Aυξάνεται το μη μισθολογικό κόστος στην Eλλάδα
Στόχος, η συγκράτηση και η μείωσή του χωρίς να θιγούν οι ήδη χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων
Συνέντευξη στην Xρ. Kοψίνη,
Καθημερινή, Ημερομηνία δημοσίευσης 18 Σεπτεμβρίου 2003,
Ποιο είναι το μη μισθολογικό κόστος στην Eλλάδα και πόσο επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων; Yπάρχουν περιθώρια μείωσής του;
Aναζητώντας απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, ζητήσαμε τη γνώμη του κ. Χρήστου Α. Ιωάννου, Οικονομολόγου (Ph.D), Ειδικού Εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέλους του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων και μέλους του Σώματος Μεσολαβητών Διαιτητών ΟΜΕΔ.
— Ποια η κατάσταση όσον αφορά το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας στην Ελλάδα;
— Το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας στην Ελλάδα είναι συγκριτικά υψηλό και αυξάνεται συνεχώς τη δεκαετία του 1990. Η Ελλάδα έχει τα πλέον πρόσφατα συγκριτικά στοιχεία για την Ε.Ε., είναι του 2000, το τρίτο υψηλότερο μερίδιο μη μισθολογικού κόστους της εργασίας στο συνολικό εργατικό κόστος ( 25,5% έναντι 21,5% του μέσου όρου), ακολουθώντας τη Σουηδία (29,6%) και τη Γαλλία (27,7%). Σημειωτέον ότι και μετά το 2000 συνεχίζει να αυξάνεται. Πρόσφατο παράδειγμα η περαιτέρω, και αναδρομική, αύξηση των εισφορών υπέρ της Εργατικής Εστίας.
— Από πού προκύπτει η ανάγκη μείωσης των εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων;
— Το μη μισθολογικό κόστος επηρεάζει αρνητικά την απασχόληση (και την ανεργία). Μια νέα αποτελεσματική πολιτική για την απασχόληση θέλει, μεταξύ άλλων, την εξ αρχής εξέτασή τους. Στόχος, η συγκράτηση και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τη χαμηλόμισθη εργασία και τους κλάδους εντάσεως εργασίας. Χωρίς να θιγούν οι ήδη χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων. Η Ελλάδα ήδη έχει το δεύτερο χαμηλότερο ωριαίο εργατικό κόστος στην Ευρωζώνη (10,40 ευρώ έναντι 22,70 ευρώ του μέσου όρου). Όμως το δυσανάλογα υψηλό μη μισθολογικό κόστος δεν συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης, αλλά στην αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία. Πώς; Μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και επιβαρύνοντας το συνολικό κόστος εργασίας και του τελικού προϊόντος, ιδιαίτερα στις μικρές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας. Σε αυτές παρατηρείται κυρίως το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας.
— Να το δούμε ποιο απλά, πρακτικά.
— Στην ανοικτή, παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία όπως πρέπει να είναι η ελληνική, η δημιουργία βιώσιμων θέσεων απασχόλησης βασίζεται κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν συνήθως χαρακτήρα έντασης εργασίας. Δημιουργούν περισσότερες θέσεις απασχόλησης σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις, που είναι περισσότερο έντασης κεφαλαίου. Στην Ελλάδα επιχειρήσεις με 1 έως 49 άτομα συγκεντρώνουν το 73% της απασχόλησης, επιχειρήσεις με 50 έως 149 εργαζόμενους το 10%, επιχειρήσεις με 150 έως 299 εργαζόμενους το 6% και επιχειρήσεις με άνω των 300 εργαζομένων το 11% της απασχόλησης. Συνεπώς, η μείωση του μη μισθολογικού εργατικού κόστους αφορά κυρίως τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
— Οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων δεν είναι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα του Aσφαλιστικού και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής;
— Στην παρούσα φάση δεν είναι εφικτή η άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Μπορούν να εξετασθούν και να συζητηθούν οι λοιπές εισφορές. Εισφορές των οποίων η οικονομική και κοινωνική χρησιμότητα πρέπει πλέον να θεωρείται συζητήσιμη. Γιατί, μεταξύ άλλων, δημιουργούν το υφιστάμενο «παράδοξο» της κοινωνικής πολιτικής. Από τη μια υπάρχει το επιχείρημα ότι οι κοινωνικές δαπάνες στη χώρα μας από το 1995 έχουν αυξηθεί κατά 42,6% (έναντι 8,7% στην Ε.Ε.), και από την άλλη υπάρχει αρνητική εικόνα για την κοινωνική πολιτική, την αποτελεσματικότητα και τους θεσμούς της. Το «παράδοξο» οφείλεται στη δομική αδυναμία της κοινωνικής πολιτικής. Ενώ το κόστος του «κοινωνικού μισθού» καταβάλλεται, ο ανάλογος «κοινωνικός μισθός» σε ασφάλιση υγείας, επαγγελματικού κινδύνου, ανεργίας, εκπαίδευση και κατάρτιση, δεν εισπράττεται αποτελεσματικά από εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων που εισήχθηκαν για την επίτευξη εξειδικευμένων στόχων δεν φαίνεται να τους εξυπηρετούν. Πρόκειται για μια σοβαρή συζήτηση που πρέπει να γίνει δημόσια.
— Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα;
— Ας αναφερθούμε ενδεικτικά στην ασφάλιση έναντι του επαγγελματικού κινδύνου, στην κατάρτιση και στις παροχές τις Εργατικής Εστίας.
Η εισφορά επαγγελματικού κινδύνου 1%. Καταβάλλεται από δεκαετίες, αλλά δυστυχώς ούτε το Aσφαλιστικό ούτε το σύστημα υγείας ασχολούνται με την πρόληψη επαγγελματικών ατυχημάτων και ασθενειών και την ενεργό βελτίωση των συνθηκών εργασίας, με αποτέλεσμα στον τομέα αυτό να βρισκόμαστε εκτός του ευρωπαϊκού κοινωνικού χώρου. Αντίθετα, στη Γερμανία π.χ. με εισφορές 1% –1,3% λειτουργεί ολόκληρο το σύστημα πρόληψης και αποκατάστασης, και το σύστημα κινήτρων.
Οι εισφορές του ΛΑΕΚ για εκπαίδευση και κατάρτιση καταβάλλονται πλέον επί δεκαετία. Παραμένει το πολύ χαμηλό γενικό επίπεδο συμμετοχής αλλά και το ακόμη χαμηλότερο των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων, των εργαζομένων στις ΜΜΕ και όσων έχουν ευέλικτες συμβάσεις εργασίας. Υπάρχουν σημάδια αύξησης της απόστασης, όσον αφορά την πρόσβαση στην κατάρτιση, μεταξύ εκείνων με περιορισμένες δεξιότητες και εκείνων με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, μεταξύ των μεγάλων και των μικρών επιχειρήσεων. Είναι αυτό οικονομικά και κοινωνικά αποτελεσματικό, όταν η κατάρτιση χρηματοδοτείται με γενικευμένη αύξηση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας;
Οι εισφορές υπέρ της Εργατικής Εστίας. Ο θεσμός έχει ρίζες παραδοσιακά κορπορατιστικές στον Mεσοπόλεμο, ούτε σοσιαλιστικές ούτε φιλελεύθερες. Εκτοτε έχουν αλλάξει αρκετά, αλλά είναι συζητήσιμο εάν το μοντέλο πρέπει να επεκταθεί μέσω της Αγροτικής Εστίας, της Εστίας των Δημοσίων Υπαλλήλων κ.λπ. Η «πολυΕστιακή» κοινωνική πολιτική μάλλον έρχεται από το παρελθόν. Όσο για τις εισφορές που είναι πολλαπλών στόχων και δικαιούχων, για να υπάρχει αποτελεσματικότητα απαιτούνται στοιχειώδεις αρχές οικονομικής – λογιστικής διαχείρισης (π.χ. ετήσιες λογιστικές καταστάσεις) και παρακολούθηση αποτελεσμάτων ανά ομάδα στόχο. Οι αυξανόμενες δαπάνες από μόνες τους δεν συνιστούν αποτελεσματική κοινωνική πολιτική.
— Από την Εργατική Εστία επιχορηγούνται και σχετικά νέοι οργανισμοί στους οποίους συμμετέχετε, όπως ο ΟΜΕΔ, αλλά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.
— Είναι αξιοσημείωτο, ότι από τους μέσω Εργατικής Εστίας επιχορηγούμενους οργανισμούς ο ΟΜΕΔ είχε ζητήσει ήδη προ εξαετίας τη μείωση του ποσοστού της επιχορήγησης του. Το ίδιο θα μπορούσαν να κάνουν και οι υπόλοιποι οργανισμοί. Ενδεχομένως το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, υλοποιώντας τους διακηρυγμένους στόχους της οικονομικής αυτοδυναμίας. Μπορούν τα συνδικάτα να χρηματοδοτούνται με περισσότερο ευρωπαϊκό τρόπο –κατευθείαν από τα μέλη τους και όχι μέσω υποχρεωτικών εισφορών, αυτό όμως είναι μια άλλη συζήτηση.
— Συνδέεται η μείωση του μη μισθολογικού κόστους με την ευρωπαϊκή πολιτική για την Απασχόληση και την Κοινωνική πολιτική.
— Συνδέονται με τους στόχους πρώτον, περιορισμού της αδήλωτης εργασίας και δεύτερον, της οικονομικά αποδοτικής εργασίας (making work pay) που είναι προτεραιότητες στη νέα πολιτική απασχόλησης. Το σημαντικό είναι ότι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, όπως και η επιχειρηματικότητα, δεν πρέπει να επιβαρύνονται από γενικευμένες εισφορές και κοινωνικούς πόρους υπέρ τρίτων. Αυτό δεν συνάδει με το Ένωση και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο. Επίσης η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να βασίζεται μόνον σε εισφορές ανταποδοτικού χαρακτήρα –οι οποίες συχνά δεν επιτυγχάνουν τους στόχους για τους οποίους εισπράττονται. Με άλλα λόγια με τις ίδιες κοινωνικές δαπάνες μπορούμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα και με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους μπορούμε να βοηθήσουμε και την απασχόληση και την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πολιτικής. Δεν «μετράνε» μόνο οι δαπάνες, «μετράνε» και οι θεσμοί.