Θέτει η κρίση ζήτημα εθνικής επιβίωσης για την Ελλάδα; Κωνσταντίνος Γάτσιος & Δημήτρης Α. Ιωάννου, Συνέντευξη στον Δημήτρη Φύσσα, Athens Voice, Βιβλίο, τεύχος 734, 12 Φεβρουαρίου 2020.
Οι Κωνσταντίνος Γάτσιος - Δημήτρης Ιωάννου σε μια συνέντευξη στον Δημήτρη Φύσσα για το νέο τους βιβλίο «Ζήτημα Εθνικής Επιβίωσης» (εκδ. Κριτική).
Οι πανεπιστημιακοί Κωνσταντίνος Γάτσιος και Δημήτρης Ιωάννου έγραψαν το βιβλίο «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης» («Κριτική», Οκτώβριος 2019). Η έκδοση συναπαρτίζεται από επιλεγμένα άρθρα, αναλύσεις και συνεντεύξεις τους από το 2011 και εξής που είχαν πρωτοδεί το φως της δημοσιότητας σε ποικίλα μίντια (μεταξύ των οποίων και στην A.V.).
Τα κομμάτια είναι διαρθρωμένα σε δέκα ενότητες, βοηθώντας πολύ τον αναγνώστη στην πρόσληψη της επιχειρηματολογίας σε θεματκούς «άξονες»: Οι ρίζες του προβλήματος, Η διεθνής οικονομική κρίση, Ο χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, Ερμηνεύοντας την ελληνική κρίση, Η παρακμή της πολιτικής, Η Ελλάδα στον κόσμο, Συνταξιοδοτικό, χρέος PSI και δραχμή, Κρίση ζήτησης ή κρίση προσφοράς, Τα δίκτυα, Ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Προτάσσεται επίσης Πρόλογος, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μόνο οι δύσκολοι δρόμοι οδηγούν στη σωτηρία της Ελλάδας».
Γνώμη μου είναι ότι το βιβλίο αυτό διαφοροποιείται θετικά από άλλα, που (νομίζουν ότι) του μοιάζουν, σε έξι πεδία: πολυεπίπεδη ανάλυση (οικονομική, κοινωνιολογική, ψυχολογική κ.λπ.), ρεαλισμός, επιγραμματική διατύπωση, συγκεκριμένες προτάσεις, απλό γράψιμο και απλά διαγράμματα (πέντε όλα κι όλα, κατανοητά ακόμα κι από ένα μικρό παιδί).
Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου, οι συν-συγγραφείς παραχώρησαν στην A.V., από κοινού, την αποκλειστική συνέντευξη που ακολουθεί.
Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου, οι συν-συγγραφείς παραχώρησαν στην A.V., από κοινού, την αποκλειστική συνέντευξη που ακολουθεί.
Έχει το βιβλίο σας σχέση με την κρίση; Και ποιο ακριβώς είναι το «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης»;
Φυσικά. Συμπεριλαμβάνεται και αυτό στα πολλά πνευματικά προϊόντα ή παράγωγά της. «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης» είναι ό,τι καταλάβαμε εμείς από την κρίση. Αν το έτος 2000, όταν ως χώρα εισερχόμασταν πανευτυχείς, μακάριοι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση στην Ευρωζώνη, σας ζητούσε κάποιος να περιγράψετε την Ελλάδα μετά από 20 χρόνια, θα μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε τις δυσκολίες, την κατάπτωση, την απαισιοδοξία και τη βαρυθυμία που τη χαρακτηρίζουν σήμερα; Θα μπορούσατε να φανταστείτε ότι μετά από 20 χρόνια πορείας μέσα στην ευρωζώνη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας θα ήταν πάνω κάτω το ίδιο με εκείνο του 2000; Πως ένα ποσοστό ανεργίας στο 7% θα έμοιαζε σαν ένας άπιαστος, μακρινός στόχος; Πως το δράμα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 θα επαναλαμβανόταν και στις ημέρες μας, με την έννοια ότι 500.000 Έλληνες νέοι θα είχαν πάρει και πάλι τον δρόμο της ξενιτιάς; Και εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσατε να φανταστείτε ότι το 2020 η πορεία της χώρας προς το μέλλον θα ήταν αβέβαιη; Μάλλον δεν θα μπορούσατε να τα φανταστείτε όλα αυτά, ούτε εσείς, ούτε και κανείς άλλος – ούτε και εμείς βέβαια. Έκτοτε όμως, όπως ξέρετε, είδαμε και μάθαμε πολλά και καταλάβαμε ακόμα περισσότερα, από τα οποία το πιο σημαντικό είναι το εξής ένα: ο τρόπος με τον οποίο είναι διαρθρωμένη, λειτουργεί και αντιλαμβάνεται τον κόσμο η ελληνική κοινωνία δεν της επιτρέπει να συμβαδίσει ομαλά με τη δυναμική των παγκοσμίων εξελίξεων. Εξαιτίας αυτού υφίσταται κατά τρόπο τραυματικό και αποσταθεροποιητικό τις συνέπειες των εξελίξεων που δεν αντιλαμβάνεται και δεν μπορεί να χειριστεί. Τέτοιας φύσεως γεγονός ήταν η κρίση που ξεκίνησε το 2010 και υποστήκαμε όλοι με τόσο σκληρό και τόσο οδυνηρό τρόπο. Ο τίτλος του βιβλίου, λοιπόν, προκύπτει από την απλή διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει συνειδητοποιήσει τις αιτίες των προβλημάτων της και ότι εξακολουθεί να σκέφτεται και να λειτουργεί όπως και πριν από την κρίση. Αυτό αυξάνει με γεωμετρικό ρυθμό τις πιθανότητες να επακολουθήσουν και άλλες δοκιμασίες, πιθανόν μεγαλύτερες. Επίσης αυτό, δηλαδή η πασιφανής αδυναμία και χωλότητα της ελληνικής κοινωνίας, ανοίγει και την όρεξη επίβουλων τρίτων από το εξωτερικό. Συνεπώς η αλλαγή της νοοτροπίας, των τρόπων λειτουργίας και των δομών της ελληνικής κοινωνίας –βεβαίως πρωτίστως συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής οικονομίας– είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης.
Κωνσταντίνος Γάτσιος
Είναι δηλαδή κοινωνιολογική η προσέγγιση του προβλήματος στο βιβλίο σας ή γίνεται μέσω της οικονομικής θεωρίας;
Το βιβλίο είναι μία συλλογή άρθρων τα οποία γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ακολουθώντας, όμως, αφ’ ενός μεν τη χρονική διαδοχή των γεγονότων της κρίσης, αφ’ ετέρου δε τη θεματική ανάδειξη νέων προβληματισμών και ερωτημάτων στην εξέλιξή της. Όλα αυτά κάποια στιγμή φτάνουν να γίνουν καθαρά πολιτικής φύσεως.
Όταν εκδηλώθηκε η κρίση, ανέκυψε σειρά ζητημάτων στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας και της οικονομικής πολιτικής, τα οποία έπρεπε να απαντηθούν. Συζητώντας για αυτά, και όσο προχωρούσε η κρίση, διαπίστωνε κανείς ότι, ιδιαίτερα εντός της Ελλάδας, σε μεγάλο βαθμό ερχόταν αντιμέτωπος με έναν ακραίο παραλογισμό που εξέφραζαν τόσο κάποιοι οικονομολόγοι και οικονομολογούντες, όσο και απλοί άνθρωποι. Δηλαδή αρνιόντουσαν να αποδεχθούν πράγματα τα οποία ήταν πρόδηλα και πασιφανή, ενώ υποστήριζαν απόψεις που δεν στηρίζονταν σε καμία εμπειρική, στατιστική ή επιστημολογική πραγματικότητα και δεν είχαν καμμία λογική. (Και δυστυχώς η αποδοχή αυτών των απόψεων ήταν πλειοψηφική). Εκεί λοιπόν ήσουν αναγκασμένος πολλές φορές να κοιτάξεις το κοινωνικό υπόβαθρο, δηλαδή τον πραγματικό γεννήτορα των ιδεολογικών αυτών αντιλήψεων. Είναι μία γενική αλήθεια, που επιβεβαιώθηκε περίτρανα και στην περίπτωση της πρόσφατης κρίσης: ότι δεν υπάρχει καθαρή οικονομική θεωρία και ότι σε μεγάλο βαθμό όλες οι θεωρητικές απόψεις είναι εξορθολογισμός ασυνείδητων ή συνειδητών επιλογών που γίνονται εκ των προτέρων. Βεβαίως, θα ρωτήσετε τώρα εάν αυτό συνεπάγεται και την καταδίκη της οικονομικής θεωρίας σε πλήρη αναξιοπιστία και ανυποληψία. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, είναι, ευτυχώς, αρνητική: Υπάρχουν και μπορεί να υπάρχουν θεράποντες της οικονομικής θεωρίας, οι οποίοι ενσυνείδητα επιλέγουν την ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας χωρίς μεροληψίες και μονομέρειες, και χρησιμοποιούν την επιστημονική μέθοδο ως δοκιμασία ακόμη και των δικών τους προκαταλήψεων. Ή και κάποιοι άλλοι –έστω– που δηλώνουν εκ των προτέρων καθαρά ποιες είναι οι προκείμενες αξιακές αρχές τους. Αυτοί, και οι μεν και οι δε, είναι αξιόπιστοι συνομιλητές και με αυτούς πρέπει να συζητάς. Οι υπόλοιποι όμως, που είναι «υπερπροσδιορισμένοι» από την ιδεολογία τους –δηλαδή ψεύτες και δημαγωγοί για να το πούμε σε απλά ελληνικά– σε υποχρεώνουν να περιοριστείς στην πολεμική μαζί τους, ακόμα και αν αυτό γίνεται με επίκληση επιστημονικών μεθόδων. Δυστυχώς από αυτούς τους τελευταίους έχουμε πολλούς στην Ελλάδα και για αυτό δεν μπορούμε να συζητήσουμε ούτε για τα πλέον στοιχειώδη.
Πώς συνδέεται, σύμφωνα με τις αναλύσεις σας, η μακρά πρόσφατη κρίση που πέρασε η Ελλάδα, με το εθνικό της πρόβλημα;
Ο καθένας στην Ελλάδα έχει μία δική του εκδοχή για το ποιο είναι το εθνικό πρόβλημα της χώρας. Για κάποιους μάλιστα δεν υπάρχει κανένα εθνικό πρόβλημα και όλα είναι μία χαρά, φτάνει να βρίσκονται αυτοί και οι κολλητοί τους στην εξουσία. Η άποψή μας είναι πως το εθνικό πρόβλημα της Ελλάδας, σήμερα, εντοπίζεται στο απλό γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία, υπέροχη και αγαπημένη κατά τα άλλα, διατηρεί ακόμη πολύ έντονα κάποια αρχαϊκά και προνεωτερικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν της επιτρέπουν να συμβαδίσει με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Πολλά πράγματα. Η δημογραφική κάμψη για παράδειγμα αλλά και η εγκατάλειψη της χώρας από τα τέκνα της είναι δύο από αυτά. Ας σημειώσουμε βέβαια πως το ίδιο πρόβλημα (δηλαδή την εκτεταμένη μετανάστευση νέων προς την πλούσια Δύση, κυρίως), το αντιμετωπίζουν όλες οι φτωχές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία του συστήματος Σένγκεν και της Ευρωζώνης, πλην όμως όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο η Ελλάδα. Σε εμάς η ελληνική κοινωνία αδυνατεί πλέον να συγκρατήσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού της και του ανθρώπινου κεφαλαίου της όχι μόνο γιατί δεν δίνει υψηλούς μισθούς (που δεν μπορεί να δώσει), αλλά κυρίως γιατί δεν μπορεί να τους προσφέρει όραμα ζωής. Άλλη πτυχή του ίδιου προβλήματος, απόλυτα συνδεδεμένη με το προηγούμενο, είναι ότι η χώρα, όντας εξαιρετικά ευάλωτη και προβληματική στη λειτουργία της, αντιμετωπίζει ευθείες απειλές για την ανεξαρτησία της και την ακεραιότητά της. Αυτό το βιώνουμε κάθε μέρα πλέον αισθανόμενοι σε απόσταση αναπνοής την στην εξ' Ανατολών επιβουλή.
Δημήτρης Ιωάννου
Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας δεν έχουν συμβάλει στο ξεπέρασμα των όποιων αναχρονιστικών αδυναμιών της;
Η Ελλάδα έχει ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, για το οποίο όμως δεν είναι καθόλου υπεύθυνη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπεύθυνη είναι η ελληνική πρόσληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του τι συνεπάγεται για εμάς η συμμετοχή μας σε αυτήν. Η κρίση που ζήσαμε ήταν η πιο χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της παθογένειας, αυτού του προβληματικού χαρακτηριστικού της ελληνικής κοινωνίας. Δηλαδή, η συμμετοχή σε μία νομισματική ένωση προηγμένων οικονομικά χωρών (ακόμη και αν ήταν άστοχη ενέργεια υπό το πρίσμα της οικονομικής θεωρίας) σαν ιστορικό γεγονός ήταν μία κομβική επιλογή η οποία υπό κανονικές συνθήκες, σε μία κανονική κοινωνία, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως κίνητρο σε μία προσπάθεια για περαιτέρω ανάπτυξη και πρόοδο. Αντί τούτου, όμως, έγινε ένας γκρεμός, μέσα στον οποίο πέσαμε και κοντέψαμε να καταστραφούμε τελείως. Βέβαια, η συγκεκριμένη πορεία καταστροφής έχει ειδικές τεχνικές πτυχές, τις οποίες προσπαθούμε να αναλύσουμε με την οικονομική θεωρία. Ουσιαστικά όμως τροφοδοτήθηκε από μία γενικότερη φιλοσοφική αντίληψη του κόσμου, η οποία εμφανίσθηκε το 1981 λόγω της εισόδου στην τότε ΕΟΚ, γιγαντώθηκε το 2000 λόγω της εισόδου στην Ευρωζώνη και στη συνέχεια εμπεδώθηκε πλήρως στη συλλογική συνείδηση. Η φιλοσοφική αυτή στάση ζωής συνίστατο στην εδραία πεποίθηση ότι δεν χρειαζόταν πλέον να κάνουμε καμιά προσπάθεια για να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά σε οικονομικό επίπεδο ως κοινωνία, αλλά και γενικότερα στο ότι δεν χρειαζόταν να επιδεικνύουμε κάποια ιδιαίτερη κοινωνική και εθνική υπευθυνότητα, εφ’όσον η ευρωπαϊκή ένταξή μας (και μάλιστα στον «σκληρό πυρήνα»), μας έχει καταστήσει άτρωτους και μας προσφέρει εγγύηση έναντι όλων των κινδύνων και των προβλημάτων. Συνεπώς εμείς ως κοινωνία θα μπορούσαμε απλά να απολαμβάνουμε τις χαρές της ζωής! Αυτή μάλιστα ήταν μία άποψη την οποία την καλλιεργούσαν τεχνηέντως και οι πολιτικοί ηγήτορες της χώρας και κυρίως οι ευρωπαϊστές. Πρόκειται για μία πραγματικότητα την οποία ζήσαμε και δεν μπορεί να διαψεύσει κανένας – και αν προσπαθεί να τη διαψεύσει είτε λέει ψέματα, είτε δεν είχε καταλάβει σε ποια κοινωνία ζούσε.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης αντίληψης τα είδαμε βέβαια από το 2009 και μετά. Αυτό λοιπόν είναι το εθνικό πρόβλημα σήμερα: ότι ως κοινωνία δεν είμαστε πνευματικά έτοιμοι ούτε ιδεολογικά εξοπλισμένοι για να ζήσουμε, να επιβιώσουμε και να ευημερήσουμε στον κόσμο της ύστερης παγκοσμιοποίησης που αλλάζει με τρομακτική ταχύτητα και για αυτό δημιουργεί θανάσιμους κινδύνους για τους βραδυπορούντες. Για να αλλάξει όλη αυτή η κατάσταση είναι προφανές ότι χρειαζόμαστε κάτι σαν μία ελληνική πολιτισμική επανάσταση.
Ο καθένας με τον τρόπο του, δοθέντος ότι είμαστε και δύο διαφορετικά άτομα. Προφανώς ο λόγος για τον οποίο κοινοποιεί τις κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές ή αισθητικές του απόψεις κανείς είναι αφ’ ενός μεν για να υποστηρίξει αυτά που πιστεύει μεταστρέφοντας τη γνώμη των ετεροδόξων, αφ’ ετέρου δε για να συντονιστεί με τους ομόδοξούς του. Βέβαια το να ευελπιστείς είναι ακριβώς το αντίθετο από το να αισθάνεσαι απελπισία – και το γεγονός είναι ότι πολλές φορές αισθανόμαστε απελπισία όχι μόνο για αυτά που συμβαίνουν αλλά και για όλα εκείνα που ενώ είναι απολύτως ψευδή, ανακριβή, λανθασμένα και συγκρουόμενα με τη λογική, ακυρωμένα από την εμπειρία και διαψευσμένα από την επιστημονική μεθοδολογία, παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να λέγονται, να ακούγονται και να αποτελούν πεποιθήσεις ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας.
Διατυπώνεται από κάποιες πλευρές η άποψη ότι η κρίση έχει ξεπεραστεί ή ότι, έστω, η άρση της έχει ξεκινήσει. Η δική σας τοποθέτηση;
Μετά από δύο μνημόνια επιβεβλημένα από την πραγματικότητα και ένα τρίτο αχρείαστο και επιβεβλημένο από την παράνοια, πράγματι η οξυμένη μορφή της κρίσης έχει ξεπεραστεί με την έννοια ότι δεν κινδυνεύουμε άμεσα από χρεοκοπία, λιμό, λοιμό και εθνική καταστροφή – πράγματα στα οποία βρεθήκαμε πολύ κοντά κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010 - 2016. Όμως η διαρθρωτική μακροχρόνια κρίση φυσικά και δεν έχει ξεπεραστεί. Εκείνο που έχει συμβεί είναι ότι εμείς, ως σύνολο πολιτών που ζουν στην ελληνική κοινωνία, μετά την ανώμαλη προσγείωσή μας τα πρώτα χρόνια της κρίσης, τώρα έχουμε συμφιλιωθεί ψυχολογικά με την προϊούσα παρακμή και αρχίζουμε να τη θεωρούμε φυσιολογική κατάσταση. Αυτό όμως είναι το χειρότερο από όλα και αυτό κατά κύριο λόγο θα πρέπει να σταματήσουμε.
Ποιες είναι οι πολιτικές ευθύνες για την κρίση; Μπορείτε να τις επιμερίσετε συγκεκριμένα;
Ευθύνη για την κρίση έχουν και οι τρεις μεγάλες πολιτικές παρατάξεις που κυβέρνησαν αλλά και που δεν κυβέρνησαν την Ελλάδα από το 1974 και μετά, δηλαδή η Δεξιά, το Κέντρο και η Αριστερά. Κατά καιρούς έχουμε προσπαθήσει να επιμερίσουμε και εμείς αυτή την ευθύνη απολύτως ακριβοδίκαια και με κάθε λεπτομέρεια. Πλην όμως ίσως να είναι λάθος να επαναλαμβάνουμε αυτή τη συζήτηση και ίσως, επίσης, η ερώτηση που θέτετε εσείς να είναι παραπειστική. Παρά το ότι υπάρχουν τεράστιες, εγκληματικές πολιτικές ευθύνες για την κρίση, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί που ευθύνονται εξελέγησαν έχοντας δείξει προηγουμένως τι ακριβώς σκοπεύουν να κάνουν. Τις περισσότερες φορές, δε, κάνοντας αυτά που έκαναν, επανεξελέγησαν. Η ευθύνη συνεπώς προκύπτει από τις συνολικές επιλογές της ελληνικής κοινωνίας. Αυτές τις επιλογές πρέπει να αλλάξουμε και να πάψουμε να κατηγορούμε τους πολιτικούς, διότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι, και πρέπει να είναι, απλοί εκτελεστές εντολών. Πολλοί από αυτούς εξελέγησαν στο παρελθόν ακριβώς διότι οι ψηφοφόροι τους και οι οπαδοί τους είχαν πλήρη και σαφή συνείδηση ότι επρόκειτο περί ατόμων ανεπαρκών επαγγελματικά και περιορισμένων διανοητικά. Οι ψηφοφόροι όμως τους έφεραν στην εξουσία ακριβώς διότι έκριναν ότι αυτοί και όχι άλλοι ήταν οι πλέον κατάλληλοι, όντας οι περισσότερο ευάλωτοι στις πιέσεις για την παροχή προνομίων και προσόδων ή –αν το θέλετε με μία άλλη διατύπωση– για «να ικανοποιήσουν τα δίκαια αιτήματα και τις δίκαιες διεκδικήσεις». Η κοινωνία είναι αυτή η οποία επέλεγε τους Ηρόστρατους, ενώ δεν ήθελε και δεν επιβράβευε τους σωστούς, ενάρετους πολιτικούς, άνδρες και γυναίκες. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη αυτού του γεγονότος από την πολιτική κατάληξη των λίγων εκείνων, οι οποίοι προσπάθησαν να πουν την αλήθεια ή να διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Όλοι ανεξαιρέτως εστάλησαν από τους ψηφοφόρους στα σπίτια τους, μετά πολλών επαίνων βεβαίως.
Γράφετε: «Δυστυχώς, ζούμε σε μια χώρα όπου η συλλογική συνείδηση έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα». Εννοείτε ότι η ελληνική κοινωνία εθελοτυφλεί; Αιτιολόγηση;
Ρωτάτε κάτι στο οποίο η απάντηση είναι προφανής. Όταν η ελληνική κοινωνία ψήφιζε «Όχι» στο ακατανόητο ερώτημά του Δημοψηφίσματος το 2015 με ποσοστό 62% τι πίστευε; Προφανώς πίστευε ότι αν ψηφίσουμε με αυτό τον συγκεκριμένο τρόπο, τότε οι Ευρωπαίοι θα μας χάριζαν όλο το χρέος και θα συνέχιζαν να μας χρηματοδοτούν αενάως για να συνεχίσουμε να περνάμε όπως μας αξίζει και όπως δικαιούμασταν. Τη συνέχεια την ξέρουμε. Από αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα, εσείς τι συμπέρασμα βγάζετε; Εθελοτυφλεί ή δεν εθελοτυφλεί η ελληνική κοινωνία; Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι ο εξής: με δεδομένο ότι παρά τις προνεωτερικές αντιλήψεις της η ελληνική κοινωνία κατάφερε να επιβιώσει και να αναπτυχθεί επί 200 χρόνια, οι περισσότεροι (περιλαμβανομένων και πολλών κοινωνικών επιστημόνων) θεωρούν ότι αυτό είναι δυνατόν να συνεχιστεί και για άλλα 200. Το σημείο, λοιπόν, που θέλουμε να τονίσουμε σε αυτό το βιβλίο είναι πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει πλέον. Ο κόσμος έχει αλλάξει με δραματικό τρόπο και αναλόγως πρέπει να αλλάξει για να προσαρμοστεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα και η ελληνική κοινωνία, διαφορετικά το ελληνικό έθνος κινδυνεύει. Απειλείται η ίδια η ύπαρξή του από σειρά κινδύνων που ξεκινούν από τη δημογραφική κάμψη και την εθνολογική αλλοίωση και φτάνουν μέχρι τις ευθείες και γυμνές επιβουλές εναντίον της εθνικής του ανεξαρτησίας και της εδαφικής του ακεραιότητας.
Συνοπτικά, τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα για να αλλάξουν τα πράγματα, ώστε να κινηθεί η κατάσταση προς τη «δημιουργική Ελλάδα»;
Αυτό που ρωτάτε θα μπορούσε να είναι ένα πλήρες κυβερνητικό πρόγραμμα. Αλλά παρ’ όλα αυτά μπορεί κανείς να σκιαγραφήσει τις βασικές, απόλυτα αναγκαίες, αλλαγές (όπως αναφέρονται σε μεγάλο βαθμό και στις σελίδες του βιβλίου γιατί το βιβλίο δεν μιλάει για γενικές αλήθειες, αλλά προσπαθεί να απαντήσει συγκεκριμένα σε ερωτήματα που έχουν σχέση με την εφαρμοσμένη πολιτική και τις μεταρρυθμίσεις). Πρώτον και βασικότερο: η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει μία δυναμική οικονομία με ισχυρή παραγωγική βάση. Κάτι που σχεδόν από επιλογή ιστορικού προσανατολισμού δεν είχε κάνει μέχρι σήμερα, έχοντας δώσει προτεραιότητα στην –πολιτικά ευχερέστερη– διόγκωση και εδραίωση της φαυλοπαρασιτοκρατίας και του πελατειακού κράτους. (Η τελευταία ιστορική απόπειρα για οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας έσβησε με την αποτυχία των βενιζελικών στην δεκαετία του 1930). Σπεύδουμε εδώ να πούμε, πάντως, ότι ισχυρή παραγωγική βάση δεν σημαίνει νέες υψικαμίνους και διαλυτήρια πλοίων, αλλά συμμετοχή στις διαδικασίες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, θα πρέπει να υπάρξει ένα κράτος το οποίο δεν θα είναι σπάταλο και δεν θα ευνοεί τον παρασιτισμό. Το οποίο θα έχει μειώσει τις δαπάνες, μειώνοντας τα προνόμια των «πελατών», με αποδοτικό τρόπο. Χωρίς δηλαδή να ελαττώσει τις ουσιαστικές παροχές και υπηρεσίες προς τους πολίτες και, αντιθέτως, περιορίζοντας τη φορολογική επιβάρυνσή τους. Εκεί βέβαια θα πρέπει να γίνουν πολλά πράγματα τα οποία είναι αντίθετα με την επικρατούσα «πολιτική ορθότητα» των ημερών μας. Δηλαδή, για παράδειγμα, οι συντάξεις δεν θα πρέπει να είναι μία «προσφορά θυσίας» των εργαζομένων προς την Τρίτη Ηλικία, αλλά θα πρέπει να είναι ανταπόδοση των (νοητών) συνεισφορών των συνταξιούχων κατά τη διάρκεια του όποιου εργασιακού τους βίου. Η επιβίωση της χώρας και η ευημερία των επερχόμενων γενεών θα πρέπει να λάβουν προτεραιότητα έναντι των προνομίων της γενιάς εκείνης που μας οδήγησε στην κρίση. Διότι, όσο και αν αυτό δεν μας αρέσει, έχουμε να αντιμετωπίσουμε τεράστιο διεθνή ανταγωνισμό στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και κινδυνεύουμε οι ανταγωνιστές μας να μας αφήσουν πολύ πίσω σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Θα πρέπει, ταυτοχρόνως, να αναπτύξουμε ένα σύστημα Εθνικής Άμυνας στο οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, ο καθένας με τον τρόπο του και ανάλογα με τις δυνατότητές του. Και να αλλάξει η αντίληψη που έχουμε για την ασφάλεια στο εσωτερικό της χώρας. Θα πρέπει, δηλαδή, να καταστεί σαφές και να αποτελέσει δόγμα της εθνικής πολιτικής ότι η εσωτερική ασφάλεια των πολιτών είναι μέρος της Εθνικής Άμυνας της χώρας.
Η Παιδεία θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί εκ βάθρων και να έχει σκοπό αφ’ ενός μεν να δημιουργεί στελέχη για την οικονομία (τα οποία σήμερα δεν μπορεί να δημιουργήσει και για αυτό εν μέσω εκτεταμένης ανεργίας υπάρχουν ελλείψεις σε βασικές δεξιότητες και ειδικότητες), αφ’ ετέρου δε για να προσφέρει μία νέα πολιτισμική εκπαίδευση στηριγμένη στις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες, στην αισθητική αγωγή αλλά και στην εγκυκλοπαιδική μόρφωση, ώστε να διαπλασθούν Έλληνες με ολοκληρωμένες δημοκρατικές προσωπικότητες, εθνικό φρόνημα, αγάπη για την Ιστορία τους και την πατρίδα τους, αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία για το μέλλον.