14 Ιαν. 2012 Πολιτική μισθών «στου κασίδη το κεφάλι»;
Οι συναντήσεις πρωθυπουργού και εκπροσώπων των συμβαλλομένων στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) τροφοδότησαν ορυμαγδό δηλώσεων, σχολίων, αναλύσεων, αντιπαραθέσεων για το ζήτημα των μισθών. Από το πλήθος των δηλώσεων ξεχωρίζουμε δύο αρχικές, ως δείγματα δηλώσεων από «υπεύθυνα χείλη» που αναδεικνύουν όχι μόνον το γνωστό πρόβλημα του «policy ownership», αλλά ένα μεγαλύτερο, που ομοιάζει με σύμπτωμα ασύντακτης πορείας … προς τη χρεοκοπία.
Δείγμα πρώτον: Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης φέρεται δηλώσας «να αντισταθούμε στο κόψιμο των
μισθών στον ιδιωτικό τομέα». Όμως η χώρα, και η κυβέρνηση, χρειάζονται κάτι περισσότερο, και χρησιμότερο, από τη (διακομματική) «αντίσταση» για την οποία η «κακή» τρόικα προσφέρεται ως άλλοθι. Χρειάζονται λύσεις, ιδιαίτερα τώρα που ο κρίσιμος μισθός για τους εργαζόμενους (και για το οικογενειακό εισόδημα) δεν είναι μόνον, και ίσως πλέον ούτε κυρίως, ο ονομαστικός.
Κρισιμότερος είναι ο διαθέσιμος μισθός: αυτός που μένει μετά την παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών και άμεσων φόρων. Το «κόψιμο των μισθών στον ιδιωτικό τομέα» προκαλείται, ήδη από το 2011 και επιδεινώνεται το 2012, στο διαθέσιμο μισθό των εργαζομένων με την ραγδαία αύξηση των άμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων: τακτικών (με τη μείωση του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ και το ψαλίδισμα των φοροαπαλλαγών κατά 50%) και εκτάκτων (με τη διπλή εισφορά αλληλεγγύης, κ.ο.κ).
Παράλληλα, πολλές δεκάδες (ίσως πλέον της εκατοντάδας) χιλιάδες μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αναμένουν «δεδουλευμένα» με καθυστέρηση μηνών (έως και έτους), για τα οποία φορολογούνται όχι μόνο τακτικώς αλλά και εκτάκτως: δηλαδή πληρώνουν έκτατο φόρο για μισθούς που δεν έχουν ακόμη εισπράξει. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα εργάζονται δύο, τρεις και τέσσερεις ημέρες την εβδομάδα. Και ένα εκατομμύριο είναι άνεργοι.
Δείγμα δεύτερον: Η Ελληνίδα Επίτροπος στην Ε.Ε. φέρεται δηλώσασα ότι «οι δανειστές μας δεν απαιτούν την κατάργηση του κατώτατου μισθού κι αυτό δεν ήταν δεδομένο, αλλά το καταφέραμε στο πλαίσιο της Κομισιόν». Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, εάν όντως στην Κομισιόν συζητήθηκε η κατάργηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα. Όχι μόνον γιατί κατώτατος μισθός υπάρχει σε άλλες 20 χώρες της Ένωσης, αλλά κυρίως γιατί από την εποχή συστάσεως της ΕΟΚ (1958), και από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) έως και σήμερα ισχύει, βάσει του άρθρου 153.5 στη Συνθήκη της Λισαβόνας, ότι οι αμοιβές (άρα και οι κατώτατοι μισθοί) εξαιρούνται ρητά της κοινοτικής αρμοδιότητας.
Τέτοιες δηλώσεις που τροφοδοτούν το φαύλο κύκλο ασάφειας για την πολιτική μισθών, χωρίς να αποσαφηνίζουν τι συγκεκριμένο (συ)ζητείται-(αντι)προτείνεται, για ποιο πρόβλημα και με ποια λύση, και από ποιον (την «τριμερή» όπου περιλαμβάνεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον πρωθυπουργό, τον αντιπρόεδρο …), δείχνουν την ανάγκη εκείνοι που κατ' αρχήν εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, κ.ο.κ) να το πράξουν σε επαφή με την πραγματικότητα, αναδεικνύοντας τα πρωτεύοντα και τη «μεγάλη εικόνα».
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 14/1/2012
Οι συναντήσεις πρωθυπουργού και εκπροσώπων των συμβαλλομένων στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ) τροφοδότησαν ορυμαγδό δηλώσεων, σχολίων, αναλύσεων, αντιπαραθέσεων για το ζήτημα των μισθών. Από το πλήθος των δηλώσεων ξεχωρίζουμε δύο αρχικές, ως δείγματα δηλώσεων από «υπεύθυνα χείλη» που αναδεικνύουν όχι μόνον το γνωστό πρόβλημα του «policy ownership», αλλά ένα μεγαλύτερο, που ομοιάζει με σύμπτωμα ασύντακτης πορείας … προς τη χρεοκοπία.
Δείγμα πρώτον: Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης φέρεται δηλώσας «να αντισταθούμε στο κόψιμο των
μισθών στον ιδιωτικό τομέα». Όμως η χώρα, και η κυβέρνηση, χρειάζονται κάτι περισσότερο, και χρησιμότερο, από τη (διακομματική) «αντίσταση» για την οποία η «κακή» τρόικα προσφέρεται ως άλλοθι. Χρειάζονται λύσεις, ιδιαίτερα τώρα που ο κρίσιμος μισθός για τους εργαζόμενους (και για το οικογενειακό εισόδημα) δεν είναι μόνον, και ίσως πλέον ούτε κυρίως, ο ονομαστικός.
Κρισιμότερος είναι ο διαθέσιμος μισθός: αυτός που μένει μετά την παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών και άμεσων φόρων. Το «κόψιμο των μισθών στον ιδιωτικό τομέα» προκαλείται, ήδη από το 2011 και επιδεινώνεται το 2012, στο διαθέσιμο μισθό των εργαζομένων με την ραγδαία αύξηση των άμεσων φορολογικών επιβαρύνσεων: τακτικών (με τη μείωση του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ και το ψαλίδισμα των φοροαπαλλαγών κατά 50%) και εκτάκτων (με τη διπλή εισφορά αλληλεγγύης, κ.ο.κ).
Παράλληλα, πολλές δεκάδες (ίσως πλέον της εκατοντάδας) χιλιάδες μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αναμένουν «δεδουλευμένα» με καθυστέρηση μηνών (έως και έτους), για τα οποία φορολογούνται όχι μόνο τακτικώς αλλά και εκτάκτως: δηλαδή πληρώνουν έκτατο φόρο για μισθούς που δεν έχουν ακόμη εισπράξει. Αρκετές δεκάδες χιλιάδες μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα εργάζονται δύο, τρεις και τέσσερεις ημέρες την εβδομάδα. Και ένα εκατομμύριο είναι άνεργοι.
Δείγμα δεύτερον: Η Ελληνίδα Επίτροπος στην Ε.Ε. φέρεται δηλώσασα ότι «οι δανειστές μας δεν απαιτούν την κατάργηση του κατώτατου μισθού κι αυτό δεν ήταν δεδομένο, αλλά το καταφέραμε στο πλαίσιο της Κομισιόν». Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, εάν όντως στην Κομισιόν συζητήθηκε η κατάργηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα. Όχι μόνον γιατί κατώτατος μισθός υπάρχει σε άλλες 20 χώρες της Ένωσης, αλλά κυρίως γιατί από την εποχή συστάσεως της ΕΟΚ (1958), και από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (1992) έως και σήμερα ισχύει, βάσει του άρθρου 153.5 στη Συνθήκη της Λισαβόνας, ότι οι αμοιβές (άρα και οι κατώτατοι μισθοί) εξαιρούνται ρητά της κοινοτικής αρμοδιότητας.
Τέτοιες δηλώσεις που τροφοδοτούν το φαύλο κύκλο ασάφειας για την πολιτική μισθών, χωρίς να αποσαφηνίζουν τι συγκεκριμένο (συ)ζητείται-(αντι)προτείνεται, για ποιο πρόβλημα και με ποια λύση, και από ποιον (την «τριμερή» όπου περιλαμβάνεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον πρωθυπουργό, τον αντιπρόεδρο …), δείχνουν την ανάγκη εκείνοι που κατ' αρχήν εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, κ.ο.κ) να το πράξουν σε επαφή με την πραγματικότητα, αναδεικνύοντας τα πρωτεύοντα και τη «μεγάλη εικόνα».