20 Νοεμ. 2011 Ωμές ευρωπαρεμβάσεις σε μισθούς και συλλογικές συμβάσεις εργασίας
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - Οικονομία, Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Για να γίνει κατανοητό το τι συμβαίνει και τι ενδέχεται να ακολουθήσει στην Ελλάδα όσον αφορά τους μισθούς και το σύστημα διαμόρφωσής τους, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι σύγχρονες τάσεις και επιλογές σε ευρωζώνη και Ευρωπαϊκή Ενωση. Το πλαίσιο αλλάζει σημαντικά σε σχέση με την Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992).
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - Οικονομία, Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Για να γίνει κατανοητό το τι συμβαίνει και τι ενδέχεται να ακολουθήσει στην Ελλάδα όσον αφορά τους μισθούς και το σύστημα διαμόρφωσής τους, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη οι σύγχρονες τάσεις και επιλογές σε ευρωζώνη και Ευρωπαϊκή Ενωση. Το πλαίσιο αλλάζει σημαντικά σε σχέση με την Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992).
Τότε οι επιδράσεις στην πολιτική μισθών ήταν έμμεσες ως συνεπαγωγή των μακροοικονομικών επιλογών που αυτή συνεπαγόταν. Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ έως και την ισχύουσα Συνθήκη της
Λισαβόνας (άρθρο 153.5) οι αμοιβές, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα στην απεργία εξαιρούνται ρητά από την κοινοτική αρμοδιότητα. Ομως, στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και κρίσης χρέους στην Ευρώπη, στη διάρκεια του 2011 η Ε.Ε. παρεμβαίνει με αυξανόμενο, και άνευ προηγουμένου, βαθμό στη διαμόρφωση των μισθών αλλά και στα εθνικά συστήματα διαμόρφωσής τους μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, όπου η οικονομική πολιτική των κρατών-μελών δεν διαθέτει πλέον το εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης. Γι' αυτό οι μισθοί και η μισθολογική πολιτική αναδεικνύονται μεταξύ των λίγων διαθέσιμων εργαλείων προσαρμογής των οικονομιών στην επιδιωκόμενη ανταγωνιστικότητα.
Η κεντρική ιδέα που θεσμοποιείται σταδιακά στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης συνοψίζεται στο ότι οι μισθοί πρέπει να εξελίσσονται ανάλογα με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Γι' αυτό και σε αλλεπάλληλες ευρωπαϊκές αποφάσεις στη διάρκεια του 2011 και κυρίως μέσω του «Euro plus Pact» που υιοθετήθηκε στη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου 2011 από τα 17 κράτη-μέλη της ευρωζώνης (αλλά προσχώρησαν σε αυτό και άλλα 6 κράτη-μέλη της Ενωσης), και εν συνεχεία στη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου 2011 υιοθετήθηκαν, μεταξύ άλλων, συστάσεις και κατευθυντήριες για τα κράτη-μέλη προς δύο κρίσιμες κατευθύνσεις:
* Πρώτον, να επανεξετασθούν οι θεσμοί και οι διαδικασίες διαμόρφωσης των μισθών και ειδικότερα οι συγκεντρωτικές (κλαδικές) συλλογικές διαπραγματεύσεις υπέρ της προώθησης των αποκεντρωμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης.
* Δεύτερον, της αποσύνδεσης της διαμόρφωσης των μισθών από τον πληθωρισμό και της ισχυρότερης σύνδεσής τους με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα με κριτήριο τη μεταβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι των ανταγωνιστών. Στο πλαίσιο της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης, ήδη βάσει της απόφασης του Μαρτίου 2011, η ανταγωνιστικότητα κάθε κράτους-μέλους θα αξιολογείται με κριτήριο την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης αλλά και τους εμπορικούς εταίρους εκάστου κράτους-μέλους.
Με αυτό τον τρόπο η Ε.Ε. και η ΟΝΕ, κινούμενες στα όρια των Συνθηκών τους (καθώς παρεμβαίνουν αρχικά εμμέσως και εν συνεχεία ευθέως σε τομείς που -ακόμη- δεν υπάγονται στην κοινοτική αρμοδιότητα), προαναγγέλλουν τα πιθανά χαρακτηριστικά της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία περιλαμβάνει και εσωτερικές υποτιμήσεις και ραγδαίες μεταβολές στα συστήματα διαμόρφωσης των μισθών (και συλλογικών διαπραγματεύσεων) ανάλογα με αυτά που επιχειρούνται στην Ελλάδα.
Λισαβόνας (άρθρο 153.5) οι αμοιβές, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα στην απεργία εξαιρούνται ρητά από την κοινοτική αρμοδιότητα. Ομως, στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και κρίσης χρέους στην Ευρώπη, στη διάρκεια του 2011 η Ε.Ε. παρεμβαίνει με αυξανόμενο, και άνευ προηγουμένου, βαθμό στη διαμόρφωση των μισθών αλλά και στα εθνικά συστήματα διαμόρφωσής τους μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, όπου η οικονομική πολιτική των κρατών-μελών δεν διαθέτει πλέον το εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης. Γι' αυτό οι μισθοί και η μισθολογική πολιτική αναδεικνύονται μεταξύ των λίγων διαθέσιμων εργαλείων προσαρμογής των οικονομιών στην επιδιωκόμενη ανταγωνιστικότητα.
Η κεντρική ιδέα που θεσμοποιείται σταδιακά στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης συνοψίζεται στο ότι οι μισθοί πρέπει να εξελίσσονται ανάλογα με την παραγωγικότητα της εργασίας.
Γι' αυτό και σε αλλεπάλληλες ευρωπαϊκές αποφάσεις στη διάρκεια του 2011 και κυρίως μέσω του «Euro plus Pact» που υιοθετήθηκε στη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου 2011 από τα 17 κράτη-μέλη της ευρωζώνης (αλλά προσχώρησαν σε αυτό και άλλα 6 κράτη-μέλη της Ενωσης), και εν συνεχεία στη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου 2011 υιοθετήθηκαν, μεταξύ άλλων, συστάσεις και κατευθυντήριες για τα κράτη-μέλη προς δύο κρίσιμες κατευθύνσεις:
* Πρώτον, να επανεξετασθούν οι θεσμοί και οι διαδικασίες διαμόρφωσης των μισθών και ειδικότερα οι συγκεντρωτικές (κλαδικές) συλλογικές διαπραγματεύσεις υπέρ της προώθησης των αποκεντρωμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο επιχείρησης.
* Δεύτερον, της αποσύνδεσης της διαμόρφωσης των μισθών από τον πληθωρισμό και της ισχυρότερης σύνδεσής τους με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα με κριτήριο τη μεταβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας έναντι των ανταγωνιστών. Στο πλαίσιο της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης, ήδη βάσει της απόφασης του Μαρτίου 2011, η ανταγωνιστικότητα κάθε κράτους-μέλους θα αξιολογείται με κριτήριο την εξέλιξη του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης αλλά και τους εμπορικούς εταίρους εκάστου κράτους-μέλους.
Με αυτό τον τρόπο η Ε.Ε. και η ΟΝΕ, κινούμενες στα όρια των Συνθηκών τους (καθώς παρεμβαίνουν αρχικά εμμέσως και εν συνεχεία ευθέως σε τομείς που -ακόμη- δεν υπάγονται στην κοινοτική αρμοδιότητα), προαναγγέλλουν τα πιθανά χαρακτηριστικά της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης, η οποία περιλαμβάνει και εσωτερικές υποτιμήσεις και ραγδαίες μεταβολές στα συστήματα διαμόρφωσης των μισθών (και συλλογικών διαπραγματεύσεων) ανάλογα με αυτά που επιχειρούνται στην Ελλάδα.