7 Απρ. 2012 Το μετέωρο βήμα της εσωτερικής υποτίμησης
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 7/4/2012
Οι τεχνικές εκθέσεις του ΔΝΤ και της Ε.Ε. που συνοδεύουν την έγκριση του δεύτερου Μνημονίου /Δανείου, όπου η εσωτερική υποτίμηση καθίσταται ρητώς πρωταρχικός και κρίσιμος στόχος για την επιτυχία του νέου Προγράμματος, και κυρίως η έκθεση του ΔΝΤ, είναι αποκαλυπτικές όσον αφορά τον υψηλό «κίνδυνο ατυχήματος» που διατρέχει το Πρόγραμμα και η Ελλάδα.
Οι δύο εκθέσεις αποτελούν τις τεχνικά πληρέστερες αποτυπώσεις των πρόσφατων οικονομικών
δεδομένων της χώρας και της δυναμικής τους. Και κυρίως η Έκθεση του ΔΝΤ, η οποία καλείται να απαντήσει, μεταξύ άλλων, και σε τεχνικές - πολιτικές ενστάσεις - αντιρρήσεις εκπροσώπων τρίτων χωρών (Βραζιλίας, Κίνας, Ρωσίας, ΗΠΑ), οι οποίοι δεν δεσμεύονται από την τρέχουσα μονομέρεια του «υπαρκτού ευρωπαϊσμού». Γι' αυτό περιέχουν, διπλωματικά διατυπωμένες, ρεαλιστικές εκτιμήσεις για το 2ο Ελληνικό Πρόγραμμα.
Δύο είναι τα κύρια σημεία ως προς τον υψηλό κίνδυνο ατυχήματος. Πρώτον ότι παρά το παγκόσμιο ρεκόρ στο ύψος της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, αυτό θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα οριακής βιωσιμότητας επί σειρά ετών. Η οριακή βιωσιμότητα συνδέεται με φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής και εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις. Προϋποθέτει δε εφαρμογή ενός ιδιαίτερα αισιόδοξου σεναρίου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η ελάχιστη απόκλιση από τα φιλόδοξα και αισιόδοξα θεωρείται ότι θα ενεργοποιήσει την ανάγκη νέας στήριξης από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας και νέα αναδιάρθρωση χρέους.
Δεύτερον, η συνάρτηση της επιτυχίας του Προγράμματος από την επιτυχία του, πρωταρχικού πλέον, στόχου της εσωτερικής υποτίμησης. Κι εκεί η τεχνική έκθεση του ΔΝΤ υποχρεώνεται να αναζητήσει μαθήματα από άλλες εμπειρίες και να προχωρήσει σε συγκριτικές αξιολογήσεις. Το τεχνικό-πολιτικό συμπέρασμα ως προς το εγχείρημα της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα έρχεται να επιβεβαιώσει την αυξημένη πιθανότητα ατυχήματος του 2ου Προγράμματος.
Η Έκθεση του ΔΝΤ συμπεραίνει ότι «οι περιπτώσεις των άλλων χωρών (αναφέρεται σε Ολλανδία 1980, Γερμανία 1990 και 2000, Χονγκ Κονγκ 1997, Αργεντινή 1998, Χώρες Βαλτικής 2008, Ιρλανδία 2009) προσφέρουν ένα χρήσιμο πλαίσιο για τη δυνητική μακροοικονομική προοπτική της Ελλάδας, παρά το ότι οι αρχικές συνθήκες της χώρας δεν δείχνουν ευνοϊκές σε σχέση με την προηγούμενη διεθνή εμπειρία. Οι περισσότερες των προϋποθέσεων επιτυχίας απουσιάζουν από την Ελλάδα».
Και καταλήγει: «Από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα συνδύαζε διψήφιο δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, υψηλά αρνητική διεθνή επενδυτική θέση, μικρή εξαγωγική βάση, βαθιά ριζωμένες διαρθρωτικές ακαμψίες στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, και ένα τεταμένο και ασταθές κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική βούληση και η τολμηρή εμπροσθοβαρής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι απολύτως κρίσιμες για να λειτουργήσει η εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα, και ότι συνεχής ευρείας κλίμακας επίσημη στήριξη θα απαιτηθεί για την ανακούφιση στην οδυνηρή διαδικασία προσαρμογής».
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 7/4/2012
Οι τεχνικές εκθέσεις του ΔΝΤ και της Ε.Ε. που συνοδεύουν την έγκριση του δεύτερου Μνημονίου /Δανείου, όπου η εσωτερική υποτίμηση καθίσταται ρητώς πρωταρχικός και κρίσιμος στόχος για την επιτυχία του νέου Προγράμματος, και κυρίως η έκθεση του ΔΝΤ, είναι αποκαλυπτικές όσον αφορά τον υψηλό «κίνδυνο ατυχήματος» που διατρέχει το Πρόγραμμα και η Ελλάδα.
Οι δύο εκθέσεις αποτελούν τις τεχνικά πληρέστερες αποτυπώσεις των πρόσφατων οικονομικών
δεδομένων της χώρας και της δυναμικής τους. Και κυρίως η Έκθεση του ΔΝΤ, η οποία καλείται να απαντήσει, μεταξύ άλλων, και σε τεχνικές - πολιτικές ενστάσεις - αντιρρήσεις εκπροσώπων τρίτων χωρών (Βραζιλίας, Κίνας, Ρωσίας, ΗΠΑ), οι οποίοι δεν δεσμεύονται από την τρέχουσα μονομέρεια του «υπαρκτού ευρωπαϊσμού». Γι' αυτό περιέχουν, διπλωματικά διατυπωμένες, ρεαλιστικές εκτιμήσεις για το 2ο Ελληνικό Πρόγραμμα.
Δύο είναι τα κύρια σημεία ως προς τον υψηλό κίνδυνο ατυχήματος. Πρώτον ότι παρά το παγκόσμιο ρεκόρ στο ύψος της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, αυτό θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα οριακής βιωσιμότητας επί σειρά ετών. Η οριακή βιωσιμότητα συνδέεται με φιλόδοξους στόχους δημοσιονομικής προσαρμογής και εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις. Προϋποθέτει δε εφαρμογή ενός ιδιαίτερα αισιόδοξου σεναρίου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η ελάχιστη απόκλιση από τα φιλόδοξα και αισιόδοξα θεωρείται ότι θα ενεργοποιήσει την ανάγκη νέας στήριξης από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας και νέα αναδιάρθρωση χρέους.
Δεύτερον, η συνάρτηση της επιτυχίας του Προγράμματος από την επιτυχία του, πρωταρχικού πλέον, στόχου της εσωτερικής υποτίμησης. Κι εκεί η τεχνική έκθεση του ΔΝΤ υποχρεώνεται να αναζητήσει μαθήματα από άλλες εμπειρίες και να προχωρήσει σε συγκριτικές αξιολογήσεις. Το τεχνικό-πολιτικό συμπέρασμα ως προς το εγχείρημα της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα έρχεται να επιβεβαιώσει την αυξημένη πιθανότητα ατυχήματος του 2ου Προγράμματος.
Η Έκθεση του ΔΝΤ συμπεραίνει ότι «οι περιπτώσεις των άλλων χωρών (αναφέρεται σε Ολλανδία 1980, Γερμανία 1990 και 2000, Χονγκ Κονγκ 1997, Αργεντινή 1998, Χώρες Βαλτικής 2008, Ιρλανδία 2009) προσφέρουν ένα χρήσιμο πλαίσιο για τη δυνητική μακροοικονομική προοπτική της Ελλάδας, παρά το ότι οι αρχικές συνθήκες της χώρας δεν δείχνουν ευνοϊκές σε σχέση με την προηγούμενη διεθνή εμπειρία. Οι περισσότερες των προϋποθέσεων επιτυχίας απουσιάζουν από την Ελλάδα».
Και καταλήγει: «Από την αρχή της κρίσης η Ελλάδα συνδύαζε διψήφιο δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους, υψηλά αρνητική διεθνή επενδυτική θέση, μικρή εξαγωγική βάση, βαθιά ριζωμένες διαρθρωτικές ακαμψίες στις αγορές εργασίας, προϊόντων και υπηρεσιών, και ένα τεταμένο και ασταθές κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική βούληση και η τολμηρή εμπροσθοβαρής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι απολύτως κρίσιμες για να λειτουργήσει η εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα, και ότι συνεχής ευρείας κλίμακας επίσημη στήριξη θα απαιτηθεί για την ανακούφιση στην οδυνηρή διαδικασία προσαρμογής».