21 Ιανουαρίου 2012 Η εσωτερική υποτίμηση
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 21/1/2012
Η εσωτερική υποτίμηση είναι η «μεγάλη εικόνα» που θα έπρεπε να βρίσκεται στο τραπέζι διεξοδικών (και όχι συνοπτικών και επιγραμματικών) συζητήσεων μεταξύ κυβέρνησης και εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων, εάν υπήρχε παραγωγικός διάλογος για συντεταγμένη πολιτική και συνεννόηση προς αντιμετώπιση της ανταγωνιστικής και παραγωγικής κατάρρευσης που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. «Εσωτερική» γιατί η χώρα, επιλέγοντας την προσαρμογή σε συνθήκες ευρώ, δεν έχει τη δυνατότητα νομισματικής υποτίμησης όπως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Tο ζήτημα δεν είναι εάν στην Eλλάδα θα γίνει εσωτερική υποτίμηση. H εσωτερική υποτίμηση μισθών ήδη
γίνεται. Άρχισε από το 2010, έτος για το οποίο ήταν βαθύτερη από ό,τι στη χώρα-«παράδειγμα», τη Λετονία, η οποία αν και δεν ανήκει στην Eυρωζώνη, έχοντας συνδέσει το νόμισμά της σταθερά με το ευρώ, αντί να κάνει νομισματική υποτίμηση, είχε προχωρήσει σε εσωτερική υποτίμηση, την οποία ο νυν πρόεδρος του EFSF θεωρεί υποδειγματική για χώρες της Eυρωζώνης. Tο ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν θα γίνει, αλλά το πώς γίνεται. H εσωτερική υποτίμηση των τιμών και των παραγωγικών εισροών συνιστούν εξίσου κρίσιμες και εκκρεμείς πλευρές.
Η εσωτερική υποτίμηση επιβάλλεται κυρίως λόγω της πολυετούς εσωτερικής ανατίμησης και αντιπαραγωγικής αναδιάρθρωσης που έλαβε χώρα στην Ελλάδα στη διάρκεια της δεκαετίας στο ευρώ. Οταν η διαμόρφωση των μισθών βασιζόταν στο κυνήγι του εγχώριου πληθωρισμού, στην αυταπάτη της ευρωπαϊκής σύγκλισης, σε σχεδόν πλήρη αποσύνδεση από την πορεία της παραγωγικότητας. Στον αντίποδα αυτού που συνέβαινε στη Γερμανία, αλλά και μακράν όσων συνέβαιναν σε Ισπανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία, όπου η σύνδεση διαμόρφωσης των μισθών με την παραγωγικότητα ήταν μεν ασθενέστερη της Γερμανίας, αλλά όχι τόσο όσο στην Ελλάδα.
Η εσωτερική υποτίμηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οπως έγραφε ο Κέινς το 1925 (στο The Economic Consequences of Mr. Churchill) σε ανάλογη περίπτωση όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών είχε αποφασίσει την επιστροφή της βρετανικής λίρας στον «κανόνα χρυσού» με υπερτιμημένη ισοτιμία, και μέσω αυτού επέβαλε την εσωτερική υποτίμηση μισθών και τιμών, «οι σύμβουλοί του θα έπρεπε να τον ενημερώσουν» ότι αυτή «σίγουρα περιλαμβάνει ανεργία και συγκρούσεις».
Στην εσωτερική υποτίμηση μισθών μέσω πολυετούς απογείωσης της ανεργίας σε επίπεδα ανώτερα της ισπανικής (20%+) πρέπει να αντιπροταθούν μέτρα πολιτικής που κάνουν κατανοητό ότι η διαμόρφωση μισθών αφορά ταυτόχρονα τον ορισμό μέρους του παραγωγικού κόστους, και του εισοδήματος των παραγωγών και τη με συγκροτημένο τρόπο υποστήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των παραγωγών.
Με επιλογές στους αντίποδες όσων αλληλοσυγκρουόμενων υλοποιήθηκαν την τελευταία διετία, όπου και ο ονομαστικός μισθός μειώνεται, και ο διαθέσιμος μισθός μειώνεται (μέσω αύξησης της άμεσης φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους), και η αγοραστική δύναμη του μειούμενου ονομαστικού μισθού και του διαθέσιμου μισθού μειώνεται, με την αύξηση των εμμέσων φόρων (ΦΠΑ, κ.λπ.). Με επιλογές που στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών/υπηρεσιών και τους παραγωγούς τους.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 21/1/2012
Η εσωτερική υποτίμηση είναι η «μεγάλη εικόνα» που θα έπρεπε να βρίσκεται στο τραπέζι διεξοδικών (και όχι συνοπτικών και επιγραμματικών) συζητήσεων μεταξύ κυβέρνησης και εκπροσώπων εργοδοτών και εργαζομένων, εάν υπήρχε παραγωγικός διάλογος για συντεταγμένη πολιτική και συνεννόηση προς αντιμετώπιση της ανταγωνιστικής και παραγωγικής κατάρρευσης που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. «Εσωτερική» γιατί η χώρα, επιλέγοντας την προσαρμογή σε συνθήκες ευρώ, δεν έχει τη δυνατότητα νομισματικής υποτίμησης όπως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Tο ζήτημα δεν είναι εάν στην Eλλάδα θα γίνει εσωτερική υποτίμηση. H εσωτερική υποτίμηση μισθών ήδη
γίνεται. Άρχισε από το 2010, έτος για το οποίο ήταν βαθύτερη από ό,τι στη χώρα-«παράδειγμα», τη Λετονία, η οποία αν και δεν ανήκει στην Eυρωζώνη, έχοντας συνδέσει το νόμισμά της σταθερά με το ευρώ, αντί να κάνει νομισματική υποτίμηση, είχε προχωρήσει σε εσωτερική υποτίμηση, την οποία ο νυν πρόεδρος του EFSF θεωρεί υποδειγματική για χώρες της Eυρωζώνης. Tο ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν θα γίνει, αλλά το πώς γίνεται. H εσωτερική υποτίμηση των τιμών και των παραγωγικών εισροών συνιστούν εξίσου κρίσιμες και εκκρεμείς πλευρές.
Η εσωτερική υποτίμηση επιβάλλεται κυρίως λόγω της πολυετούς εσωτερικής ανατίμησης και αντιπαραγωγικής αναδιάρθρωσης που έλαβε χώρα στην Ελλάδα στη διάρκεια της δεκαετίας στο ευρώ. Οταν η διαμόρφωση των μισθών βασιζόταν στο κυνήγι του εγχώριου πληθωρισμού, στην αυταπάτη της ευρωπαϊκής σύγκλισης, σε σχεδόν πλήρη αποσύνδεση από την πορεία της παραγωγικότητας. Στον αντίποδα αυτού που συνέβαινε στη Γερμανία, αλλά και μακράν όσων συνέβαιναν σε Ισπανία, Ιρλανδία και Πορτογαλία, όπου η σύνδεση διαμόρφωσης των μισθών με την παραγωγικότητα ήταν μεν ασθενέστερη της Γερμανίας, αλλά όχι τόσο όσο στην Ελλάδα.
Η εσωτερική υποτίμηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Οπως έγραφε ο Κέινς το 1925 (στο The Economic Consequences of Mr. Churchill) σε ανάλογη περίπτωση όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών είχε αποφασίσει την επιστροφή της βρετανικής λίρας στον «κανόνα χρυσού» με υπερτιμημένη ισοτιμία, και μέσω αυτού επέβαλε την εσωτερική υποτίμηση μισθών και τιμών, «οι σύμβουλοί του θα έπρεπε να τον ενημερώσουν» ότι αυτή «σίγουρα περιλαμβάνει ανεργία και συγκρούσεις».
Στην εσωτερική υποτίμηση μισθών μέσω πολυετούς απογείωσης της ανεργίας σε επίπεδα ανώτερα της ισπανικής (20%+) πρέπει να αντιπροταθούν μέτρα πολιτικής που κάνουν κατανοητό ότι η διαμόρφωση μισθών αφορά ταυτόχρονα τον ορισμό μέρους του παραγωγικού κόστους, και του εισοδήματος των παραγωγών και τη με συγκροτημένο τρόπο υποστήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των παραγωγών.
Με επιλογές στους αντίποδες όσων αλληλοσυγκρουόμενων υλοποιήθηκαν την τελευταία διετία, όπου και ο ονομαστικός μισθός μειώνεται, και ο διαθέσιμος μισθός μειώνεται (μέσω αύξησης της άμεσης φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους), και η αγοραστική δύναμη του μειούμενου ονομαστικού μισθού και του διαθέσιμου μισθού μειώνεται, με την αύξηση των εμμέσων φόρων (ΦΠΑ, κ.λπ.). Με επιλογές που στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών/υπηρεσιών και τους παραγωγούς τους.