12 Ιουνίου 2010 Ποιον Αναπτυξιακό;
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 12/6/2010
Καθώς η οικονομία, έχοντας αποφύγει την στάση πληρωμών του Δημοσίου μέσω ενερ1γοποίησης του μηχανισμού στήριξης από Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ, κινείται με αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης πληθαίνουν οι «αιτήσεις» για επιστροφή στην ανάπτυξη. Όχι σπάνια οι αιτούντες αναπτυξιακά μέτρα, όπως νέο «αναπτυξιακό νόμο» και «απορρόφηση» του ΕΣΠΑ, έρχονται από το (χρεοκοπημένο) παρελθόν προσπερνώντας το κρίσιμο ζήτημα τι είναι πράγματι αναπτυξιακό.
Στροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη χρειαζόμαστε, και όχι επιστροφή, καθώς τα προηγούμενα χρόνια π.χ. της δεκαετίας της Ελλάδας στο ευρώ ούτε ανάπτυξη ούτε βιώσιμη ήταν. Ήταν αυταπάτη ανάπτυξης με οικονομική μεγέθυνση χρηματοδοτούμενη από τον αυξανόμενο και χαμηλού κόστους λόγω της ΟΝΕ δανεισμό του ελλειμματογόνου Δημοσίου. Δανεισμού που δεν πήγαινε σε επενδύσεις και αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της εγχώριας οικονομίας, αλλά σε κατανάλωση, συσσωρεύοντας χρέος για τις επόμενες γενιές.
Ακόμη και το χαμηλό και μειούμενο ποσοστό του ΑΕΠ στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, οι πόροι του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και τώρα του ΕΣΠΑ είναι συζητήσιμο εάν πράγματι είχαν, κι έχουν, αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Άλλωστε, το 43% των επενδυτικών πόρων του Β’ ΚΠΣ επέστρεψε μέσω εισαγωγών στις ανεπτυγμένες περιφέρειες της Ένωσης. Δεν έχουμε δείγματα ότι το Γ’ ΚΠΣ πήγε καλύτερα. Ότι «απορροφείται» δεν είναι εξ ορισμού αναπτυξιακό -μπορεί να είναι κατ’ εξοχήν αντιαναπτυξιακό.
Τόσα χρόνια «Αναπτυξιακών Νόμων» με απουσία καταγραφής και στοιχειώδους αξιολόγησης για το πού πήγαν οι πόροι και τι όφελος έφεραν κάνει βάσιμη την υπόθεση ότι «αναπτυξιακός» κινούμενος στην πελατειακή λογική του «δώσε και μένα μπάρμπα» κάθε άλλο παρά αναπτυξιακό αποτέλεσμα έχει. Ιδιαίτερα όταν επιδοτεί δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας ή την επέκταση των λεωφόρων διεύρυνσης του εμπορικού ελλείμματος της χώρας και απογείωσης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επιδοτώντας την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Οι αιτούντες και λειτουργούντες συστηματικά τις επιχορηγήσεις κεφαλαίου δημιούργησαν μία αυτοεξυπηρετούμενη γραφειοκρατία «φούσκα», όπου δεν είναι σπάνια τα φαινόμενα ελλειπτικών επιδόσεων και αποδόσεων που χαρακτηρίζουν και τον τομέα των δημοσίων φορολογικών εσόδων. Όπως το δημόσιο ταμείο εισπράττει λιγότερους φόρους από όσους πράγματι καταβάλλουν επιχειρήσεις και πολίτες, αναλόγως οι επιδοτούμενοι του «αναπτυξιακού» συχνά εισπράττουν λιγότερα από το ύψος της επιδότησής τους. Όμως, η «απώλεια» διορθώνεται με υπερτιμολογήσεις.
Αντί των σωρηδόν επιχορηγήσεων κεφαλαίου ο επενδυτικός νόμος ας δώσει προτεραιότητα στα φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις, ώστε η εγχώρια οικονομία να έχει λελογισμένη συμμετοχή στον διεθνή φορολογικό ανταγωνισμό, που, ούτως ή άλλως, υφίσταται. Η επιχορήγηση κεφαλαίου ας αφορά μόνον επενδύσεις αιχμής και υψηλού ρίσκου, τα δε διαθέσιμα δημόσια κεφάλαια ας ανακυκλώνονται για τη διαρκή μόχλευση επενδύσεων αντί να σπαταλούνται στο «βαρέλι δίχως πάτο» των υπερτιμολογήσεων και των συναλλαγών που τους μετατρέπουν από αναπτυξιακούς επενδυτικούς πόρους σε «τοξικούς».