ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ: η “ηθική του χρέους” και η “αρχή της προφύλαξης”, Δημήτρης Α. Ιωάννου, Ανιχνεύσεις, Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020.
Η πρωτοφανής δοκιμασία ενώπιον της οποίας θέτει την ανθρωπότητα η πανδημία του κορονοϊού εγείρει σημαντικά ηθικά και πολιτικά ερωτήματα που σχετίζονται με τις πολιτικές οι οποίες πρέπει να εφαρμοστούν για την αναχαίτιση της διασποράς της και την μείωση των επιπτώσεών της.
Κάθε πολιτική ηγεσία που έχει την ευθύνη επιβολής μέτρων σε εθνικό επίπεδο, έρχεται αντιμέτωπη με ένα σημαντικό δίλημμα και είναι αναγκασμένη να προχωρήσει στην αναζήτηση ενός συγκερασμού δύο αντικρουόμενων και αντίρροπων φαινομένων, τα οποία προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίον μεταδίδεται η μόλυνση, δηλαδή από την χωρική συνάφεια και την κοινωνική συναναστροφή.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι δεδομένο ότι ο μόνος τρόπος για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού είναι ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός των κοινωνικων συναναστροφών και αλληλεπιδράσεων περιλαμβανομένης, φυσικά, και της ίδιας της εργασίας. Πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο με την κοινωνική αποστασιοποίηση (social distancing), δηλαδή την μείωση και την αραίωση των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Αυτή, ομως, ενώ εκτιμάται ότι μπορεί να περιορίσει τον ρυθμό εξάπλωσης της μόλυνσης στον πληθυσμό, από την άλλη πλευρά, όσο πιο έντονη, αυστηρή και εκτεταμένη είναι, τόσο περισσότερο αποδυναμώνει, υποβαθμίζει και περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, το πρόβλημα που καλούνται να λύσουν οι πολιτικές ηγεσίες είναι σε τι βαθμό θα περιορίσουν την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα τους ώστε να καθυστερήσουν αναλόγως και την εξάπλωση της επιδημίας στον πληθυσμό, ώστε αυτή η επιβράδυνση, αφ’ ενός μεν, να επιτρέψει στα εθνικά συστήματα υγείας να ανταποκριθούν, αφ΄ετέρου δε, να προσφέρει τον χρόνο που απαιτείται ώστε να δοθούν οι λύσεις που αναζητούνται είτε -ίσως- από την έλευση του θέρους στο βόρειο ημισφαίριο, είτε από τα αποτελέσματα των εργαστηριακών ερευνών για εμβόλιο και αντίδοτο.
Είναι πράγματι ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα συγκερασμού, ειδικά εάν σκεφτεί κανείς ότι και ο περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας έχει κάποια όρια πέρα από τα οποία ενδεχομένως τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν να είναι μεγαλύτερα και από αυτά που δημιουργεί η εξάπλωση του ιού. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, εάν λάβει κανείς υπ΄όψιν του ότι η επιστήμη δεν είναι σε θέση, ακόμη, να δώσει θετικές απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα όπως το εαν η εξάπλωση του ιού εξασθενεί με την άνοδο της θερμοκρασίας, εαν υπάρχει πιθανότητα επαναμόλυνσης σε άτομα που ήδη έχουν νοσήσει και θεραπευθεί, πότε θα βρεθεί εμβόλιο αλλά και θεραπευτικό φάρμακο κλπ. Ετσι αυτοί που καλούνται να πάρουν πολιτικές αποφάσεις και να τις εφαρμόσουν, καλούνται να λύσουν ουσιαστικά ένα πρόβλημα για το οποίο γνωρίζουν πολύ λίγα από τα δεδομένα του και τα υπόλοιπα πρέπει να τα μαντέψουν ή να τα υποθέσουν: δεν ξέρουν πόσο θα κρατήσει και ποια θα είναι η δυναμική της εξάπλωσης του ιού στον πληθυσμό, δεν ξέρουν πόσο θα αντέξει η οικονομία και δεν μπορούν να εκτιμήσουν τις κοινωνικές αντοχές στους περιορισμούς που θα επιβληθούν. Είναι, λοιπόν, υποχρεωμένοι να κινηθούν με ένα μεγάλο ποσοστό αβεβαιότητας.
Απέναντι σε αυτό το πρόβλημα έχουν ήδη διαφανεί δύο διαφορετικές προσεγγίσεις και αντιλήψεις. Η πρώτη είναι εκείνη στην οποία, σε γενικές γραμμές, φαίνεται να προχωρούν οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Ολλανδίας, των ΗΠΑ αλλά και κάποιων σκανδιναβικών χωρών. Από τον τρόπο με τον οποίον δείχνουν να αντιμετωπίζουν την επιδημία είναι σαφές ότι προτάσσουν ως σημαντικότερη προτεραιότητα την όσο το δυνατόν ομαλότερη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα τους. Για αυτό επιλέγουν την λεγόμενη “επιθετική πολιτική”, η οποία συνεπάγεται ότι η κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα θα πρέπει να περιοριστεί όσο το δυνατόν λιγότερο με σκοπό ο πληθυσμός να εμβαπτιστεί, τρόπον τινά, στην επιδημία και να διέλθει από αυτήν με τις λιγότερες δυνατές συνέπειες για την οικονομική ζωή μέσω της απόκτησης της “ανοσίας της αγέλης” (herd immunity) όπως λέγεται.
Κάποιοι από τους ηγέτες που έχουν επιλέξει αυτή την πολιτική, όπως ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, δεν κρύβουν ότι θα υπάρξουν απώλειες (“αγαπημένων προσώπων”) στον πληθυσμό αλλά τονίζουν πως αυτό, ούτως ή άλλως, είναι αναπόφευκτο όποια πολιτική και αν επιλέγει. Συνεπώς, αυτό που, κατά την γνώμη τους, έχει σημασία είναι η κρίση να τελειώσει γρήγορα, ανεξαρτήτως απωλειών, χωρίς όμως να αποδιαρθρώσει την κοινωνική συνοχή και την οικονομική ζωή της χώρας.
Βέβαια, η επίκληση της επιστήμης για υποστήριξη της πολιτικής που επιλέγουν να εφαρμόσουν οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις δεν στηρίζεται παρά μόνο σε υποθέσεις και -ίσως- σε ευσεβείς πόθους διότι δεν έχει καθόλου αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να αποκτηθεί από ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, με μικρές σχετικά απώλειες, συλλογική ανοσία απέναντι στον συγκεκριμένο ιό. Όμως πρόκειται για μία επιλογή την οποία οι ίδιοι οι οπαδοί της την χαρακτηρίζουν “γενναία” και την συγκρίνουν με την επιλογή μίας χώρας να εισέλθει σε έναν πόλεμο με όλες της τις δυνάμεις όταν δεν υφίσταται άλλη διέξοδος. Οι πολιτικές αναλογίες και αναφορές που αντιστοιχούν σε αυτήν την συγκεκριμένη πολιτική θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν ένα είδος “άγριου” φιλελευθερισμού που αντλεί την έμπνευσή του από τον δαρβινισμό και την ανάγκη της επικράτησης του πλέον ισχυρού, αλλά ακόμη και από ένα είδος σταλινισμού που θυσιάζει τους λίγους προς χάριν των πολλών αλλά και το παρόν προς χάριν ενός λαμπρού μέλλοντος.
Η άλλη αντίληψη, την οποία μάλλον αντιπροσωπεύει και η Ελλάδα, μαζί με χώρες του νότου της Ευρώπης, (μετά μάλιστα από την τραγική εμπειρία της Ιταλίας), αλλά επίσης και χώρες της Ασίας όπως η Νότιος Κορέα και η Σιγκαπούρη και -πάνω από όλες- η χώρα από την οποία ξεκίνησε ο κορονοϊός αλλά και η χώρα στην οποία, επίσης, άρχισε η υποχώρησή του, δηλαδή η Κίνα, είναι μία αντίληψη τελείως διαφορετική. Επιδιώκοντας την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιβράδυνση μέσω της προέκτασης στον χρόνο της εξάπλωσης της επιδημίας, ουσιαστικά θυσιάζει την οικονομική δραστηριότητα αποβλέποντας σε όσο το δυνατόν λιγότερες κοινωνικές επιπτώσεις, δηλαδή λιγότερες ανθρώπινες απώλειες, προσδοκώντας επίσης ότι στον χρόνο που θα κερδηθεί έτσι, η επιστήμη θα καταφέρει να προσφέρει τις αναζητούμενες λύσεις. Ο συγκερασμός εδώ είναι σαφώς προς την πλευρά της ελαχιστοποίησης του ανθρώπινου πόνου, εις βάρος της οικονομικής δραστηριότητας και της συνέχισης των παραγωγικών διαδικασιών. Η πολιτική αναλογία και ιδεολογική αναφορά σε αυτήν την περίπτωση είναι με έναν “ήπιο” φιλελευθερισμό με ανθρωποκεντρικό άξονα.
Με ποιό κριτήριο πρέπει, άραγε, να αξιολογήσουμε ποια από τις δύο ανωτέρω επιλογές πολιτικής είναι προτιμότερη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η επιλογή αυτή μπορεί να έχει τραγικές συνέπειες για την μοίρα χιλιάδων, αν όχι και εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο;
Θεωρώ ότι υπάρχουν δύο κριτήρια. Το πρώτο αφορά το περιεχόμενο του ηθικού χαρακτήρα της επιλογής πού γίνεται. Είναι αυτό που σχετίζεται με την αντίθεση της “ηθικής των πεποιθήσεων” με την “ηθική του χρέους”. Υποστηρικτής και φορέας της “ηθικής των πεποιθήσεων” είναι εκείνος ο οποίος κινείται αποκλειστικά με την βεβαιότητα ότι η δική του αντίληψη, η δική του κοσμοθεωρία και η δική του ματιά για τον κόσμο όχι μόνο είναι η πλέον ορθή και δίκαιη, αλλά, κυρίως. ότι αρκεί πλήρως από μόνη της για να καθορίσει θετικά το αξιακό πλαίσιο της ύπαρξης ανθρώπων και κοινωνίας.
Τουναντίον, ο εκπρόσωπος και εκφραστής της “ηθικής του χρέους” σκέφτεται και ενεργεί με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Όσο βαθιά και αν έχει ενστερνιστεί μία ιδιαίτερη άποψη για τον κόσμο, δεν αισθάνεται πως έχει το δικαίωμα να την επιβάλλει σε ανθρώπους που δεν την αποδέχονται.Από τη στιγμή που επιθυμεί την συμβίωση μαζί τους υποτάσσει τις ιδιαίτερες πεποιθήσεις του στην υποχρέωση να ακολουθήσει τους κανόνες που θέτει η συγκροτημένη πλειοψηφία.
Η “ηθική του χρέους” δηλαδή είναι η ηθική των ανθρώπων που πιστεύουν στην δημοκρατία ως σκοπό και όχι ως μέσον. Είναι η ηθική των ανθρώπων που πιστεύουν στην ομαλή κοινωνική συμβίωση σε αντίθεση με τους οπαδούς της “ηθικής των πεποιθήσεων” η οποία τροφοδοτεί, αναπόφευκτα, την κοινωνική διαμάχη αφού εκφράζει την στάση ζωής όσων θεωρούν τους εαυτούς τους οραματιστές και πρωτοπόρους που δικαιούνται να ορίζουν την μοίρα των υπολοίπων, την μοίρα του άβουλου πλήθους (που αγνοεί την “ιστορικότητα” που αυτοί οι πεφωτισμένοι γνωρίζουν και υπηρετούν).
Αυτή όμως η εξοργιστική αυθαιρεσία και αλαζονεία είναι και ο λόγος για τον οποίον η “ηθική των πεποιθήσεων” δεν γίνεται, δεν πρέπει να γίνεται, ανεκτή ως φιλοσοφική και ιδεολογική προκείμενη σε μία δημοκρατική κοινωνία. Μπορεί να είναι ανεκτή μόνο ως προσωπική επιλογή και στάση ζωής, αλλά δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί όταν επιχειρεί να επιβάλει τις αξίες της επί του κοινωνικού συνόλου. Αν ίσως όχι αξιοθαύμαστος, εν τούτοις είναι αξιοπρόσεκτος εκείνος ο οποίος αγαπά την ρώσικη ρουλέτα και επιδίδεται σε αυτήν καθημερινά. Δεν δικαιούται όμως να προτείνει ως κοινωνική επιταγή και να επιβάλλει την ίδια ενασχόληση σε όλη την κοινωνία και σε ανθρώπους που δεν θέλουν να παίζουν ρώσικη ρουλέτα αλλά επιλέγουν να ζουν έναν προβλέψιμο βίο.
Το δεύτερο κριτήριο σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίον λαμβάνονται αποφάσεις για προβλήματα με υψηλό ποσοστό αβεβαιότητας όσον αφορά τα πραγματικά τους δεδομένα. Αφορά την αντίθεση ανάμεσα στο να ακολουθείται η μέθοδος της βουλησιαρχικής-αξιακής προσέγγισης ή, αντιθέτως, η “αρχή της προφύλαξης” (precautionary principle).
Η βουλησιαρχική-αξιακή προσέγγιση, πάντοτε σχεδόν εμφορούμενη από έδραίες φιλοσοφικές, ηθικές και κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις, είναι εκείνη που αντιλαμβάνεται την σημασία του κάθε προβλήματος ως σχετική και ιεραρχικά συναρτώμενη με την κλίμακα των αξιών και των στόχων την οποία πρωτίστως εκπροσωπεί και προωθεί. Η βαρύτητα κάθε προβλήματος αλλά και ο τρόπος αντιμετώπισής του υπερκαθορίζονται από το αν και κατά πόσο συνάδουν με ή αντιστρατεύονται την ιεραρχική αυτή κλίμακα αξιών. (Η κλιματική αλλαγή, για παράδειγμα, για την εν λόγω φιλοσοφική άποψη, δεν είναι ένα πρόβλημα το οποίο πράγματι υφίσταται, η και αν υφίσταται αυτό δεν έχει σημασία, διότι η προσπάθεια αντιμετώπισής της και περιορισμού των συνεπειών της, πιθανόν θα υπονομεύσει την τρέχουσα οργάνωση της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας, η οποία όμως είναι επιθυμητή, ως υπέρτερη στην αξιακή κλίμακα, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να διαταραχθεί).
Η “αρχή της προφύλαξης”, αντιθέτως, έχει τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα. Δεν μετέρχεται αξιακές και υποκειμενικές κρίσεις για τον ορισμό του πεδίου των προβλημάτων που καλείται να διαχειριστεί. Εμφορείται από την βασική ιδέα ότι για έναν κίνδυνο ο οποίος εμφανίζεται πιθανός, έστω και αν αγνοούμε τις ιδιαίτερες παραμέτρους του, επιβεβλημένη αντιμετώπιση είναι η επιλογή λύσεων οι οποίες θα λαμβάνονταν και στην περίπτωση που αυτός ο κίνδυνος αποτελούσε βεβαιότητα, υπό τον περιορισμό βεβαίως ότι οι λύσεις που θα προκριθούν δεν θα δημιουργήσουν μεγαλύτερες απώλειες από όσες θα δημιουργούσε ο ίδιος ο κίνδυνος υλοποιούμενος. Ενώ θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα μετριοπαθής και συντηρητική, στην πραγματικότητα η “αρχή της προφύλαξης” είναι μία ιδιαίτερα ριζοσπαστική και για αυτό δημοκρατική προσέγγιση των προβλημάτων, εφ’ όσον υποβάλλει και επιβάλλει μία ιδιαίτερα ενεργητική αντιμετώπισή τους προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας
Οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις απέναντι στην πανδημία που εξελίσσεται διεθνώς, στηρίζονται στις δύο αυτές αντιτιθέμενες φιλοσοφικές στάσεις. Η “επιθετική προσέγγιση” απέναντι στον κορονοϊό της κυβέρνησης του Boris Johnson, η οποία έχει αποφασίσει να περάσει όλο τον πληθυσμό της χώρας του, -νέους, γέρους και παιδιά-, διά πυρός και σιδήρου προκειμένου να έχει τις μικρότερες δυνατές απώλειες, όχι όμως σε ανθρώπινες ζωές αλλά σε οικονομική δραστηριότητα, -χωρίς μάλιστα η επιλογή αυτή να στηρίζεται σε κάποια αποδεδειγμένα επιστημονικά συμπεράσματα- είναι σαφέστατα μία επιλογή τροφοδοτημένη από την “ηθική των πεποιθήσεων” και την “βουλησιαρχική-αξιακή” αντίληψη.
Αντίθετα η πολιτική των πιο μετριοπαθών, ως προς αυτό το θέμα, κυβερνήσεων υποδηλώνει ότι πρυτάνευσαν στην επιλογή τους η “ηθική του χρέους” και η “αρχή της προφύλαξης”. Όσο αμηχανία κι αν αισθάνεται κανείς λέγοντας κάτι παρόμοιο για μία ομάδα χωρών στις οποίες περιλαμβάνονται και δεσποτικά καθεστώτα όπως εκείνα της Κίνας, αλλά και της Σιγκαπούρης, γεγονός είναι ότι η επιλογή αυτή στην ουσία της έχει περισσότερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα, συγκρινόμενη με την στάση τόσο των αντιδημοκρατικών εκείνων καθεστώτων τα οποία αρνούνται παντελώς την ύπαρξη του προβλήματος ή προσπαθούν να το αποκρύψουν και υποβαθμίσουν, όσο και με την στάση εκείνων των, δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, οι οποίες, όμως, επιλέγουν την ολομέτωπη σύγκρουση των κοινωνιών τους με την πανδημία, αδιαφορώντας για τις απώλειες, χωρίς μάλιστα να έχουν ουσιαστικά συμβουλευτεί και ρωτήσει τους πολίτες τους.
Είναι ευτύχημα το ότι η Ελλάδα, σήμερα, ανήκει στην κατηγορία των χωρών που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με τον ανθρωποκεντρικό και όχι με τον δογματικό τρόπο.Το πιο πιθανό είναι πως όσο μεγάλος και αν είναι ο πόνος που θα αισθανθούμε από όσα πρόκειται να συμβούν, θα είναι μικρότερος από αυτόν που θα αισθανόμασταν εάν, ως χώρα, είχαμε ακολουθήσει την αντίθετη επιλογή.