25 Ιουλ 2009 Το «εφάπαξ» της Μεταπολίτευσης
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 25-7-2009
Η συμπλήρωση 35ετίας από την Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974, συμβολίζει έναν πολιτικό-οικονομικό «κύκλο» πλούσιο σε εξελίξεις, μεταλλάξεις, αλλαγές, μεγέθυνση και ανάπτυξη, σε (μακρύ) χρόνο ανάλογο με όσον μεσολάβησε από την ιταλική εισβολή το 1940 στη Μεταπολίτευση. Που λόγω 35ετίας χρήζει πλέον συνταξιοδότησης, αν και εάν γνωρίζαμε το ακριβό «εφάπαξ» που τώρα προκαλεί, θα ήταν προτιμότερη η από ετών πρόωρη (αναπηρική) συνταξιοδότησή της.
Το «εφάπαξ» της Μεταπολίτευσης συμπυκνώνεται στο δημόσιο χρέος που κληροδοτεί, σε ύψος και σε ρυθμούς αύξησής του, πριν ακόμη η οικονομία εισέλθει σε (λιγότερο ή περισσότερο βαθιά) ύφεση. Υστερα από 35 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, με μακροχρόνιες περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης, το δημόσιο χρέος φθάνει το 2010 ή το 2011 στο 120% του ΑΕΠ, με ανεξέλεγκτες δυναμικές που το διέπουν, με δυσοίωνη δομή και ανάλογο οικονομικό περιβάλλον τα επόμενα έτη.
Στην Γ΄ Δημοκρατία που τυπικά / θεσμικά έχει χαρακτηριστικά που «μειώνουν» το δημόσιο χρέος, οι επιδόσεις του πολιτ(ευτ)ικού συστήματος σχεδόν καταργούν όλες τις επιστημονικά/εμπειρικά διαπιστωμένες σχέσεις μεταξύ ύψους και ρυθμού μεταβολής του δημόσιου χρέους με α) μονοκομματικές vs. συμμαχικές κυβερνήσεις, β) λιγότερο vs. περισσότερο αναλογικά εκλογικά συστήματα, γ) συγκεντρωτική vs. αποκεντρωμένη διαχείριση του δημόσιου προϋπολογισμού.
Παράγεται σισύφειο δημόσιο χρέος, μειούμενο ως ποσοστό μέσω λογιστικών αναθεωρήσεων του ΑΕΠ, συγκρατούμενο μέσω πωλήσεων δημόσιας περιουσίας. Που αποτελεί, πλέον, (αντι)παραγωγικό και κοινωνικό βάρος, το οποίο δηλώνει και πρόβλημα δημοκρατίας. Συμπεριλαμβανόμενο σε αυτό που ο Ηπειρώτης πρώτος πολίτης της χώρας είχε, στην περυσινή επέτειο, χαρακτηρίσει «διαχρονικές παθογένειες που όχι άδικα θεωρούνται από τους πολίτες ως βαθιά κρίση του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος και τελικά ως κρίση της δημοκρατίας».
Επιτομή του ακριβού «εφάπαξ» είναι ότι το δημόσιο δανείζεται πλέον όχι για να καλύπτει δημόσιες επενδύσεις αλλά για να πληρώνει μισθούς / καταναλωτικές δαπάνες, όχι για να μειώνει το κόστος του χρέους / να αυξάνει την διάρκειά του, αλλά δανείζεται ακριβότερα και συντομότερα, όχι για να διατηρήσει/ενισχύσει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας αλλά για να διογκώσει, στα πλαίσια του πολιτ(ευτ)ικού-εκλογικού κύκλου, την «κρατικομματική φούσκα».
Μέσω του δημόσιου χρέους επιχειρείται η αποφυγή της (πάλι επίκαιρης) αντίθεσης που (το 1912) ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνόψισε ως θεμελιώδες ζήτημα του 1909: «Προ της επαναστάσεως, οι έχοντες σχέσιν με την στήλην των εξόδων (δηλ. οι τρόφιμοι) του προϋπολογισμού διηύθυνον κυρίως την Ελλάδα. Ήδη αι τύχαι αυτής διευθύνονται κυρίως παρ’ εκείνων οίτινες τροφοδοτούν την στήλην των εσόδων του προϋπολογισμού».
Τώρα η μείωση του δημόσιου χρέους θέλει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού, συγκράτηση αντιαναπτυξιακών δαπανών. Όμως ακόμη και τώρα, που όλα «πάνε ανάποδα», εντείνεται η αναζήτηση «τροφίμων» του προϋπολογισμού, ανεβάζοντας το κόστος του «εφάπαξ».