10 Ιουλίου 2010 Η Διαιτησία στις Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία 10/7/2010
Η διαιτησία στις συλλογικές συμβάσεις ενώ αρχικά φαινόταν ως περιθωριακή πλευρά στη δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση περί το ασφαλιστικό-εργασιακό νομοσχέδιο ήρθε, προσωρινά, στο επίκεντρο της δημοσιότητας και, εν τέλει, παρεπέμφθη, ορθώς, σε περαιτέρω επεξεργασία από το υπουργείο Εργασίας και τις κορυφαίες συνδικαλιστικές ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων της χώρας. Μια συζήτηση που κατ’ ουσίαν δεν έγινε, μένει να γίνει, και μία λύση μένει να βρεθεί.
Η διαιτησία είναι μία από τις πλευρές του συστήματος διαμόρφωσης της αμοιβής της εργασίας στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο ενός συστήματος που έχει τις ρίζες του 55 έως και 70 χρόνια πίσω. Παρά την εξέλιξή του μετά το 1990, επί οικουμενικής κυβέρνησης, με την ομόφωνη ψήφιση του ισχύοντος και σήμερα Ν. 1876/90, ο οποίος εισήγαγε για πρώτη φορά υπηρεσίες Μεσολάβησης και νέου τύπου Διαιτησία έναντι της κρατικά ελεγχόμενης υποχρεωτικής Διαιτησίας του προϊσχύσαντος Ν. 3239/55, σε ένα σύστημα που επι δεκαετίες ήταν κυρίως κρατικο-διοικητικό- νομικό.
Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την κατάργηση της υποχρεωτικής κρατικής διαιτησίας (που «βασίλευε» από το 1955) και η στροφή στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις αντί να γίνουν το 1974-1975 ή έστω το 1981, παρέμειναν εκκρεμείς έως το 1990.
Ο Ν. 1876/90, του οποίου η αξιολόγηση έμεινε επί 20 σχεδόν χρόνια στο περιθώριο των κυρίως νομικών και των συνταγματικών σχολιασμών και αντιπαραθέσεων, είχε (και έχει) προβλέψεις να είναι λειτουργικός και αποτελεσματικός στα στάδια της μεσολάβησης και της διαιτησίας.
Γιατί εκτός από τη διοικητικο-νομική πλευρά υπάρχει και η οικονομία, η αμοιβή, το κόστος, η απασχόληση. Ο ίδιος ο Ν. 1876/90 στην εισηγητική έκθεσή του διατύπωνε ότι από τους βασικούς σκοπούς του είναι να εισαχθούν «σύγχρονες μορφές των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κατά κλάδο οικονομίας ή κατά επιχείρηση, όπου τα οικονομικά αποτελέσματα είναι τα βαρύνοντα στοιχεία για την διαπραγμάτευση και την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης εργασίας».
Οταν αυτά τα «βαρύνοντα στοιχεία» δεν ήταν πάντοτε και συστηματικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, λόγω μιας νομικο-διοικητικής μονομέρειας, όχι μόνον με ευθύνη των μεσολαβητών και διαιτητών, ο φιλόδοξος στόχος του Ν. 1876/90 ακυρωνόταν. Αντι να υπερτερούν τα στοιχεία «τομής» του Ν.1876/90 υπερτερούσε η «συνέχεια» και η συνήθεια του Ν.3239/55, που οδηγούσε σε μη αποτελεσματικές λύσεις, σε υφέρπουσες αντιθέσεις και συγκρούσεις. Πρόκειται για διαπιστώσεις μας στις πρώτες αξιολογήσεις του ΟΜΕΔ ήδη από το 1994 και 1996.
Τώρα οι αλλαγές στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και ιδιαίτερα στο θέμα της διαιτησίας απαιτούν μία αναλυτική και τεκμηριωμένη συζήτηση για τις εν μέσω της κρίσης μεταρρυθμίσεις στην ρύθμιση των συλλογικών εργασιακών σχέσεων και στον τρόπο καθορισμού της ονομαστικής αμοιβής των μισθωτών στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.