15 Ιαν. 2011 Μεταξύ Περαίωσης και Επιμήκυνσης
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 15/1/2011
Δεν πρόκειται για την πρόσφατη φορολογική περαίωση, που πρωτοεισήχθη το 1978, πριν συμπληρωθεί η πρώτη πενταετία της Μεταπολίτευσης, και έκτοτε επαναλήφθηκε τουλάχιστον 10 φορές, ενίοτε ως «τελευταία». Ούτε για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 110 δισ. του Μηχανισμού Στήριξης (ΕΕ και ΔΝΤ) που είναι κρισιμότατη αλλά όχι η σπουδαιότερη οικονομική μεταβλητή για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Μιλάμε για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Δεν πρόκειται για την πρόσφατη φορολογική περαίωση, που πρωτοεισήχθη το 1978, πριν συμπληρωθεί η πρώτη πενταετία της Μεταπολίτευσης, και έκτοτε επαναλήφθηκε τουλάχιστον 10 φορές, ενίοτε ως «τελευταία». Ούτε για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των 110 δισ. του Μηχανισμού Στήριξης (ΕΕ και ΔΝΤ) που είναι κρισιμότατη αλλά όχι η σπουδαιότερη οικονομική μεταβλητή για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Μιλάμε για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.
Υπαρξιακό δίλλημα μεταξύ περαίωσης και επιμήκυνσης βιώνει η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, της Μεταπολίτευσης. Μεταξύ αφενός της αναπόφευκτης περαίωσης που ήδη τροφοδοτείται εν μέσω της πολύπλευρης κρίσης και της οιονεί χρεοκοπίας και, αφετέρου της δύσκολης επιμήκυνσής της καθώς το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό «κλίμα» δείχνει την ανάγκη της Δ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώ δεν έχει απαντηθεί το πώς και το τι αυτής της μετάβασης. Το νόημα του «άλλαξέ τα όλα».
Διάγνωση του (εκρηκτικού) κλίματος στην ελληνική κοινωνία και οικονομία μπορεί να γίνει και χωρίς «δημοσκοπήσεις». Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία έχει εισέλθει στην μελαγχολική περίοδό της. Σε κλίμα που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στους blues στίχους «δικαίως αγανακτισμέ… και με τα πάντα αηδιασμέ… πως τάχεις έτσι μοιρασμέ …». Είχαν τραγουδηθεί τις αρχές της δεκαετίας του 80 αναφερόμενοι στην πρώιμη μεταπολεμική Ελλάδα, και φαινόταν παρωχημένοι για την Ελλάδα του 2000.
Είχαμε ήδη μία χαμένη δεκαετία, αυτήν που πέρασε, δεν χρειαζόμαστε μία μελαγχολική δεκαετία, αυτήν που άρχισε. Παρά την οιονεί χρεοκοπία, την απώλεια πολλαπλών και κατακερματισμένων «κεκτημένων», απαιτείται νέα –φρέσκια- και εγκυρότερη οπτική για την χώρα, πέρα από τα κλισέ, την ιδεολογικοπολιτική κλεισούρα, τις αυταπάτες, τον «ευρωπαϊκό αντικατοπτρισμό» της Μεταπολίτευσης και της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας που εναπόθεσαν «έξωθεν» τις λύσεις για τα μείζονα της περιόδου.
«Έξωθεν», στην ευρωπαϊκή ένταξη, εναποτέθηκε η «στερέωση της δημοκρατίας». «Έξωθεν», με την ενσωμάτωση στην ΕΟΚ θα κατοχυρωνόταν γεωπολιτικά η χώρα επιλύοντας, υποτίθεται οριστικά, το εξ Ανατολών πρόβλημα ασφαλείας. «Έξωθεν», στην όσμωση της ελληνικής, καχεκτικής (λόγω και των διεθνών κρίσεων το 1973-74 και το 1978-79) και εν μέρει παρασιτικής, οικονομίας με την αναπτυγμένη οικονομία της Βόρειας Ευρώπης εναποτέθηκε η αναπτυξιακή πορεία εκσυγχρονισμού της. Η ευθύνη δεν είναι στο «έξωθεν» καθεαυτό αλλά στον λυτρωτικό ρόλο που του (απo)δόθηκε.
Και στην τρέχουσα μελαγχολική φάση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας το «έξωθεν» διατηρεί τον πρωτεύοντα ρόλο του. Αναγκαίες αλλαγές και τομές δεν (προ)κρίνονται βάσει του εάν είναι κοινωνικά, παραγωγικά και οικονομικά ορθές, (προ)κρίνονται βάσει του εάν τις θέλει / επιβάλλει η τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Οι πολιτικές επιλογές εμφανίζονται να συναρτώνται, σε υπερβολικό βαθμό, ακόμη κι όταν δεν συναρτώνται ευθέως, με τις conditionalities του Μνημονίου. Όμως οι λύσεις κείνται πέρα από την μήτρα του «έξωθεν» ανεξαρτήτως αν του αποδίδεται λυτρωτικός ή καταστροφικός ρόλος.