6 Ιουνίου 2010 Ο κίνδυνος για τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Οικονομία, Αναλύσεις, Κυριακή 6 Ιουνίου 2010
Από τις δηλώσεις του γενικού διευθυντή του ΔΝΤ, που ζητούσε «μείωση μισθών και στον ιδιωτικό τομέα», και του υπουργού Οικονομικών που απαντούσε «η ανταγωνιστικότητα είναι κυρίως θέμα τιμών και όχι μισθών», δεν βγήκε άκρη. Ωστόσο, ανεξαρτήτως προθέσεων το σύστημα διαμόρφωσης της αμοιβής της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα όχι μόνο υφίσταται «αναταράξεις», λόγω εκκρεμοτήτων, όπως η Εθνική Γενική Συλογική Σύμβαση Εργασίας, αλλά κινδυνεύει από ένα πολυετές «κενό αέρος».
Το επιχείρημα στελεχών του ΔΝΤ και της Ε.Ε., επί του οποίου εδράζεται η απαίτησή τους για ονομαστική μείωση των αμοιβών του ιδιωτικού τομέα, είναι ότι από την εποχή της εισόδου της Ελλάδας στην ΟΝΕ και στο ευρώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε σχεδόν κατά 25% περισσότερο έναντι της Γερμανίας. Το ίδιο συνέβη και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, κ.ο.κ. Ομως, οι δείκτες είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία.
Η διαφορετική και υψηλότερη έναντι της Γερμανίας και του μέσου όρου της ευρωζώνης μεταβολή του μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι κυρίως, και αυτό δεν ισχύει μόνον στην Ελλάδα, προϊόν αφ' ενός του υψηλότερου έναντι της ευρωζώνης πληθωρισμού, αφ' ετέρου των αποκλίσεων στη μεταβολή της παραγωγικότητας έναντι της Γερμανίας και του μέσου όρου της ευρωζώνης. Η όλο και μεγαλύτερη αποσύνδεση της μεταβολής των μισθών από την μεταβολή της παραγωγικότητας, και, επιπλέον, η παντελής απουσία από την ατζέντα και τη συζήτηση των εκάστοτε θεσμικών διαμορφωτών των μισθών των ουσιαστικών παραγόντων που καθορίζουν την παραγωγικότητα είναι φαινόμενο έντονο την περίοδο της σύγκλισης για την ΟΝΕ (δεκαετία 1990). Ενισχύθηκε δε με την είσοδο στην ΟΝΕ (δεκαετία 2000).
Η αιτία του ότι τα ουσιαστικά ζητήματα της διανομής του εισοδήματος-προϊόντος αλλά και, κυρίως, της παραγωγής του εισοδήματος-προϊόντος δεν ετέθησαν στο τραπέζι της εφαρμοσμένης πολιτικής και των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι η πρωτοκαθεδρία μίας νομικοδιοικητικής (και όχι σπάνια νομικίστικης) προσέγγισης των ζητημάτων. Αλλωστε, επί σειρά δεκαετιών το σύστημα διαμόρφωσης των μισθών στην Ελλάδα, με την πρωτοκαθεδρία κράτους και κυβερνητικών εισοδηματικών πολιτικών, ήταν και παραμένει νομικό-διοικητικό.
Ετσι, τα ζητήματα διανομής και παραγωγής, που κατά κύριο λόγο είναι οικονομικο-κοινωνικά, «ατρόφησαν» υπό το βάρος του νομικο-διοικητικού υπερκαθορισμού της διαμόρφωσης των αμοιβών και των ρηχών και κατακερματισμένων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στις οποίες το κέντρο βάρους ήταν στις πάλαι ποτέ ΔΕΚΟ και στις άτυπες συλλογικές διαπραγματεύσεις των υπουργείων, ήτοι, εν γένει, στον «προστατευμένο» από τον διεθνή ανταγωνισμό τομέα.
Με αυτό το κέντρο βάρους σε συνδικαλισμό και διαπραγματεύσεις, και, κυρίως, με τη συνολική εικόνα τής επί δύο τρεις δεκαετίες φθίνουσας παραγωγικής βάσης της χώρας απούσα, εντάθηκε η μισθολογική στρέβλωση σε βάρος του φθίνοντος (και υστερούντος μισθολογικά), εκτεθειμένου στον διεθνή ανταγωνισμό και στο «σκληρό ευρώ», ανοικτού-ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Τώρα, έστω εν μέσω κρίσης και ύφεσης, οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα συνδεόμενοι περισσότερο με τις παραγωγικές επιδόσεις του κλάδου και της επιχείρησης μπορούν να είναι μέρος της λύσης.