Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Άρθρα - Αναλύσεις: Χρονίως «βαρέα και ανθυγιεινά» ελλείμματα

Χρονίως «βαρέα και ανθυγιεινά» ελλείμματα [14/08/2009]

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - Οικονομία - Αναλύσεις, 14-15 Αυγούστου 2009

Η φετινή «θερινή» νομοθετική ρύθμιση στο πολυετές σίριαλ περί Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (ΒΑΕ) δείχνει ότι η πολιτική για τις συνθήκες εργασίας στη χώρα εξακολουθεί να παραμένει εκτός ευρωπαϊκού κοινωνικού συστήματος και ελαχίστων ευρωπαϊκών προδιαγραφών για τις συνθήκες εργασίας.


Το ζήτημα των σχεδόν 580 ΒΑΕ ειδικοτήτων, που αφορά σχεδόν έναν στους τρεις μισθωτούς στην αγορά εργασίας, εγείρεται λόγω της πρόωρης (κατά 5 έτη) συνταξιοδότησης που συνεπάγεται. Τροπολογίες και αλλεπάλληλες επιτροπές επικεντρώνονται στο πώς θα (επανα)λειτουργήσει ένα πλαίσιο που εισήχθη -στα χαρτιά- το 1951 και προέβλεπε πρόωρη συνταξιοδότηση με ένταξη στα ΒΑΕ, για συντόμευση εργασιακού βίου σε μικρότερο (λόγω ΒΑΕ) προσδόκιμο ζωής. Άρχισε να λειτουργεί το 1964-66 επί κυβερνήσεων Ένωσης Κέντρου. Η λειτουργία του συνεχίστηκε μετά τις νέες εντάξεις ΒΑΕ την περίοδο 1984-86, για να αποτελέσει μετά το 1990 αντικείμενο αντιπαραθέσεων και ανεπιτυχών «μεταρρυθμίσεων».

Όμως από το 1951 που υιοθετήθηκε στην Ελλάδα το μοντέλο των ΒΑΕ, στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική για τις συνθήκες εργασίας υπήρξαν σημαντικότατες πρόοδοι. «Στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές» γεννήθηκε η ανάγκη αποτελεσματικής πολιτικής για προληπτική διασφάλιση αξιοπρεπών/ασφαλών συνθηκών εργασίας. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (στα πρώτα βήματα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης) «υποχρεώθηκε» να αναπτύξει προληπτική πολιτική για βελτίωση των συνθηκών εργασίας, λόγω ατυχημάτων.

Όταν το 1973-74 «στις φάμπρικες της Γερμανίας» εισάγονταν από τους σοσιαλδημοκράτες και τα συνδικάτα το σύστημα εργασιακής υγείας και ασφάλειας που δεν «συμβιβαζόταν» με τα ΒΑΕ, επιδιώκοντας τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης η έκθεση PIACT του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την Ελλάδα (με την ευθύνη του έλληνα διευθυντή Γ. Σπυρόπουλου) και οι διεκδικήσεις ενός μαχητικού συνδικαλιστικού κινήματος στόχευαν σε πολιτικές βελτίωσης των συνθηκών εργασίας. Όμως η επίσημη πολιτική συνέχιζε μακαρίως στον δρόμο των ΒΑΕ και της πρόωρης ολοκλήρωσης του εργασιακού βίου σε παραγωγικές ηλικίες λόγω «εργατικού ατυχήματος», «επαγγελματικής ασθένειας» ή «κοινής νόσου».

Το σύγχρονο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη ρύθμιση και των ΒΑΕ δημιουργείται με την τομή στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική το 1989, με την Οδηγία Πλαίσιο 89/391 για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, και τις ειδικές οδηγίες που αποσκοπούσαν στην τήρηση ελάχιστων ενιαίων ρυθμίσεων ως προϋπόθεση για την αποφυγή «κοινωνικού ντάμπινγκ» στο πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς και της ΟΝΕ. Εκτοτε παραμένει αξιοσημείωτος ο τρόπος μη εφαρμογής της Οδηγίας 89 /391.

Η Οδηγία 89/391 περί συνθηκών εργασίας αφορούσε προσαρμογή του ασφαλιστικού συστήματος και του συστήματος υγείας, ώστε το «ασφαλιστικό» να μην λειτουργεί μόνον κατ' επίφαση ως τέτοιο για τα ΒΑΕ. Και η ρύθμιση των ΒΑΕ να μην γίνεται ερήμην πραγματικών δεδομένων, με «στρεβλώσεις» δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ομως όπως πριν το 1989 έτσι και μετά, σε όλη την πορεία του μοντέλου των ΒΑΕ, το «ασφαλιστικό σύστημα» κατ' ουσίαν δεν γνωρίζει ούτε ποιες εργασίες είναι πράγματι ΒΑΕ, ούτε πώς «διορθώνονται», ούτε πώς «προλαμβάνονται», ούτε το πραγματικό (ανθρώπινο, οικονομικό, ασφαλιστικό, νοσηλευτικό) κόστος της ύπαρξής τους. Το οποίο ωστόσο «καταβάλλεται» πολλαπλάσιο, λόγω ανύπαρκτης σχέσης των (κατακερματισμένων ή μη) Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης με την πρόληψη για βελτίωση συνθηκών στους χώρους εργασίας.

Αυτό το λειψό και παλαιολιθικό «ασφαλιστικό σύστημα» συνεπάγεται υψηλότερο μη-μισθολογικό κόστος και χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, λόγω υψηλότερων ασφαλιστικών εισφορών στα ΒΑΕ. Ενώ η «εισφορά επαγγελματικού κινδύνου», που μεγάλο μέρος μεταποιητικών επιχειρήσεων καταβάλλει (1% από το 1961) στο ΙΚΑ, επί δεκαετίες δεν χρηματοδοτεί καμία δραστηριότητα πρόληψης.

Παράγωγο αυτής της συνεχιζόμενης ελλειμματικής πολιτικής είναι η (αναγκαία) άμεση δαπάνη κοινωνικής προστασίας για μετά τη βλάβη της υγείας, που υπερβαίνει το 2% του ΑΕΠ. Χωρίς να περιλαμβάνει το κόστος του νοσοκομειακοκεντρικού και ιατροκεντρικού συστήματος υγείας, το οποίο, παραδειγματιζόμενο από το «ασφαλιστικό σύστημα», παρακάμπτει πλήρως την πρόληψη και την προαγωγή υγείας στους χώρους εργασίας, ανατροφοδοτώντας το φαινόμενο της «προκλητής ζήτησης» υπηρεσιών υγείας και διευρύνοντας περαιτέρω τα ελλείμματα του «ασφαλιστικού συστήματος». Προς δόξαν της Ελλάδας του 1951.