Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Ήρθε η ώρα για drone money


Ήρθε η ώρα για drone money, (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Capital.gr, Άρθρα, Τρίτη 24 Μαρτίου 2020.


Το βάθος και η έκταση των δυσμενών επιπτώσεων του Covid 19 στις ευρωπαϊκές οικονομίες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της πανδημίας. Πέρα από το γεγονός ότι ούτε η δημοσιονομική, ούτε η νομισματική πολιτική, που έχουν (προς το παρόν) επιλέξει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελούν τα κατάλληλα εργαλεία αντιμετώπισης της εν λόγω πανδημίας και της επαπειλούμενης ύφεσης, οι χώρες της ευρωζώνης δεν βρίσκονται όλες στην ίδια κατάσταση και δεν έχουν όλες τις ίδιες δυνατότητες αντίδρασης.


Η κάθε μία από αυτές χαρακτηρίζεται από διαφορετικές αντοχές και δυνατότητες. Χώρες της Βόρειας Ευρώπης που διαθέτουν μεγάλα δημοσιονομικά περιθώρια (fiscal space), όπως η Ολλανδία και η Γερμανία, μπορούν να υποστηρίξουν για περισσότερο καιρό την προσπάθεια αντιστάθμισης της ύφεσης πριν εξαντλήσουν τις δημοσιονομικές δυνάμεις τους και τις νομισματικές επιλογές τους. Αντίθετα, χώρες με πολύ λιγότερο ή καθόλου δημοσιονομικό χώρο, όπως αυτές της νότιας Ευρώπης, έχουν πολύ λιγότερο χρόνο πριν βρεθούν μπροστά στην αναπόφευκτη εξάντληση των δυνατοτήτων εφαρμογής μιας παρόμοιας πολιτικής. 

Η χώρα, βεβαίως, η οποία βρίσκεται στη δυσμενέστερη θέση από όλες είναι η Ελλάδα, τόσο διότι έχει το μεγαλύτερο άχθος δημοσίου χρέους όσο και διότι ο ιδιωτικός της τομέας, ακόμη και πριν την εκδήλωση της κρίσης, βρισκόταν σε οιονεί κατάσταση χρεοκοπίας η οποία αντικατοπτρίζεται στον όγκο των επισφαλών και μη εξυπηρετουμένων δανείων, τα οποία, επιπλέον,  έχουν ουσιαστικά απονεκρώσει τις ζωτικές λειτουργίες του τραπεζικού συστήματος.

Για τον λόγο αυτό είναι προφανές πως ακόμα και σε μία ιδεώδη περίπτωση κατά την οποία η κρίση θα τερματιστεί πλήρως σε βραχύτατο χρονικό διάστημα, -ενός μηνός για παράδειγμα-, εάν η Ελλάδα στηριχθεί αποκλειστικά στα μέτρα της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής προς την οποίαν την ωθούν η ΕΚΤ  και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα  υποστεί μία οικονομική οπισθοδρόμηση από την οποία θα απαιτηθούν πολλά χρόνια για να επανέλθει δεδομένου ότι στο θεμελιώδες κλάσμα με αριθμητή το ενεργητικό της εθνικής οικονομίας και παρονομαστή το παθητικό της, (του οποίου κλάσματος η σχέση δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ είναι μία ειδικότερη περίπτωση), ένα πολύ μεγάλο μέρος του ενεργητικού θα έχει καταστραφεί ή απαξιωθεί ενώ, αντίθετα, το παθητικό θα έχει γιγαντωθεί.

Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική δεν μπορούν να προσφέρουν λύσεις

Οι αποφάσεις της 18ης Μαρτίου, της ΕΚΤ, για συνέχιση και επέκταση της πολιτικής της "ποσοτικής χαλάρωσης” δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στη χώρα μας παρά τη μεγαθυμία του Διοικητικού της Συμβουλίου να την συμπεριλάβει, την φορά αυτή, στο σχετικό πρόγραμμά της. Τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ που αντιστοιχούν στην Ελλάδα και προορίζονται για την αγορά ελληνικών κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία προσπάθεια έμμεσης υποβοήθησης του ελληνικού Δημοσίου να ξαναδανειστεί για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κρίσης.

Βεβαίως, ακόμα και αν το ελληνικό Δημόσιο  δεν προσφύγει στον δανεισμό αλλά επιλέξει να χρησιμοποιήσει για την αντιμετώπιση της κρίσης το ήδη υπάρχον αποθεματικό των 30 δισεκατομμυρίων  ευρώ, γεγονός είναι ότι με την έξοδο από την κρίση, το πραγματικό ενεργητικό του και τα διαθέσιμα περιθώρια άσκησης πολιτικής θα έχουν μειωθεί σημαντικά τη στιγμή που αναπόφευκτα, θα έχει μειωθεί και το  ΑΕΠ. Έτσι το ελληνικό Δημόσιο θα βρεθεί και πάλι σε απόσταση αναπνοής από την πιστωτική αφερεγγυότητα, ενώ και πολλές από τις ελληνικές επιχειρήσεις θα έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο.

Εάν, πάλι, το ελληνικό δημόσιο επιχειρήσει να αξιοποιήσει την έμμεση βοήθεια της ΕΚΤ για να δανεισθεί από τις χρηματαγορές, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα τα καταφέρει μέσα στις συνθήκες αναταραχής που ενδεχομένως θα επικρατούν. Ακόμη δε και αν καταφέρει να δανεισθεί, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το επιτόκιο δανεισμού θα είναι στα επιθυμητά επίπεδα. Τέλος, έστω και αν τα δύο αυτά εμπόδια υπερπηδηθούν, δηλαδή αν η Ελλάδα καταφέρει να δανεισθεί και μάλιστα με ευνοϊκό επιτόκιο, παραμένει το εξαιρετικά επικίνδυνο γεγονός πως το χρέος της θα αρχίσει και πάλι να αυξάνεται τη στιγμή που το ΑΕΠ θα μειώνεται.  

Εν ολίγοις, τα μέτρα που ελήφθησαν από την ΕΚΤ αλλά και η "άδεια” από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς τα κράτη-μέλη να κινηθούν ελεύθερα στο ζήτημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δείχνουν να είναι παντελώς αδιέξοδα όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, διότι δεν υπάρχει κάποιο νόημα στο να εφαρμοστεί μία πολιτική η οποία απλώς θα επιχειρήσει να μετατρέψει την απειλούμενη χρεοκοπία μεγάλου αριθμού ιδιωτικών επιχειρήσεων σε χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου. (Με πιθανό αποτέλεσμα ότι, στο τέλος, θα συμβούν και τα δύο  ταυτοχρόνως). 

Η, στο μέτρο του δυνατού, επιτυχής αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του Covid 19, -ειδικά σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, αλλά όχι μόνο σε αυτήν- δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με τη συνήθη προσφυγή στη δημοσιονομική και στη νομισματική πολιτική, όπως παρωθούν τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών να πράξουν η  ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Ο λόγος είναι ότι και οι δύο πολιτικές, σε τελική ανάλυση, στηρίζονται, για την επιτυχία τους στο κατά πόσον και σε ποιο βαθμό η δανειοδότηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες είναι ο κινητήριος μοχλός της οικονομικής δραστηριότητας στην κεφαλαιοκρατική οικονομία της αγοράς, θα αποβεί επιτυχής, επιτρέποντάς τους είτε να παραμείνουν, είτε να καταστούν κερδοφόρες και αποτελεσματικές. Στην παρούσα συγκυρία, όμως, αυτό είναι εξ ορισμού αδύνατον να συμβεί.

Από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μεταβούν στον χώρο της εργασίας τους, η παραγωγή διακόπτεται, ενώ ακόμη και στο ενδεχόμενο που στην επιχείρηση υπάρχουν διαθέσιμα αποθέματα προς πώληση, στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των περιπτώσεων, όταν απαιτείται φυσική επαφή για τη λήψη/κατανάλωση του προϊόντος ούτε οι καταναλωτές είναι διαθέσιμοι. Ως εκ τούτου, είναι παράλογο και αδιέξοδο να εφαρμόζεται μία οικονομική  πολιτική με προϋποθέσεις λειτουργίας των επιχειρήσεων, δηλαδή προϋποθέσεις που δεν ισχύουν. 

Η πανδημία από την φύση της επιβάλλει στις κοινωνίες να λειτουργούν με όρους πολεμικής οικονομίας όπου παραμένουν ενεργοί μόνο τέσσερις (συν ένας) βασικοί κλάδοι που αντιστοιχούν στις τέσσερις βασικές ανάγκες ατόμων και κοινωνικού συνόλου, δηλαδή στη διατροφή, στην  υγεία, στην ενέργεια και στην ασφάλεια/άμυνα (συν οι υπηρεσίες/δίκτυα επικοινωνίας/πληροφορικής), ενώ όλοι οι υπόλοιποι κλάδοι και τομείς βρίσκονται σε αναγκαστική αργία. Το να δανειοδοτούνται οικονομικές μονάδες οι οποίες βρίσκονται σε αργία δεν έχει κανένα οικονομικό νόημα και καμμία οικονομική λογική διότι τα δάνεια, στις πλείστες των περιπτώσεων, δεν πρόκειται να εξυπηρετηθούν και να αποπληρωθούν. Για τον λόγο αυτό απαιτείται ένας άλλου είδους χειρισμός του προβλήματος ώστε να μην είναι αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αναγκαστικής αργίας κατά την διάρκεια της πανδημίας, πρώτα η πτώχευση και χρεοκοπία των παραγωγικών μονάδων και στην συνέχεια η μεταβίβαση της διαδικασίας πτώχευσης και χρεοκοπίας στο τραπεζικό σύστημα και στον δημόσιο τομέα.

Μη επιστρεπτέα επιχορήγηση-drone money

Ο μόνος άλλος τρόπος, όμως, που υπάρχει για να αποφευχθούν οι αλυσιδωτές χρεοκοπίες και πτωχεύσεις, είναι να απαλλαγούν  οι οικονομικές μονάδες, καθ’ όλη την διάρκεια της περιόδου που παραμένουν σε αναγκαστική αργία, από τις πάγιες και διαρκείς υποχρεώσεις τους πληρωμών και παράλληλα να δοθούν τα  απαραίτητα μέσα στους εργαζόμενους που παραμένουν αργοί ή άνεργοι ώστε να δυνηθούν αυτοί και οι οικογένειές τους να ανταπεξέλθουν στις βιοτικές τους ανάγκες.

Αυτό μπορεί να συμβεί με τη νομισματοποίηση των υποχρεώσεών αυτών από την ΕΚΤ με την παροχή, -για όσο καιρό διαρκεί η εξαναγκαστική αργία-, της απαιτούμενης ρευστότητας στις επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους των αργούντων τομέων με την μορφή μη-επιστρεπτέας επιχορήγησης (non repayable funding). H "νομισματοποίηση” συνεπάγεται τη μεταφορά στο παθητικό του ισολογισμού της ΕΚΤ, του παθητικού που δημιουργείται στην πραγματική οικονομία από την απραξία την οποία επιβάλλει σε μεγάλο αριθμό παραγωγικών κλάδων και τομέων η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. (Η  μη-επιστρεπτέα παροχή είναι, φυσικά, και άτοκη).

Ένας πιό γνωστός τρόπος με τον οποίον περιγράφεται αυτού του είδους η νομισματοποίηση και παροχή οικονομικής ενίσχυσης προς τις οικονομικές μονάδες και τον πληθυσμό, είναι η έκφραση helicopter money, την πατρότητα της οποίας έχει ο Milton Friedman. (Την έκφραση αυτή χρησιμοποιήσαμε και εμείς στο προηγούμενο σχετικό άρθρο.) Στην συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση, και για την πληρότητα της ανάλυσης, θα πρέπει να την τροποποιήσουμε για δύο λόγους. 

Πρώτον, διότι πρέπει να αποφευχθεί μία παρεξήγηση που δημιουργείται εξ αιτίας του γεγονότος πως η ιδέα του helicopter money είχε προταθεί ως η κατάλληλη απάντηση σε περιπτώσεις κρίσεων λόγω περιορισμένης συναθροιστικής ζήτησης. Η ρίψη "χρημάτων από το ελικόπτερο”, μεταφορικά, και  η αποστολή μιας επιταγής ενός ορισμένου ποσού σε κάθε πολίτη της χώρας, πρακτικά, θα επέφερε, κατά τον Milton Friedman, αλλά επίσης και κατά τον σύγχρονο συνεχιστή του Ben Bernanke, την επιζητούμενη αύξηση της ζήτησης. Ώστε αυτή παρασέρνοντας και την προσφορά να δράσει αυξητικά στα επίπεδα του εισοδήματος και της απασχόλησης.

Είναι γεγονός, όμως, ότι η συγκεκριμένη περίπτωση των σημερινών προβλημάτων είναι διαφορετική. Αυτό που συμβαίνει είναι πως η κρίση που εξελίσσεται ειναι δευτερευόντως μόνο μία κρίση  ζήτησης. Κατά κύριο λόγο, στην βασική πλευρά της είναι μία κρίση προσφοράς δοθέντος ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μεταβούν στο χώρο της εργασίας τους και οι παραγωγικές μονάδες δεν μπορούν να λειτουργήσουν. 

Το μέτρο λοιπόν που προτείνεται δηλαδή η κάλυψη των παγίων και ανελαστικών υποχρεώσεων πληρωμών των οικονομικών μονάδων με μη-επιστρεπτέες παροχές της ΕΚΤ, είναι ουσιαστικά ένα μέτρο ενίσχυσης της προσφοράς και πιό συγκεκριμένα είναι ένα μέτρο που αποσκοπεί στο να διατηρήσει το παραγωγικό δυναμικό ακέραιο,  ώστε μετά την αποδρομή της πανδημίας οι οικονομικές μονάδες να είναι σε θέση να λειτουργήσουν και πάλι αποτελεσματικά, ώστε το δυνητικό προϊόν της οικονομίας  (potential output) να παραμείνει σε εγγύτητα με το προ της κρίσεως υφιστάμενο  επίπεδό του. 

Για τον λόγο αυτό είναι σαφές ότι οι προτεινόμενες παροχές δεν αφορούν όλον τον πληθυσμό, όπως στην περίπτωση του helicopter money. Πρόκειται για στοχευμένες παροχές που αφορούν και απευθύνονται σε συγκεκριμένες οικονομικές μονάδες και σε συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων αλλά και ανέργων πολιτών που έχουν υποχρεωθεί σε αργία. (Όσοι εργάζονται ή/και αμείβονται κανονικά, ακόμη και μέσα στις έκτακτες συνθήκες, δεν υπάρχει κανένας λόγος να αμειφθούν επιπλέον). 

Συνεπώς δεν πρόκειται ακριβώς για helicopter money-δηλαδή για πάνδημη παροχή. Αν θέλουμε να ακριβολογούμε θα πρέπει να το ονομάσουμε drone money, με την μεταφορική έννοια πως το χρήμα θα το διακινούν drones  και θα το μεταφέρουν ειδικά και στοχευμένα σε κάθε μία οικονομική μονάδα και σε κάθε έναν εργαζόμενο από εκείνους οι οποίοι έχουν βρεθεί στην αναγκαστική αργία. Με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί, πρωτευόντως, η προσφορά, ώστε οι οικονομικές μονάδες να παραμείνουν φερέγγυες, να μην χρεοκοπήσουν, και να μην εισέλθουν σε διαδικασία παραγωγικού εκμηδενισμού τους. Δευτερευόντως, βεβαίως, θα ενισχυθεί και η ζήτηση η οποία εξ αντικειμένου υφίσταται πιέσεις από την αναγκαστική αργία των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας που δεν καλύπτουν βασικές βιοτικές ανάγκες. 

Η μεταφορική εικονοποίηση της όλης διαδικασίας με τον όρο drone money δεν θα πρέπει να αποκρύπτει βεβαίως το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η παροχή της απαραίτητης ρευστότητας δεν θα γίνεται με την χρήση κάποιων drones,  και ούτε καν με την μεταφορά τεράστιων όγκων χαρτονομισμάτων με μεταγωγικά αεροπλάνα, όπως συνέβαινε σε δραματικές στιγμές του πρόσφατου παρελθόντος στην χώρα μας. 

Θα πρέπει να γίνεται με πολύ απλό, ηλεκτρονικό τρόπο, δηλαδή με εντολή της ΕΚΤ για πίστωση του λογαριασμού που διατηρεί το ελληνικό Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος, με το απαραίτητο ποσό, για την κάλυψη των κενών από  τα (μη πραγματοποιηθέντα) έσοδα (λόγω της κρίσης),  αλλά και με το επιπλέον απαραίτητο ποσό για την επιδότηση των εργαζομένων και των ανέργων των αργούντων κλάδων. (Το Δημόσιο στην συνέχεια θα πιστώνει το αναλογούν ποσό σε κάθε έναν από αυτούς με βάση το ΑΦΜ του και τον κλαδικό κωδικό της απασχόλησής του-όπως περίπου φιλοδοξεί να πράξει και τώρα). Με τον ίδιο τρόπο θα μεταφέρονται από την ΕΚΤ στις εμπορικές τράπεζες τα ποσά που θα έχει υπολογιστεί ότι αντιστοιχούν σε όσα κατέβαλαν πριν διαταραχθεί η κανονικότητα της οικονομικής ζωής, για την  εξυπηρέτηση των χρηματοπιστωτικών τους υποχρεώσεων, οι οικονομικές μονάδες που βρίσκονται σε αναγκαστική αργία.

Η νομισματοποίηση δεν φέρνει πάντα πληθωρισμό, ούτε ζημίες στις εκδοτικές τράπεζες

Η νομισματοποίηση  χρέους δεν είναι μία πρωτοφανής διαδικασία. Είναι κάτι που έχει συμβεί επανειλημμένως στην εποχή που οι τράπεζες άρχισαν να εφαρμόζουν την πολιτική του λογιστικού, άυλου χρήματος (fiat money), χωρίς δηλαδή να προχωρούν στην ανταλλαγή ή έστω στην αντιστοίχιση των τραπεζογραμματίων με χρυσό. Άλλωστε ακόμα και σε συστήματα τα οποία στηρίζονταν στην τελική ανταλλαξιμότητα των τραπεζογραμματίων με χρυσό, όπως ήταν εκείνο του Bretton Woods, υπήρχε η δυνατότητα για νομισματοποίηση δημοσίων δαπανών. (Αν και η κατάχρηση αυτής της δυνατότητας από την χώρα η οποία ήταν και ο βασικός πυλώνας του συστήματος, τις ΗΠΑ, οδήγησε τελικά στην κατάρρευσή του). 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο σημαντικό γεγονός στην πολιτική του new deal, γεγονός το οποίο ουσιαστικά έδωσε την δυνατότητα στην αμερικάνικη οικονομία να αρχίσει να εξέρχεται από την βαθιά κρίση που είχε ξεκινήσει το 1929, ήταν η κατάργηση της ανταλλαξιμοτητας του χρυσού, -για την ακρίβεια η "αναστολή” της υποχρέωσης του αμερικανικού Δημοσίου να εξοφλεί τα χρέη του σε χρυσό- από τον πρόεδρο Roosevelt το 1933.  Αυτό στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από μία πράξη νομισματοποίησης του δημοσίου χρέους. Κάτι το οποίο όχι μόνο απαγορευόταν από την υφιστάμενη νομοθεσία των ΗΠΑ -όπως και σήμερα απαγορεύεται από το καταστατικό της ΕΚΤ η νομισματοποίηση δημοσίου χρέους των κρατών-μελών-, αλλά και είχε σαν αποτέλεσμα την έκδοση μιας καταδικαστικής για το κράτος αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η οποία όμως -για καλή τύχη της αμερικανικής οικονομίας- δεν ακύρωσε το διάταγμα του προέδρου Roosevelt. Τα αποτελέσματα της νομισματοποίησης αυτής αποδείχθηκαν πλήρως ευεργετικά για την οικονομία των ΗΠΑ.

Κάθε σύγχρονη εκδοτική τράπεζα είναι ένας οργανισμός (που στην πραγματικότητα δεν είναι καν τράπεζα και  ονομάζεται έτσι κατά συνθήκην και από συνήθεια), ο οποίος στην παθητική πλευρά του ισολογισμού του, έχει καταχωρημένο το σύνολο των νομισματικών μέσων που έχει δημιουργήσει και διοχετεύσει στην εθνική οικονομία που υπηρετεί. Η αύξηση του παθητικού της, δηλαδή των νομισματικών μέσων που θέτει στην διάθεση της οικονομίας για τις συναλλαγές της είναι μία συνεχής δραστηριότητα.

Εν τούτοις, σώφρων και υπεύθυνη νομισματική πολιτική θεωρείται αυτή στην οποία η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας ακολουθεί αρμονικά τον ρυθμό με τον οποίον αυξάνονται οι ανάγκες των συναλλαγών ως συνέπεια της αύξησης του ΑΕΠ. Αν η αύξηση των νομισματικών μέσων,  είναι ταχύτερη από τις ανάγκες της οικονομίας, δηλαδή αν υπάρχει νομισματοποίηση που δεν "αντικρίζεται” με πραγματικό προϊόν, αυτό συνήθως προκαλεί  στις σχετικές τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγονται στην οικονομία, μεταβολές οι οποίες όμως δεν έχουν σχέση με ένα άλλο είδος μεταβολών οι οποίες προκύπτουν από την ανισόμετρη εξέλιξη της παραγωγικότητας ανά κλάδο. 

Αυτή η δεύτερη διαδικασία μεταβολής των σχετικών τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών είναι ο αφανής μηχανισμός στην οικονομία της αγοράς ο οποίος κινεί την δυναμική της ανάπτυξης. Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους σε ορισμένους τομείς λόγω της αλλαγής των  σχετικών τιμών, και η προοπτική υψηλότερης συνολικής κερδοφορίας εκεί, είναι το "σήμα” προς τα οικονομικά υποκείμενα για την μεταφορά των παραγωγικών πόρων από την λιγότερο  στην περισσότερο αποδοτική δραστηριότητα. 

Όταν, όμως, αυτή η αλλαγή στις σχετικές τιμές συνυπάρχει, και συγχέεται, με την μεταβολή λόγω της άστοχης αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας το πρόβλημα που δημιουργείται είναι πως δίνονται λανθασμένα σήματα στα οικονομικά υποκείμενα με αποτέλεσμα η κατανομή των πόρων ανά χρήση και ανά κλάδο να μην είναι η αρίστη. Αυτό είναι το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού και για αυτό προσπαθούν να τον αποφύγουν οι κεντρικές τράπεζες.

Υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις, όμως, όπου ο πληθωρισμός είναι μικρότερο πρόβλημα από αυτό το οποίο προσπαθεί να θεραπεύσει η νομισματική πολιτική με την νομισματοποίηση μιας παραμέτρου της οικονομικής λειτουργίας. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και τώρα. Πρώτον, η ικανοποίηση των βασικών βιοτικών αναγκών ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων και ανέργων πολιτών της χώρας και των οικογενειών τους και, δεύτερον, η διαφύλαξη και προστασία του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού της χώρας, είναι πολύ πιο σημαντικοί στόχοι και προτεραιότητες από την αποφυγή ενός ενδεχομένου πληθωριστικού επεισοδίου σε κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, το οποίο μάλιστα, αν συμβεί, κατά πάσαν πιθανότητα θα είναι δυνατόν να ελεγχθεί εύκολα.  

Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος και κανείς δεν μπορεί να αποδείξει με αναγωγή στην οικονομική θεωρία ότι η νομισματοποίηση των αναγκών ρευστότητας που δημιουργούνται από την αναγκαστική απραξία ολόκληρων παραγωγικών κλάδων και τομέων της οικονομίας, θα δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις όταν η οικονομία σταδιακά επανέλθει στην κανονική λειτουργία της, αργά ή γρήγορα. Η εικόνα του προέδρου της γερμανικής κεντρικής Τράπεζας να καταθέτει το 2014 στο -ούτως ή άλλως αναρμόδιο για το θεμα Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας- ότι η πολιτική που ακολουθούσε από το 2012 και στην συνέχεια η ΕΚΤ θα είχε σαν αποτέλεσμα την εκρηκτική άνοδο του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, -πράγμα το οποίο, ως γνωστόν, δεν συνέβη ποτέ- θα έπρεπε να είναι αρκούντως διδακτική για όλους εκείνους που επιχειρούν να τρομοκρατήσουν την κοινή γνώμη αναφερόμενοι σε πληθωριστικές εκρήξεις. 

Άλλωστε, τη στιγμή που η ΕΚΤ, μέσα σε ένα παντελώς αντιπληθωριστικό παγκόσμιο περιβάλλον,  δηλώνει πως διαθέτει για να αυξήσει τα διαθέσιμα των εμπορικών τραπεζών τρία τρισεκατομμύρια ευρώ με επιτόκια που φθάνουν έως -0,75%, τα οποία διαθέσιμα, -παρεμπιπτόντως-, δεν φαίνεται να έχουν και πολύ ζήτηση,  είναι άξιο απορίας πώς μπορεί να είναι κάποιος βέβαιος ότι η ηλεκτρονική μεταφορά υποπολλαπλασίων του ποσού αυτού από έναν τραπεζικό λογαριασμό σε έναν άλλον, καθώς και η παροχή ενός επιδόματος επιβίωσης σε μία σειρά εργαζόμενους, θα μπορέσει να προκαλέσει τόσο σημαντική άνοδο του πληθωρισμού, σε έναν κόσμο που -θυμίζουμε- παρά τα τρισεκατομμύρια που έχουν διαθέσει όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες τα δέκα τελευταία χρόνια, ο πληθωρισμός αρνείται να πλησιάσει ακόμη και το 2%.

Όσο για τους φόβους οι οποίοι εκφράζονται, -σποραδικά είναι η αλήθεια-, ότι η νομισματοποίηση μιας οικονομικής δαπάνης από την ΕΚΤ θα δημιουργήσει ζημίες στον ισολογισμό της και ενδεχομένως να απαιτηθεί η "ανακεφαλαιοποίησή” της με χρήματα των ευρωπαίων φορολογουμένων (!), το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι πως πρόκειται για αστειότητες οι οποίες διατυπώνονται κατά καιρούς από πολιτικούς (αλλά και Βαυαρούς οικονομολόγους) με σκοπό τον φρονηματισμό των εκλογέων τους. Η σύγχρονη εκδοτική τράπεζα είναι ο μόνος θεσμός που απολαμβάνει την δυνατότητα να έχει μόνο λογιστικές ζημίες (δηλαδή οι ζημίες της να είναι χρήματα που δεν λείπουν από κανέναν και δεν θα ζητηθούν ποτέ), αλλά πραγματικά κέρδη, λόγω seigniorage, δηλαδή λόγω του προνομίου του εκδοτικού δικαιώματος.  

Η ΕΚΤ -δυστυχώς- είναι ένας πολιτικός οργανισμός

Είναι σαφές ότι η ΕΚΤ δεν έχει την διανοητική δυνατότητα να συλλάβει την αναγκαιότητα της νομισματοποίησης των αναγκών ρευστότητας χωρών της ευρωζώνης.  Πρόκειται για έναν οργανισμό ο οποίος καθυστέρησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν προχωρήσει στην απολύτως αυτονόητη, επιβεβλημένη και στοιχειώδη πράξη της απλής προφοράς τριών λέξεων ("whatever it takes”), Και επτά ολόκληρα χρόνια πριν προχωρήσει στην πρακτική της ποσοτικής χαλάρωσης στην οποία εισήλθε πραγματικά κατόπιν εορτής,  και ίσως χωρίς κανένα λόγο, και την οποία συνεχίζει να ακολουθεί και σήμερα, θεωρώντας την πανάκεια όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις της της 18ης Μαρτίου. 

Είναι επίσης ένας οργανισμός ο οποίος, παρά το γεγονός πως εμφανίζεται ως τεχνοκρατικός και μη δεχόμενος πολιτικές επιρροές, στην πραγματικότητα κινείται με περιορισμούς που τίθενται από πολιτικές προτεραιότητες και ιδεολογικές εμμονές. Ευρισκόμενη δε σε συνεχή αντίθεση με την πιο πολυπληθή, πιο εύρωστη οικονομικά, και πιο αρτηριοσκληρωτική όσον αφορά θέματα οικονομικής πολιτικής, χώρα της ευρωζώνης-και δυστυχώς εκείνη που προς το παρόν έχει την μικρότερη άμεση ανάγκη για νομισματοποίηση των δικών της αναγκών- είναι προφανές πως η δικηγόρος και πολιτικός που την διοικεί, ούτε καν μπορεί να φανταστεί ότι οφείλει να διαβεί τις "κόκκινες γραμμές” που έχει θέσει μπροστά της η γερμανική ιδεοληψία, και το στενό γερμανικό συμφέρον. 

Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα είναι σαφές πως η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να διεκδικήσει ευθέως την παροχή helicopter money (drone money κατά την δική μας εκδοχή). Πολλώ μάλλον διότι ως χώρα  έχουμε διαχρονικά απωλέσει κάθε είδος σχετικής αξιοπιστίας με αποκορύφωμα βέβαια την "γενναία” διαπραγμάτευση του 2015 όπου παρά το ότι ήμασταν αρτιμελείς, υγιείς και εύρωστοι, δηλώναμε στους Ευρωπαίους ότι υπήρχε κάποιος ειδικός λόγος για τον οποίον θα έπρεπε να μας χρηματοδοτούν αενάως ώστε να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. Συνεπώς εάν σήμερα η ελληνική κυβέρνηση  θέσει προς συζήτηση θέμα  non-repayable funding και drone money, το πιο πιθανό είναι ότι την επομένη ημέρα η γνωστή Bild θα κυκλοφορήσει ζητώντας την άμεση αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ κανένας Γερμανός πολιτικός δεν θα τολμήσει να υποστηρίξει την παροχή ρευστότητας με "αντισυμβατικό” τρόπο. 

Όμως η αλήθεια είναι πως ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης, πρώτα για τις ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης και στην συνέχεια για όλες τις άλλες, περνάει μέσα από την παροχή μη επιστρεπτέας επιχορήγησης από την ΕΚΤ. (Κάτι το οποίο αντιλαμβάνονται όλο και περισσότερο νοήμονες και έγκυροι οικονομολόγοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως δείχνουν τα σχετικά άρθρα που όλο και πληθαίνουν). 

Όλα βεβαίως, σε τελική ανάλυση, θα εξαρτηθούν από την χρονική διάρκεια και το βάθος της κρίσης. Πλην όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας ακόμα και εξαιρετικά σύντομη να είναι η δοκιμασία, οι επιβαρύνσεις που θα δημιουργηθούν αν δεν ληφθούν τα επιβαλλόμενα μέτρα από την ΕΚΤ, όχι μόνο θα είναι μεγάλες και θα έχουν μακροχρόνιες επιπτώσεις, αλλά ενδεχομένως, και να μεταφερθούν αλυσιδωτά στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Πρώτα στις πλέον ευάλωτες και ασταθείς και στην συνέχεια σε αυτές που σήμερα θεωρούνται ισχυρές. 

Αυτός είναι ο λόγος που σε μία ιδεώδη περίπτωση, αν τόσο η ΕΚΤ όσο και η ευρωπαϊκή ηγεσία αντιλαμβάνονταν τάχιστα το τι διακυβεύεται, θα ήταν δυνατόν να ξεκινήσει η διάσωση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τους πιό αδύναμους κρίκους προς τους πιό ανθεκτικούς. Σταδιακά και όχι μέ μία προσπάθεια καθολικής  παροχής ρευστότητας στο εύρος  όλης της ευρωζώνης. Θα έπρεπε, δηλαδή, να ξεκινήσει από την πιο ευάλωτη και ασταθή περίπτωση που είναι αυτή της υπερχρεωμένης Ελλάδας, παρέχοντας την απαραίτητη ρευστότητα για την σωτηρία του παραγωγικού ιστού της και με κριτήριο αυτήν, θα έπρεπε να δημιουργηθεί μία σειρά αντικειμενικών δεικτών, (όπως η απόδοση του χρηματιστηρίου από την 1η Μαρτίου 2020 και στη συνέχεια, τα spreads των κρατικών ομολόγων, τα spreads των εταιρικών ομολόγων σε σχέση με τα κρατικά κλπ)  με βάση τους οποίους, κάθε φορά που θα φαινόταν ότι κάποια χώρα εισέρχεται στο πεδίο της μείζονος κρίσης, θα ξεκινούσε η παροχή και σε αυτήν μη επιστρεπτέας ρευστότητας από την ΕΚΤ. 


Την στιγμή αυτή, η σταδιακή προσφυγή στην μεθόδευση του drone money, ξεκινώντας από τις πλέον ευάλωτες χώρες της ευρωζώνης και προχωρώντας στις πιό "ισχυρές” όσο η κατάσταση και σε αυτές επιδεινώνεται, είναι ο μόνος τρόπος για να απομειωθούν οι αναπόφευκτα δυσμενείς επιπτώσεις του Covid 19 στις ευρωπαϊκές οικονομίες.