12 Νοεμ. 2011 Οι 100 ημέρες της αλήθειας
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 12/11/2011
Οσο περνούσαν οι όμορφες καλοκαιρινές ημέρες μετά την απόφαση της 21η Ιουλίου 2011 τόσο γινόταν εμφανές, και εγχωρίως και διεθνώς, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να καταστεί το «ελληνικό πρόγραμμα» αποδεκτό-αποδοτικό και το ελληνικό δημόσιο χρέος βιώσιμο. Η επιχειρούμενη προσαρμογή βασιζόταν συνεχώς σε αλλεπάλληλα «οριζόντια» μέτρα «μιας χρήσης», έκτακτης φορολογίας των ήδη φορολογουμένων και περικοπής μισθών -συντάξεων που έκαιγαν και τα χλωρά μαζί με τα ξερά.
Οι «ιερές αγελάδες» του αντιπαραγωγικού κρατισμού, του ιδιωτικοδημόσιου, της φοροδιαφυγής, της
«απορρόφησης» κοινοτικών πόρων κ.ο.κ, παρέμεναν «ιερές». Η διακομματική κρατι(κομματι)κή «φούσκα» με μαχητικές μονάδες προκαλύψεως στον εκτενή δημόσιο και ιδιωτικοδημόσιο τομέα, και εκτενέστερες πολιτ(ευτ)ικές εφεδρείες, θεωρούσε ότι η επιχειρηθείσα «διάσωση» του Μαΐου 2010 και οι έκτοτε μικρές αναπροσαρμογές της (25η Μαρτίου 2011, 21η Ιουλίου 2011) αφορούσαν την δική της «διάσωση».
Οι εξελίξεις οδήγησαν σε «επανεξέταση του προγράμματος» καθώς η κατάσταση στην Ελλάδα «όδευε προς επιδείνωση», αναμενόταν μακρύτερης διάρκειας και πολύ σοβαρότερη «ύφεση», και «σύμφωνα με την (μέχρι τότε) εμπειρία, η Ελλάδα απαιτεί περισσότερο χρόνο να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και ένα μακρύτερο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο ώστε αυτές να οδηγήσουν σε μακροοικονομικές αποδόσεις».
Άρχισε αναθεώρηση των αρχικά άστοχων εκτιμήσεων του ΔΝΤ για την κάμψη του εισοδήματος στην Ελλάδα, που εξέταζαν την ελληνική περίπτωση με κλασικά μηχανιστικό και δογματικό τρόπο βγάζοντας από «το κουτί των εργαλείων» του (toolkit) έναν κλασικό πολλαπλασιαστή δημόσιας δαπάνης, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι εδώ υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό πρόβλημα μακροχρόνιων δομικών ανισορροπιών που καταρρέουν (αδυναμία ορατή και στις προ της κρίσεως εκθέσεις ΔΝΤ και Ε.Ε. για την Ελλάδα, που ανακύκλωναν γνωστές κοινοτοπίες).
Η μέχρι πρότινος «διαμάχη» ΔΝΤ και Ε.Ε. για τις «αισιόδοξες» προβλέψεις της Ε.Ε. περί μεγέθυνσης στην Ελλάδα οδήγησε σε αναθεώρησή τους και από την Ε.Ε. Η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011 «έλυσε» και τη «διαμάχη» μεταξύ ΔΝΤ και ΕΚΤ σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους με ή χωρίς διαγραφή σημαντικού μέρους του. Προσπέρασε την υποσημείωση της ΕΚΤ στην «Αυστηρά Εμπιστευτική» ανάλυση του ΔΝΤ την 21η Οκτωβρίου 2011 για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, που παρεδόθη στα μέλη του Ecofin λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίασή τους για το ελληνικό χρέος, όπου υποσημειωνόταν ότι «η ΕΚΤ δεν συμφωνεί με το να συμπεριληφθούν απεικονίσεις σεναρίων ενός βαθύτερου PSI σ' αυτήν την έκθεση».
Στην απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011 είχε συμβολική αξία το ότι οι τράπεζες αναλάμβαναν ένα κόστος και επέτρεψε στους διακρατικούς δανειστές της Ελλάδας να αποφασίσουν μεγαλύτερη -πραγματική έναντι της 21ης Ιουλίου 2011- συμμετοχή των ιδιωτών κατόχων ελληνικού χρέους στην απομείωσή του. Ώστε να μειωθούν οι ανάγκες ευρωπαϊκού - διακρατικού δανεισμού προς την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, χωρίς φυσικά η Ελλάδα να απαλλάσσεται από τη ζωτική ανάγκη άμεσης δημοσιονομικής και ανταγωνιστικής προσαρμογής.
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 12/11/2011
Οσο περνούσαν οι όμορφες καλοκαιρινές ημέρες μετά την απόφαση της 21η Ιουλίου 2011 τόσο γινόταν εμφανές, και εγχωρίως και διεθνώς, ότι δεν υπήρχε δυνατότητα να καταστεί το «ελληνικό πρόγραμμα» αποδεκτό-αποδοτικό και το ελληνικό δημόσιο χρέος βιώσιμο. Η επιχειρούμενη προσαρμογή βασιζόταν συνεχώς σε αλλεπάλληλα «οριζόντια» μέτρα «μιας χρήσης», έκτακτης φορολογίας των ήδη φορολογουμένων και περικοπής μισθών -συντάξεων που έκαιγαν και τα χλωρά μαζί με τα ξερά.
Οι «ιερές αγελάδες» του αντιπαραγωγικού κρατισμού, του ιδιωτικοδημόσιου, της φοροδιαφυγής, της
«απορρόφησης» κοινοτικών πόρων κ.ο.κ, παρέμεναν «ιερές». Η διακομματική κρατι(κομματι)κή «φούσκα» με μαχητικές μονάδες προκαλύψεως στον εκτενή δημόσιο και ιδιωτικοδημόσιο τομέα, και εκτενέστερες πολιτ(ευτ)ικές εφεδρείες, θεωρούσε ότι η επιχειρηθείσα «διάσωση» του Μαΐου 2010 και οι έκτοτε μικρές αναπροσαρμογές της (25η Μαρτίου 2011, 21η Ιουλίου 2011) αφορούσαν την δική της «διάσωση».
Οι εξελίξεις οδήγησαν σε «επανεξέταση του προγράμματος» καθώς η κατάσταση στην Ελλάδα «όδευε προς επιδείνωση», αναμενόταν μακρύτερης διάρκειας και πολύ σοβαρότερη «ύφεση», και «σύμφωνα με την (μέχρι τότε) εμπειρία, η Ελλάδα απαιτεί περισσότερο χρόνο να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και ένα μακρύτερο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο ώστε αυτές να οδηγήσουν σε μακροοικονομικές αποδόσεις».
Άρχισε αναθεώρηση των αρχικά άστοχων εκτιμήσεων του ΔΝΤ για την κάμψη του εισοδήματος στην Ελλάδα, που εξέταζαν την ελληνική περίπτωση με κλασικά μηχανιστικό και δογματικό τρόπο βγάζοντας από «το κουτί των εργαλείων» του (toolkit) έναν κλασικό πολλαπλασιαστή δημόσιας δαπάνης, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι εδώ υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό πρόβλημα μακροχρόνιων δομικών ανισορροπιών που καταρρέουν (αδυναμία ορατή και στις προ της κρίσεως εκθέσεις ΔΝΤ και Ε.Ε. για την Ελλάδα, που ανακύκλωναν γνωστές κοινοτοπίες).
Η μέχρι πρότινος «διαμάχη» ΔΝΤ και Ε.Ε. για τις «αισιόδοξες» προβλέψεις της Ε.Ε. περί μεγέθυνσης στην Ελλάδα οδήγησε σε αναθεώρησή τους και από την Ε.Ε. Η απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011 «έλυσε» και τη «διαμάχη» μεταξύ ΔΝΤ και ΕΚΤ σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους με ή χωρίς διαγραφή σημαντικού μέρους του. Προσπέρασε την υποσημείωση της ΕΚΤ στην «Αυστηρά Εμπιστευτική» ανάλυση του ΔΝΤ την 21η Οκτωβρίου 2011 για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, που παρεδόθη στα μέλη του Ecofin λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίασή τους για το ελληνικό χρέος, όπου υποσημειωνόταν ότι «η ΕΚΤ δεν συμφωνεί με το να συμπεριληφθούν απεικονίσεις σεναρίων ενός βαθύτερου PSI σ' αυτήν την έκθεση».
Στην απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011 είχε συμβολική αξία το ότι οι τράπεζες αναλάμβαναν ένα κόστος και επέτρεψε στους διακρατικούς δανειστές της Ελλάδας να αποφασίσουν μεγαλύτερη -πραγματική έναντι της 21ης Ιουλίου 2011- συμμετοχή των ιδιωτών κατόχων ελληνικού χρέους στην απομείωσή του. Ώστε να μειωθούν οι ανάγκες ευρωπαϊκού - διακρατικού δανεισμού προς την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, χωρίς φυσικά η Ελλάδα να απαλλάσσεται από τη ζωτική ανάγκη άμεσης δημοσιονομικής και ανταγωνιστικής προσαρμογής.