στόχο για έλλειμμα κατώτερο του 3% υπερβαίνοντάς τον κατά μέσο όρο 2% ετησίως. Ήτοι «ιστορικό» και «τάση» δεν περιλαμβάνουν επιτυχείς εκδοχές δημοσιονομικής προσαρμογής, τα δε Προγράμματα Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το Δεκέμβριο 2000 μέχρι πρόσφατα ήταν απλώς «ασκήσεις επί χάρτου».

Κρίσιμο για την «αξιοπιστία» του ΠΣΑ είναι ότι τόσο τη (χαμένη) δεκαετία του 2000 όσο και την προηγουμένη δεκαετία, και την περίοδο συζήτησης-σχεδιασμού της ΟΝΕ από το 1988, η Ελλάδα δεν είχε δημοσιονομικό έλλειμμα μικρότερο του 3%. Τα διψήφια ποσοστά του 1988-1993 έγιναν μονοψήφια (στο 6%) το 1997 και για την ανάγκη της εισόδου στην ΟΝΕ πλησίασε το 1999 στο -3,1%. Μειώσεις που ήρθαν σε συνθήκες οικονομικής μεγέθυνσης.

Εξίσου κρίσιμο για τους πολίτες και τους (κυρίως διεθνείς) δανειστές είναι ότι η ετήσια διαμόρφωση του δημόσιου ελλείμματος, και το μέγεθος της (αναγκαίας) δημοσιονομικής προσαρμογής υπερκαθορίζεται από τους τόκους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Η δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 1994-1999 που έφερε το έλλειμμα από -11,9% το 1993 σε -3,1% το 1999, ώστε να γίνει η Ελλάδα δεκτή στην ΟΝΕ, βασίστηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4% ετησίως.

Όμως μετά την είσοδο στην ευρωζώνη, παρά το ύψος του δημόσιου χρέους και παρά τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, τα πρωτογενή πλεονάσματα κατ’ ουσίαν εξαφανίζονται. Τώρα σε συνθήκες ύφεσης, ύστερα από μία χαμένη δεκαετία, η διαχείριση της εγχώριας πολυσχιδούς κρατι(κομματι)κής «φούσκας» που επιβίωσε στην πορεία σύγκλισης στην ΟΝΕ, «ξαναθεριεύοντας» με την είσοδο σε αυτήν ως «λύση» στη «σμπαραλιασμένη» ανταγωνιστικότητα, γίνεται πολιτικός γόρδιος για τη βιώσιμη δημοσιονομική προσαρμογή.