Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

"Μεταναστευτικό": σαν να μην πέρασε μία μέρα.- Ένα επίκαιρο κείμενο δημοσιευμένο τον Μάιο 2011.


"Μεταναστευτικό":

σαν να μην πέρασε μία μέρα.

Ανιχνεύσεις, 29 Φεβρουαρίου 2020

(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2011, με διαφορετικό τίτλο. Δημοσιεύεται και πάλι εδώ σαν μικρό δείγμα της πλήρους αδράνειας και αδυναμίας της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής Πολιτείας να καθορίσουν τους όρους με τους οποίους κάποιος αλλοδαπός εισέρχεται και τους κανόνες με τους οποίους πρέπει να συμπεριφέρεται εντός της επικράτειάς τους. Πραγματικά τίποτα δεν έχει αλλάξει και είναι σαν να μην πέρασε μία μέρα). 



 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ, ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ, ΔΕΛΤΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΕΥΧΟΣ 71, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2011, ΣΕΛ. 27-42.


Ι. Υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο ουδέποτε έχει τεθεί ευθέως, τουλάχιστον εντός των πλαισίων της «θεσμικής» πολιτικής και του «θεσμικού» δημόσιου διαλόγου, παρ’ ότι έχει τεθεί και απαντηθεί –με λάθος τρόπο- από κάποιες ακραίες δυνάμεις του πολιτικού φάσματος. Το ερώτημα είναι το εξής: έχουν όλες οι εθνο-φυλετικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές ομάδες που βρίσκονται σήμερα επάνω στο έδαφος της Ελλάδας τα ίδια συλλογικά δικαιώματα; 

Πρέπει να σταθμίζονται οι ανάγκες και οι επιδιώξεις όλων αυτών των ομαδοποιήσεων με τον ίδιο συντελεστή όταν χαράσσεται (ή δεν χαράσσεται) η πορεία της χώρας και όταν λαμβάνονται (ή δεν λαμβάνονται) οι αποφάσεις που θα κρίνουν το μέλλον της; Εκείνος που σχίζει και πετάει στην θάλασσα όλα τα χαρτιά του και καταστρέφει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της ταυτότητάς του, της εθνικότητάς του και της προέλευσής του, πριν εισέλθει στον ελληνικό εθνικό χώρο, έχει τα ίδια δικαιώματα με εκείνον ο οποίος, όχι λόγω του «δικαίου του αίματος» αλλά λόγω του «δικαίου του βιώματος και της μνήμης», έχει συνδέσει την ύπαρξη του, αμετάκλητα και αποκλειστικά, με την πορεία της χώρας που λέγεται Ελλάδα;
Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι απλή και ξεκάθαρη: όχι. Ο άνθρωπος χωρίς ταυτότητα, προέλευση και πατρίδα, που εάν οι δουλέμποροι είχαν διαφορετικό δρομολόγιο μπορεί και να βρισκόταν στην Μάλτα, στην Ιταλία ή στην Ισπανία, έχει βεβαίως το αναφαίρετο δικαίωμα στην ζωή και στην αξιοπρέπεια. Όμως οι ανάγκες του, οι στοχεύσεις του και οι επιδιώξεις του, όσο θεμιτές και ανθρώπινα κατανοητές και αν είναι, δεν μπορούν να υπερκαθορίζουν την μοίρα κάποιου άλλου, δηλαδή εκείνου ο οποίος επέλεξε να έχει όνομα, επώνυμο και πατρίδα, και επέλεξε επίσης να απαντήσει στο ερώτημα της ύπαρξης, (να «ζήσει προς τον θάνατο»), παραμένοντας στον γενέθλιο τόπο του. Η αναζήτηση «μιας καλύτερης ζωής», μακριά από την πατρίδα τους, εκ μέρους μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, δεν είναι δυνατόν να γεννά αυτομάτως την υποχρέωση σε άλλες ομάδες ανθρώπων, (οι οποίες μάλιστα σε ουδέν ευθύνονται για την δύστηνο μοίρα των πρώτων), να υπονομεύσουν το δικό τους μέλλον και να υποβαθμίσουν την δική τους πραγματικότητα στον τόπο που γεννήθηκαν αλλά και που επέλεξαν να συνεχίσουν να ζουν. Με κριτήριο ακόμη και την πιο στοιχειώδη έννοια δικαίου, τα ηθικά δικαιώματα των δύο ομάδων δεν μπορεί παρά να είναι ετεροβαρή και άνισα: σε μία δημοκρατική κοινωνία που εδράζεται στις αρχές του ανθρωπισμού, το σύνολο των δικαιωμάτων που απολαμβάνει το κάθε μέλος της (αλλά και κάθε ομαδοποιημένο άθροισμα μελών της) πρέπει απαραιτήτως να αντισταθμίζεται από ένα ισοδύναμο και ισομεγέθες σύνολο υποχρεώσεων και δεσμεύσεων. Όπου το ισοζύγιο αυτό ανατρέπεται, δημιουργούνται οι γνωστές δυσπλασίες είτε της αναρχίας (εκεί που επικρατούν τα δικαιώματα), είτε της τυραννίας (εκεί που επικρατούν οι υποχρεώσεις). ¨Όσοι έχουν «πλεονασματικό» ισοζύγιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μοιραία ζουν εις βάρος των υπολοίπων από τους οποίους κατ’ ουσίαν έχουν σφετεριστεί τα πλεονάζοντα αυτά δικαιώματα. Πράγμα που συμβαίνει και στην σημερινή Ελλάδα, στο κέντρο της Αθήνας και αλλού: έστω και αν διαβιούν στην έσχατη αθλιότητα, οι παράνομοι μετανάστες, («πρόσφυγες» κατά μία άλλη ορολογία[1]) χρώμενοι, σε καταχρηστικό μάλιστα βαθμό, τις υποδομές και τον οικονομικό ιστό μίας πόλης για την οποία δεν έχουν δουλέψει και δεν έχουν φορολογηθεί ποτέ στο παρελθόν, αλλά και τις «δουλείες» και προβλέψεις ενός -έστω και καχεκτικού- Κράτους-Προνοίας για το οποίο δεν έχουν αγωνισθεί και δεν έχουν καταβάλει τίμημα αίματος, δημιουργούν τόσο σημαντικές οχλήσεις που ουσιαστικά υπεξαιρούν από τους «νόμιμους» κατοίκους -κυρίως γηγενείς αλλά επίσης και αλλοδαπούς- σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι η αίσθηση της ασφάλειας και της ευταξίας, η δυνατότητα οικονομικής βιοποριστικής δραστηριότητας αλλά επίσης και η απρόσκοπτη διαβίωση στον οικείο διαπροσωπικό, πολιτισμικό και κοινωνικο-οικιστικό χώρο -απολύτως απαραίτητες προϋποθέσεις της ατομικής και της συλλογικής ψυχικής ισορροπίας, και του ειρηνικού βίου.
Εκτός από τα παραπάνω, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αφορά το δίκαιο της «συλλογικότητας». Όπως η έννοια του «έθνους» δεν είναι ισοδύναμη με την έννοια του «λαού», γιατί η πρώτη εκφράζει ένα διαχρονικό φαινόμενο στην ολότητά του ενώ η δεύτερη σηματοδοτεί ένα απλό σημείο στο άνυσμα της εξέλιξης του, δηλαδή μία στιγμιαία, μονο-πρισματική αποτύπωσή του, έτσι και το συλλογικό «δίκαιο» των απατρίδων ή έστω προσφύγων δεν μπορεί να είναι ισοδύναμο με το συλλογικό δίκαιο της ιστορικής ταυτότητας και της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας. Μπορεί κάποιος να είναι καθαρόαιμος Αρβανιτολιάπης, ή αυθεντικός Dravidian traveler αλλά, εν τούτοις να θέλει να πιστεύει τον εαυτό του ως εξ αίματος και εξ ευθείας γραμμής απόγονο του Αλκιβιάδη. Είναι δικαίωμα του, όπως δικαίωμα των λαών είναι να κατασκευάζουν εθνικούς μύθους και να τους χρησιμοποιούν ως αστρολάβους για να ζουν και να πορεύονται δια μέσου των ατραπών της Ιστορίας, υπό την μοναδική προϋπόθεση ότι η αφοσίωσή τους στο δικό τους συμβολικό και μυθικό σύστημα αξιών δεν αποτελεί απειλή για τα θεμελιώδη δικαιώματα όσων ομνύουν πίστη σε αλλότριους Θεούς. Οι εν λόγω μύθοι, όπως και οι κοινωνίες που οικοδομούνται επάνω τους, δημιουργούν τις υπαρξιακές συντεταγμένες εντός των οποίων εξελίσσεται το ανθρώπινο πνεύμα και ανελίσσεται ο πολιτισμός. Ταυτόχρονα προσφέρουν σε κάθε μεμονωμένο μέλος της εθνικής κοινότητας την αίσθηση του «ανήκειν», απαραίτητη συνθήκη ψυχολογικής ισορροπίας και υπαρξιακής ασφάλειας για την μεγάλη, τουλάχιστον, πλειοψηφία των ανθρώπων.  Συνεπώς, ένα έθνος είναι κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των μελών του, όσων δηλαδή έτυχε να το απαρτίζουν σε μία ορισμένη χρονική στιγμή, αλλά και κάτι πολύ περισσότερο από το άθροισμα των βιοτικών αναγκών των μελών του.  Ο ανθρώπινος πολιτισμός στηρίζεται, μεταξύ άλλων και, στο ότι αναγνωρίζει το έθνος ως μία αυθύπαρκτη οντότητα η οποία, παρά τον «άυλο», «συμβολικό», «φαντασιακό» ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτήρα θα αρεσκόταν να της αποδώσει κανείς, παράγει πολύ απτά, συγκεκριμένα και σχεδόν «υλικά» αποτελέσματα: πλαισιώνει, σταθεροποιεί και νοηματοδοτεί τις ανθρώπινες ζωές που το επιλέγουν ως βασικό σύστημα αναφοράς τους, χωρίς όμως να αποτελεί απλό λογιστικό αντίκρισμά τους. Η διαχρονία του εθνικού φαινομένου αποτελεί υπέρτερη αξία και άλλης τάξης αγαθό από τις συγκυριακές και εφήμερες προσλήψεις, απεικονίσεις και μορφοποιήσεις του, και τούτο γιατί αφορά όχι μόνο τους παρόντες εκπροσώπους του αλλά και εκείνους που πρόκειται να έρθουν στο μέλλον.
Βεβαίως η «μετοχή» στην εθνική κοινότητα γίνεται σε καθαρά εθελοντική βάση, και είναι προϊόν του γνωστού καθημερινού «δημοψηφίσματος» των πολιτών. Ο αρνησίπατρις, ο άπατρις, ο «πολίτης του κόσμου», καθώς και ο εθνο-πολιτισμικός πλάνης ή μέτοικος έχει κάθε δικαίωμα –σε μία δημοκρατική κοινωνία- να απεκδυθεί και να αποτάξει –συνειδησιακά- την εθνική του (ή και κάθε εθνική) ταυτότητα. Σε αντάλλαγμα όμως αυτής της ελευθερίας και διακριτικής ευχέρειας που απολαμβάνει, υποχρεούται να αποδεχθεί και ο ίδιος πως οι «μέτοχοι» του έθνους δικαιούνται με την σειρά τους –πάντα υπό την προϋπόθεση ότι δεν απειλούν ή δεν περιορίζουν αντίστοιχα αλλότρια θεμελιώδη δικαιώματα- να υπερασπίζουν το σύστημα αξιών που έχουν κληρονομήσει και έχουν αποδεχθεί. Επιπλέον, μάλιστα, το «ελεύθερο εθνικής δέσμευσης» άτομο, οφείλει και το ίδιο να υπερασπίζεται το δικαίωμα ύπαρξης εθνικών υποκειμένων, ως απαράβατη συνθήκη της κοινής ελευθερίας. Εάν επικρατούσε η άποψη ότι το εθνικό φαινόμενο δεν είναι παρά μία συλλογική παραίσθηση και ότι το αίτημα του σεβασμού της συλλογικής εθνικής συνείδησης ουδεμία διαθέτει νομιμοποίηση «υπεροχής» έναντι εξωθεσμικών κινημάτων αμφισβήτησης του ή ακόμη και «αντίπαλων» συγκυριακών ομαδοποιήσεων, ο κόσμος θα γινόταν πολύ διαφορετικός, και πολύ πιο δύσκολος, ως πεδίο συνεχούς και αδιάκοπης πολεμικής διαμάχης. Αυτό σημαίνει ότι είναι καταχρηστικός και δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός μιας μερίδας ριζοσπαστών «συνηγόρων» της παράνομης μετανάστευσης, ότι οι ‘Έλληνες πολίτες δεν δικαιούνται να απαιτούν προνομιακή πρόσβαση και σχέση με τον ελλαδικό χώρο και με τον επ’ αυτού συσσωρευμένο πλούτο, διότι αμφότερα αποτελούν κτήμα όλης της ανθρωπότητας και, συνεπώς, ανήκουν εξ ίσου και στον μετανάστη που βρίσκεται πλέον επί ελληνικού εδάφους, έστω και παράνομα. Είναι καταχρηστικός ο ισχυρισμός αυτός όχι μόνο, ή κυρίως, για την κατά συρροήν συνοπτική συμβολική διαγραφή δεκάδων αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων των γηγενών Ελλήνων, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά κυρίως διότι αρνούμενος την νομιμοποίηση του εθνικού φαινομένου και των δικαιωμάτων που προκύπτουν εξ αυτού, και επιχειρώντας να τα υποκαταστήσει με ένα αυθαίρετα οριζόμενο πλάσμα (φυσικού) δικαίου που λέγεται «ανθρωπότητα», στην πραγματικότητα επιχειρεί να αποκόψει τον κατ’ ελεύθερη επιλογή ¨Έλληνα πολίτη από τις συμβολικές αξίες και τα βιοτικά μέσα που τον οικειώνουν με τον κόσμο και με την ίδια την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, στο όνομα μιας αυθαίρετης ιδέας «ανθρωπισμού», επιδιώκει την πραγματοποίηση, και την νομιμοποίηση, μιας ψυχο-πολιτισμικής γενοκτονίας του ελληνικού έθνους καθώς και μιας λεηλασίας του υλικού του πλούτου.


ΙΙ. Υπάρχουν δύο πράγματα που δεν γίνονται κατανοητά όσον αφορά την παράνομη μετανάστευση στην Ελλάδα, και ο λόγος είναι πως ο σχετικός διάλογος λαμβάνει χώρα σε ένα πλαίσιο που το καθορίζουν ασφυκτικά αφ’  ενός οι ιδεολογικές παρωπίδες μιας ψευδώνυμης «προοδευτικής» σκέψης και αφ’ ετέρου η ιδεολογική τρομοκρατία που ασκούν οι επαγγελματίες της «πολιτικής ορθότητας». Φυσιολογική συνέπεια είναι ότι η πλαστογράφηση της εικόνας του προβλήματος έχει, σε ένα μεγάλο βαθμό, καταστεί επίσημη κρατική ιδεολογία καθώς και ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός εντίμων ανθρώπων διερωτάται μήπως είναι πολύ εγωιστικό το γεγονός ότι σιωπηρά εύχεται να άλλαζε η ανυπόφορη κατάσταση που αντικρίζει γύρω του.
Η πρώτη συσκότιση και διαστροφή της πραγματικότητας έχει σχέση με την, άλλοτε ρητά εκπεφρασμένη και άλλοτε υπόρρητα συμπαραδηλούμενη, στο όνομα κάποιου ασαφούς «ανθρωπισμού», διεκδίκηση ενός πλαισίου «ανεκτικότητας» όσον αφορά την παραβατικότητα των παρανόμων μεταναστών (και «προσφύγων»), διότι πρόκειται για «βασανισμένες ψυχές» που απλά αναζητούν «ένα καλύτερο αύριο». Στην πραγματικότητα μάλιστα δεν πρόκειται καν για διεκδίκηση αλλά για ιδεολογική νομιμοποίηση δεδομένου ότι αυτό το εξαιρετικά ελαστικό εύρος «ανεκτικότητας» υφίσταται ήδη στην πράξη, τόσο λόγω της γνωστής παθογένειας του κρατικού μηχανισμού, όσο και λόγω της πολυσχιδούς δραστηριότητας των «προοδευτικών» δυνάμεων. ‘Έτσι όμως, ό,τι στ’ αλήθεια συμβαίνει είναι πως ενεργοποιούνται και ενισχύονται διαδικασίες που βλάπτουν τους πάντες, συμπεριλαμβανομένης και της πλειοψηφίας των μεταναστών, εκείνων δηλαδή οι οποίοι δεν έχουν ροπή στην παραβατικότητα αλλά, πράγματι, απλά και μόνο αναζητούν ένα καλύτερο αύριο. Και τούτο διότι η αποδοχή μιας περιοχής, ακριβώς στο κέντρο των Αθηνών, ως περιοχής στην οποία οι κανόνες Δικαίου βρίσκονται σε αναστολή, δημιουργεί μια «αυτόνομη επικράτεια παραβατικότητας», με διεθνή εμβέλεια και αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική.
Εάν κάποιος είναι, κατά κυρία απασχόληση, κλέφτης και δολοφόνος σε μία χώρα της Ασίας ή της Αφρικής με μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ 2.000 δολλαρίων τον χρόνο, και πληροφορηθεί από έγκυρη πηγή ότι κάπου στην Ευρώπη, σε μία χώρα με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 20.000 τον χρόνο, υπάρχει μία περιοχή στην οποία μπορεί ανενόχλητος να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα, τι θα κάνει; Ποια είναι η ορθολογική, από οικονομική άποψη, επιλογή; Να καθίσει εκεί που κάθεται; Ή να μεταναστεύσει, ώστε να εξασφαλίσει και αυτός ένα «καλύτερο μέλλον»; Φυσικά το δεύτερο. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δίπλα στην «φυσιολογική», δηλαδή με βιοποριστικά κίνητρα, μετανάστευση δημιουργείται και μία παράλληλη «μετανάστευση παραβατικότητας», η δυναμική της οποίας απλά ανατροφοδοτεί και ενισχύει τον ήδη υπάρχοντα χαρακτήρα της «αυτόνομης παραβατικής επικράτειας».[2] (Μάλιστα, είναι διασκεδαστικό να σκεφτεί κανείς ότι οι μόνοι παράνομοι μετανάστες που βλέπουν την Ελλάδα σαν τελικό προορισμό και όχι σαν αναγκαστικό ενδιάμεσο σταθμό είναι όσοι ανήκουν σε αυτήν την δεύτερη κατηγορία). Αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η ορατή εγκληματικότητα η οποία πλήττει τους νόμιμους κατοίκους των Αθηνών, συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών, και η οποία συγκεντρώνει επάνω της τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι επίσης και μία, ενδεχομένως πολύ ευρύτερη, αφανής εγκληματικότητα που έχει σαν θύμα της την μεγάλη μάζα των «κανονικών» παράνομων μεταναστών, οι οποίοι ουσιαστικά διαβιούν σε συνθήκες δουλοκτησίας υφιστάμενοι μία αδιανόητη εκμετάλλευση από διάφορους «υπεργολάβους» ομοεθνείς τους,  από προαγωγούς, από εκβιαστές, απαγωγείς κλπ. Ή εκτεταμένη αυτή, και εξαιρετικά σκληρή, εγκληματικότητα, της οποίας εικόνες ή απεικάσματα φθάνουν στην κοινή γνώμη παρεμπιπτόντως και περιστασιακά όταν κάποιος διαμελισμένος Αφρικανός βρεθεί στην χωματερή των Λιοσίων ή κάποια κατατεμαχισμένη Ασιάτισσα σε ένα βαρέλι στον Κηφισό, παραδόξως δεν φαίνεται να απασχολεί τους εγχώριους αυτόκλητους υπερασπιστές των μεταναστών. Κάτι που μπορεί να το αποδώσει κανείς στο γεγονός ότι το ενδιαφέρον τους δεν είναι πρωτογενώς αυθεντικό αλλά διαμεσοποιημένο και έμμεσο, εφ’ όσον οι μεν «προοδευτικοί» βλέπουν τον μεταναστευτικό κόσμο απλά ως ένα εργαλείο που θα τους βοηθήσει στην εξουσιαστική ονείρωξή τους για κατάληψη των «χειμερινών ανακτόρων», ενώ κάποιες ΜΚΟ (όχι φυσικά όλες) ως ένα μέσον για την ικανοποίηση πολύ πιο πεζών επιδιώξεων. Επειδή όμως δεν ευαισθητοποιούνται για την εσωτερική βία του μεταναστευτικού χώρου οι υποτιθέμενοι υπερασπιστές του, δεν σημαίνει ότι είναι επιτρεπτό να την παραβλέπει και η συντεταγμένη πολιτεία. Όλως αντιθέτως μάλιστα: ένα κράτος Δικαίου έχει κάθε υποχρέωση να επιδεικνύει μηδενική ανοχή έναντι της «συστημικής» παραβατικότητας της παράνομης μετανάστευσης και αυτό όχι μόνο για να ανακουφίσει τους γηγενείς κατοίκους της πόλης από τον εφιάλτη μέσα στον οποίο ζουν, αλλά επίσης και για να απαλλάξει τον μεγάλο όγκο των παρανόμων μεταναστών από τα σχεδόν δουλοκτητικά δεσμά που έχουν χαλκεύσει γι’ αυτούς οι εγκληματικοί μηχανισμοί ομοεθνών τους, που τους ακολούθησαν ως εδώ με τελείως συγκεκριμένο σκοπό.
Η δεύτερη διαστροφή της πραγματικότητας σχετίζεται με το ατυχές και ψευδεπίγραφο ιδεολόγημα της «πολύ-πολυτισμικότητας». Είναι ατυχές όχι μόνο γιατί οι επικεφαλής των τριών μεγαλύτερων χωρών της Ευρώπης, που το δοκίμασαν, δήλωσαν καθαρά ότι το πείραμα απέτυχε, αλλά γιατί στην πραγματικότητα είναι ανιστορικό και αναχρονιστικό, θέλοντας να επιστρέψει την ανθρωπότητα στον προ-νεωτερικό κόσμο, και ιδιαίτερα στην Οθωμανική αυτοκρατορία όπου οι άνθρωποι προσδιορίζονταν με βάση την θρησκευτική (και εμμέσως εθνοτική) παράμετρο, και όπου τα μιλιέτ συνυπήρχαν αρμονικά, πλην όμως σε σαφή ιεραρχική διάταξη την οποία επέβλεπε και συντηρούσε η αμείλικτη οθωμανική σπάθη. Είναι ψευδεπίγραφο διότι στην πραγματικότητα δεν αναφέρεται στην συνύπαρξη πολιτισμικών προτύπων συμπεριφοράς και διαβίωσης, αλλά στην σχετικοποίηση των κριτηρίων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο μετα-νεωτερικός άνθρωπος της Δύσης έχει, σε γενικές γραμμές, ομοιόμορφη στάση απέναντι στην ζωή, πράγμα που είναι ταυτόχρονα και θετικό και αρνητικό. Αρνητικό γιατί ίσως έτσι εξαλείφονται ή ατονούν ορισμένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας των εθνών. Θετικό, όμως, γιατί η εν λόγω ομογενοποίηση  πηγάζει από την κοινή αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας ενός ισχυρού πυρήνα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έλληνες και Πολωνοί μπορεί να μιλούν διαφορετική γλώσσα, να ακούν διαφορετική μουσική και να τρώνε διαφορετικά φαγητά. Οι βασικοί άξονες, όμως, της κοινωνικής συμπεριφοράς τους, απέναντι στις γυναίκες, στα παιδιά, στους συμπολίτες τους, στις μοιχαλίδες, στους ομοφυλόφιλους, στους αλλόπιστους, είναι ενιαίοι, αν όχι και ταυτόσημοι, και για τον λόγο αυτό είναι δυνατόν να συνυπάρξουν σε ένα κοινό δίκτυο σχέσεων δίχως τριβές, και δίχως καν να είναι απαραίτητο να χαρακτηρίσει κανείς τον χώρο της κοινής τους συμβίωσης «πολυ-πολιτισμικό». Αντίθετα, μία μεγάλη πολιτισμική ομάδα, αυτή του μουσουλμανισμού, συγκροτείται επάνω σε ένα τελείως διαφορετικό σώμα αξιών, καθαρά προ-νεωτερικών, και ως εκ τούτου η συνύπαρξή της με τους ανθρώπους του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού είναι δύσκολη, ενώ η ενσωμάτωσή της στις κοινωνίες τους από προβληματική έως αδύνατη.
Όλοι οι ψυχολογικά ευσταθείς και ισορροπημένοι ‘Έλληνες που διαπνέονται από φιλελεύθερες και δημοκρατικές απόψεις αισθάνθηκαν προ ολίγων ετών μεγάλη απειλή και ενόχληση από την έφοδο εναντίον των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών που επεχείρησαν οι δυνάμεις ενός εγχώριου θεοκρατικού ιεροκρατικού σκοταδισμού. Όμως, στο όνομα του «πολύ-πολιτισμού» οι άνθρωποι της ελληνικής κοινωνίας καλούνται να αποδεχθούν έναν πολλαπλάσια επικίνδυνο θεοκρατικό σκοταδισμό και να ανεχθούν ως φυσιολογικές τις κλειτοριδοεκτομές, την σαρία, τους εξαναγκαστικούς γάμους 12χρονων, τα «δικαιολογημένα» εγκλήματα τιμής, τις μασκοφόρες γυναίκες κλπ. Τους ζητείται δηλαδή να σχετικοποιήσουν την αφοσίωσή τους στα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα, στο όνομα του σεβασμού της «διαφορετικότητας», και με την απειλή του χαρακτηρισμούς τους ως “ισλαμοφοβικών” αν αρνηθούν να το κάνουν! Αυτό όμως -δηλαδή η πλήρης ιδεολογική επικράτηση του φιλοϊσλαμοφασισμού- δεν πρέπει να γίνει, και δεν πρόκειται να γίνει διότι η ελληνική κοινωνία, παρά την πνευματική εξαθλίωση και την ηθική παρακμή της, έχει κάποιες ύστατες γραμμές αμύνης και, ευτυχώς, απαιτεί ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή για την ένταξη στους κόλπους της του όποιου αλλογενούς, τον εκ μέρους του πλήρη και απόλυτο σεβασμό του θεμελιώδους πυρήνος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πράγμα το οποίο ο μουσουλμανισμός από την ίδια την συγκροτησιακή του συνθήκη αδυνατεί να πράξει. Το τεράστιο χάσμα αξιών που υφίσταται, πάντως, οι καλοκάγαθοι, κατά τα άλλα, πρόμαχοι του «πολύ-πολιτισμού», υποκρίνονται ότι δεν το έχουν αντιληφθεί, σφυρίζοντας αδιάφορα-και υποκριτικά.
   Ο σκοπός άλλωστε δεν είναι μόνο να αποφύγουμε τον «πολύ-πολιτισμό» της σαρία. Ο σκοπός, που δεν τον κατανοούν όσοι έχουν τόσο πολύ ανοιχτούς ορίζοντες ώστε δυσκολεύονται να δουν ακριβώς μπροστά από την μύτη τους, είναι επίσης να αποφύγουμε έναν αχρείαστο πόλεμο πολιτισμών επί ελληνικού εδάφους. Και αυτός δεν αποφεύγεται με την εθελοτυφλία, την αφέλεια και την αδράνεια.

ΙΙΙ. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ιστορίας της. Η χρονική σύμπτωση της βαθειάς οικονομικής κρίσης, από την μία, και της ανεξέλεγκτης εισροής μεταναστών που «παγιδεύονται» και παραμένουν στην επικράτειά της, από την άλλη, δημιουργεί έναν εκρηκτικό συνδυασμό από μείζονες κινδύνους, που αν δεν αντιμετωπισθούν άμεσα και αποφασιστικά είναι πιθανόν να οδηγήσουν το νεοελληνικό κρατικό μόρφωμα στην εξ ων συνετέθη διάλυσή του και την ελληνική κοινωνία σε μία αδιανόητη τραγωδία. Έναντι και των δύο προβλημάτων, βεβαίως, αντιπαρατασσεται απραξία και αδράνεια, με μία όμως μεγάλη διαφορά: στην περίπτωση της οιονεί χρεοκοπίας, τουλάχιστον, η αδράνεια αντισταθμίζεται από το ευτύχημα της υπάρξεως ξένων δανειστών οι οποίοι, αναγκασμένοι όντες να προσπαθήσουν για την διασφάλιση των κεφαλαίων τους, πιέζουν για την υιοθέτηση λύσεων που δεν μπορεί παρά να είναι, μεσο-μακροπρόθεσμα, ευεργετικές για την ελληνική οικονομία. Δυστυχώς, στην περίπτωση του μεταναστευτικού δεν ισχύει κάτι παρόμοιο. Επειδή στο ζήτημα αυτό η Ευρώπη όχι μόνο δεν απειλείται αλλά, τουναντίον, εξυπηρετείται τα μέγιστα από την μετατροπή του ελλαδικού χώρου σε αποθετήριο παράνομων μεταναστών, φροντίζει να μην πράξει τίποτα το ουσιαστικό για να τροποποιήσει την όλη κατάσταση, περιοριζόμενη σε συμβολικές χειρονομίες (τύπου FRONTEX) και σε υποκριτικές παραινέσεις και επιπλήξεις για τον τρόπο μεταχείρισης των μεταναστών από τις ελληνικές αρχές. Συνεπώς η Ελλάδα είναι μόνη της στο συγκεκριμένο πεδίο· κανείς δεν πρόκειται να την στηρίξει και να την βοηθήσει εάν δεν τον εξαναγκάσει η ίδια με αποφασιστικές πράξεις και επιλογές. Αντί τούτου όμως αναλώνεται σε κλαψοπομφόλυγες περί «ευρωπαϊκού» προβλήματος, περιμένοντας –ξανά- την λύση να έλθει από την Ευρώπη. (Απ’ όπου, φυσικά, δεν πρόκειται να έρθει ποτέ),
Εάν η χώρα είχε 60 εκατομμύρια γηγενείς κατοίκους, η παράνομη μετανάστευση με τις διαστάσεις που έχει λάβει και πάλι θα της δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα, όπως συμβαίνει με την Ιταλία και την Γαλλία. Επειδή όμως έχει μόνο 10 εκατομμύρια γηγενείς κατοίκους, δεν αντιμετωπίζει απλά πρόβλημα ευρυθμίας από την πλημμυρίδα των μεταναστών, αλλά απειλή άμεσου αφανισμού της. Η μικρόψυχη, αερολόγα και στρουθοκαμηλική αντίδραση που έχει εκδηλωθεί εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας, και της πολιτικής της ηγεσίας, για το όλο θέμα είναι, συνεπώς, καθαρά αυτοκτονική. Επειδή δε σε 10 χρόνια, που θα καταρρέουν τα πάντα, οι σημερινοί, αλλά και χθεσινοί, υπεύθυνοι που άφησαν το πρόβλημα να γιγαντωθεί χωρίς να αντιδράσουν, δεν θα βρίσκονται εδώ για να τους ζητηθούν ευθύνες, θα όφειλαν να σπεύσουν να αντιδράσουν σήμερα, πριν να είναι πολύ αργά. Εάν στερούνται των απαραιτήτων δυνάμεων και δυνατοτήτων καλό θα είναι να το δηλώσουν και να αποχωρήσουν για να αφήσουν τον χειρισμό του θέματος σε εκείνους που μπορούν και θέλουν κάτι να πετύχουν, όποιοι και αν είναι αυτοί. Η Ελλάδα πρέπει να συγκρουστεί με την απειλή που αντιμετωπίζει, και όχι να εγκαταλειφθεί στην παθητική αναμονή του μοιραίου, ομνύοντας στην αδελφοσύνη των λαών, στην ΕΕ και στην «πολύ-πολυτισμικότητα». Το μεταναστευτικό δεν είναι, κατά κύριο λόγο, πρόβλημα χωροταξίας και αστυνόμευσης. Οι ρυθμίσεις στα επίπεδα αυτά, βεβαίως, είναι απαραίτητες για να απομειώσουν τις φορτίσεις και την υποβάθμιση του επιπέδου ζωής, όμως ούτε οι υπαίθριες αγορές αφρικανο-ασιατικής αγγειοπλαστικής, ούτε και η 24ωρη φύλαξη κάθε Αθηναίου πολίτη από ένα προσωπικό σωματοφύλακα, εάν ήταν εφικτή, θα έδιναν την λύση. (Μάλλον σε αυτή την δεύτερη περίπτωση θα κινδύνευαν και οι δύο μαζί). Το μεταναστευτικό δημιουργείται από τις παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις και είναι αναγκαίο ή ελληνική πλευρά να αντιληφθεί με ενάργεια τις διεργασίες που το τροφοδοτούν ώστε να ενεργήσει προς την σωστή κατεύθυνση, διότι μέχρις σήμερα, οι ενέργειές της όχι μόνο είναι εξαιρετικά μικρόπνοες και αναιμικές αλλά επίσης –πράγμα πολύ σοβαρότερο- στρέφονται και προς εντελώς λάθος κατεύθυνση.
Τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα, από την Αφρική και την Ασία προς την Ευρώπη έχουν έναν καθαρά «τεκτονικό» χαρακτήρα. Οφείλονται στην σύγκρουση δύο «πολιτισμικών» πλακών, εκείνης του μάλλον επιτυχούς μετα-νεωτερικού εγχειρήματος στην Δύση, με το ατυχές και τελικά αδιέξοδο εγχείρημα οικοδόμησης μίας νέο-παραδοσιακής κοινωνίας στον μετα-αποικιακό κόσμο, και δή στις κοινωνίες που ο πολιτισμικός τους χαρακτήρας τις απέτρεψε ακόμη και από το να επιχειρήσουν να «εισάγουν» την νεωτερικότητα. Οι άνθρωποι εγκαταλείπουν αυτόν τον μετα-αποικιακό αλλά προ-νεωτερικό κόσμο αντιλαμβανόμενοι ότι η προοπτική του είναι κατιούσα, αλλά κυρίως διότι η σύγκριση με τον κόσμο της ανεπτυγμένης κεφαλαιοκρατικής οικονομίας και του κοινοβουλευτισμού είναι καταλυτική. Ενίοτε βεβαίως τον εγκαταλείπουν και εξ αιτίας των ανθρωπιστικών τραγωδιών που οι κοινωνίες αυτές «παράγουν» σχεδόν νομοτελειακά, ως φυσική συνέπεια της λειτουργικής τους ακαμψίας. Έτσι δημιουργείται ένα σύνολο μεταναστευτικών ροών που έχει χαρακτηριστικά φυσικού φαινομένου. Στην γεωγραφική πορεία των μεγάλων μετακινήσεων τυχαίνει, όμως, να βρίσκεται και η Ελλάδα, έστω και αν οι μεταναστευτικές μάζες την αγνοούν και στην πραγματικότητα αδιαφορούν γι’ αυτήν. Το δυστύχημα είναι πως η καθαρά πρακτική πλευρά των πραγμάτων αναγκάζει έναν πολύ μεγάλο αριθμό ατόμων να εγκλωβισθεί στο ελληνικό έδαφος, επιβαρύνοντας την χώρα με ένα άχθος που ξεπερνά τις αντοχές της και απειλώντας την με πλήρη καταβύθιση, σαν μία σύγχρονη Ατλαντίδα.
Εδώ υπεισέρχεται ένα απλό ερώτημα: η Ελλάδα βρίσκεται στο δρομολόγιο των μεταναστευτικών ρευμάτων για καθαρά γεωγραφικούς λόγους, ή υπάρχει κάτι άλλο, κάτι που υπερκαθορίζει ακόμη και το γεωγραφικό κριτήριο; Η απάντηση είναι εξ ίσου απλή: το γεωγραφικό κριτήριο δεν είναι το μείζον. Μείζον είναι ότι η Ελλάδα θεωρείται ως τμήμα της Ευρώπης, δηλαδή του «χώρου Schengen» και η είσοδος σε αυτήν εκλαμβάνεται ως άφιξη στην «ήπειρο της επαγγελίας», άσχετα εάν κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Μόνο που την συγκεκριμένη εντύπωση των μεταναστευτικών ρευμάτων την ενισχύει η ολοκληρωτικά λανθασμένη τακτική των ελληνικών αρχών, οι οποίες ζητούν, ικετεύουν και ζητιανεύουν από την ΕΕ, με διάφορους τρόπους όπως η κατάργηση της συμφωνίας «Δουβλίνο ΙΙ», να την απαλλάξουν από «έναν ορισμένο αριθμό» μεταναστών. Στην πραγματικότητα βέβαια η στάση των ελληνικών αρχών λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής του προβλήματος: η εικόνα που διατηρείται στο προσκήνιο και καταγράφεται στην συλλογική συνείδηση των ενδιαφερομένων είναι ότι εάν κάποιος καταφέρει να φθάσει μέχρι την ελληνική επικράτεια το πρόβλημα του εν μέρει έχει λυθεί διότι η υπόθεσή του στην συνέχεια θα αναληφθεί από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές που θα παρακαλούν και θα εκλιπαρούν τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να επιτρέψουν την περαιτέρω προώθηση του προς αυτές. Άλλωστε, οι επίδοξοι μετανάστες αντιλαμβάνονται ότι ακόμη και αν η Ελλάδα αποτύχει στην προς όφελός τους μεσίτευση, υπάρχει πάντα και η δυνατότητα της παράνομης διαπεραίωσής τους προς την Ιταλία, εφ’ όσον η φύλαξη των ελληνικών δυτικών συνόρων είναι από πλημμελής έως ανύπαρκτη. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, η όλη ελληνική στάση και ρητορεία λειτουργεί ως ανοιχτή πρόσκληση για λαθρομετανάστευση.
Επειδή λοιπόν πρόκειται για ένα τεκτονικό πρόβλημα, απαιτείται και μία τεκτονικού χαρακτήρα λύση η οποία θα ορθώσει ένα αδιαπέραστο ανάχωμα και θα θέσει την Ελλάδα οριστικά εκτός της κοίτης των μεταναστευτικών ροών. Αυτή η λύση περιλαμβάνει δύο απλά βήματα, τα οποία όμως χρειάζονται αποφασιστικότητα και καλώς εννοούμενο δυναμισμό, αντί της σημερινής αδράνειας και μοιρολατρίας.
Πρώτο βήμα είναι η άμεση αποχώρηση της Ελλάδας από την Συνθήκη Schengen. Οι δυστυχείς θεράποντες της θρησκείας του «Μεγάλου Ευρωπαίου», βέβαια, θα κραυγάσουν με φρίκη στο άκουσμα μίας παρόμοιας βλασφημίας, αφού η δική τους πραγματική ζωή  άρχισε εκείνο το μαγικό μαγιάτικο απόγευμα του 1979 στο Ζάππειο, και έκτοτε φροντίζουν να ζουν ευρωπαϊκή αδεία και να αναπνέουν αποκλειστικά με ευρωπαϊκούς πνεύμονες. ¨Όμως το συγκεκριμένο βήμα δεν είναι και τόσο ανατρεπτικό, όσο ίσως ακούγεται. Η Ελλάδα ήταν μέλος της ΕΕ και πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη Schengen, και θα παραμείνει μέλος της ΕΕ και μετά την αποχώρησή της από αυτήν. Άλλωστε η υλοποίηση της αποχώρησης δεν χρειάζεται να είναι ολοσχερής: δεν υπάρχει κανένας λόγος να ελέγχονται οι αφικνούμενοι στον ελληνικό χώρο εξ Ευρώπης, και η είσοδος τους από τον «χώρο Schengen» μπορεί να συνεχίσει να γίνεται όπως και σήμερα. Εκείνο όμως που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να καταργήσει, οριστικά, την ελεύθερη κίνηση στην αντίθετη κατεύθυνση, καταργώντας έτσι, τόσο σε συμβολικό επίπεδο όσο και στην πράξη, και τον χαρακτήρα της ως «ενδιάμεσου σταθμού» της λαθρομετανάστευσης προς την Ευρώπη. Για πετύχει κάτι τέτοιο θα πρέπει, να κάνει γνωστό προς όλες τις κατευθύνσεις, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό συμβολισμό και μέσο δημοσιότητας, πως όχι μόνο επαναφέρει τους ελέγχους στην έξοδο από την χώρα προς την Ευρώπη, αλλά και πως δεσμεύεται ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ, σε καμμία περίπτωση και για κανέναν λόγο, άτομο που έχει εισέλθει παράνομα στον ελληνικό χώρο να προωθηθεί προς την Ευρώπη. Ακόμη και εάν οι ίδιες οι χώρες της Ευρώπης ζητήσουν να υποδεχθούν ή να φιλοξενήσουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, αυτά θα πρέπει να μεταβούν  από την Ελλάδα στην Τουρκία, στην Λιβύη, στην Αίγυπτο ή οπουδήποτε αλλού εκτός του «χώρου Schengen» και μόνο από εκεί να διαπεραιωθούν, στην συνέχεια, στον προορισμό τους. Στο ίδιο, επίσης, πνεύμα η Ελλάδα θα πρέπει να αναβαθμίσει άμεσα την φρούρηση των δυτικών  θαλάσσιων συνόρων της  μην επιτρέποντας σε κανέναν να κινηθεί πέραν αυτών χωρίς τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα. Επειδή δε οι ελληνικές υπηρεσίες, παρ’ ότι άριστες κατά τα άλλα, έχει αποδειχθεί ότι σε συγκεκριμένα καθήκοντα όπως η φύλαξη των συνόρων δεν είναι ιδιαίτερα αποδοτικές, ο έλεγχος σε όλα τα σημεία εξόδου προς την Ευρώπη, σε αεροδρόμια και λιμάνια, θα πρέπει να γίνεται από κοινού με τελωνειακούς και αστυνομικούς από τις ενδιαφερόμενες χώρες, όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Γαλλία κλπ. (Κάτι δηλαδή που συμβαίνει και όσον αφορά την μετάβαση από τα ευρωπαϊκά αεροδρόμια προς τις ΗΠΑ, όπου ο έλεγχος γίνεται από Αμερικάνους τελωνειακούς επί ευρωπαϊκού εδάφους). Η συγκεκριμένη λεπτομέρεια είναι πολύ μεγάλης σημασίας, όχι μόνο γιατί θα κατοχυρώσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου, αλλά και διότι θα αποτελέσει έναν εξαιρετικά ισχυρό συμβολισμό, για την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να αποτινάξει δια παντός την ιδιότητά της ως προγεφυρώματος της παράνομης μετανάστευσης προς την Δυτική Ευρώπη. (Και φυσικά όσοι ισχυρισθούν ότι η εκχώρηση δικαιώματος ελέγχου σε Ιταλούς ή Γάλλους τελωνειακούς αποτελεί πράξη εκχώρησης κυρίαρχου εθνικού δικαιώματος, θα πουν –και πάλι- ψέματα: πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή για πράξη υπεράσπισης και κατοχύρωσης της εθνικής κυριαρχίας, που σήμερα δοκιμάζεται σοβαρότατα από την παράνομη μετανάστευση).
Η αυτόβουλη έξοδος από την Συνθήκη Schengen, συνεπώς, είναι το πρώτο, και ίσως σημαντικότερο βήμα για την αναχαίτιση της προϊούσας νόσφισης του εθνικού χώρου και της εθνικής κυριαρχίας. Μεσοπρόθεσμα θα μειώσει σε σημαντικό βαθμό το ρεύμα εισόδου στην Ελλάδα. Πλην όμως δεν αρκεί από μόνο του για να εξαφανίσει το πρόβλημα. Κάποιοι θα συνεχίσουν να έρχονται, είτε γιατί δεν θα γνωρίζουν τις εξελίξεις, είτε γιατί θα είναι πείσμονες, είτε γιατί δεν θα έχουν την δυνατότητα να προσπαθήσουν την είσοδο στην Ευρώπη από άλλη πρόσβαση, είτε γιατί δεν θα κινούνται με το θεμιτό κριτήριο της αναζήτησης έντιμων συνθηκών διαβίωσης αλλά με το κριτήριο της εισόδου στην «αυτόνομη επικράτεια παραβατικότητας» του κέντρου των Αθηνών, όσο τουλάχιστον η κατάσταση εκεί θα παραμένει αναλλοίωτη. Επίσης θα συνεχίσουν να υπάρχουν και όσοι είναι ήδη εγκλωβισμένοι εδώ. Ως εκ τούτου απαιτείται και ένα δεύτερο βήμα, το οποίο είναι εξ ίσου απαραίτητο, αλλά πολύ πιο δύσκολο και δαπανηρό: η τοποθέτηση όλων όσων βρίσκονται παράνομα στην Ελλάδα, σε χώρους φιλοξενίας προσφύγων, σε περιοχές μακριά από μεγάλες πληθυσμιακές συγκεντρώσεις. Οι λόγοι για τους οποίους οι «χώροι υποδοχής» δεν πρέπει να γειτνιάζουν με αστικά κέντρα είναι πολλοί, κυριότερος όμως είναι πως έτσι θα καταπολεμηθεί η «εσωτερική εγκληματικότητα» που πλήττει τον παράνομο μεταναστευτικό χώρο δεδομένου ότι τα δουλεμπορικά κυκλώματα των «υπεργολάβων», προαγωγών και κάθε είδους εκβιαστών λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ των, σε κατάσταση οιονεί δουλείας ευρισκομένων, παρανόμων μεταναστών και των Ελλήνων «αγοραστών» των «υπηρεσιών» τους. Η καταστολή αυτής της συναλλαγής, αλλά και η δυνατότητα πλήρους ελέγχου των μεταναστών σε καλά οργανωμένους «χώρους υποδοχής» θα δώσει τέλος στην ανεξέλεγκτη «εμπορία ανθρωπίνων ψυχών» που απευθύνεται στις αγορές του αγοραίου έρωτα και αδήλωτης εργασίας, στο λαθρεμπόριο και στο παραεμπόριο. Θα δώσει επίσης τέλος στους εκβιασμούς, στις απαγωγές και όλα τα σχετικά. Αρνητική πτυχή, βέβαια, για τους μετανάστες είναι πως έτσι θα χάσουν τα ισχνά εισοδήματα που, έστω και υφιστάμενοι συνθήκες δουλεμπορίου, αποκομίζουν, και με τα οποία πολλοί από αυτούς ενισχύουν τις οικογένειες που έχουν αφήσει πίσω στην πατρίδα τους. Δεν υπάρχουν όμως ιδανικές λύσεις με μηδενικές παρενέργειες. Από την άλλη πλευρά, άλλωστε, αυτό ακριβώς θα είναι και ένα από τα πολλά αντικίνητρα που το συγκεκριμένο μέτρο θα δημιουργήσει ως προς το να συνεχίσουν να παραμένουν στην Ελλάδα. Χωρίς να εκληφθεί ως ειρωνεία: το πιο πιθανό είναι ότι ο όλος συνδυασμός αντικινήτρων θα ωθήσει το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς να ξαναβρούν τα χαρτιά που «έχασαν» κατά την είσοδό τους στην χώρα μας και να αποχωρήσουν.
Βεβαίως, ένα τέτοιο εγχείρημα όπως η εγκατάσταση όλων των παράνομων μεταναστών σε «χώρους υποδοχής», μοιάζει, και είναι, εγχείρημα κολοσσιαίων διαστάσεων. Όπως επίσης θα είναι και εξαιρετικά δαπανηρό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι σε κλίμακα μεγέθους θα αντιστοιχεί στην αποκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα κατά την δεκαετία του 1920. Ποια είναι όμως η εναλλακτική επιλογή; Να συμβιβασθούμε οριστικά και δια παντός με το γεγονός ότι η πρωτεύουσα της χώρας έχει καταληφθεί από τον ισλαμισμό και δεν θα ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια; Να δεχτούμε δηλαδή κάτι που νομοτελειακά οδηγεί στην, σε ορατό χρονικό ορίζοντα, αποσύνθεση της νεοελληνικής κοινωνίας και διάλυση του νεοελληνικού κρατικού μορφώματος; Αυτό θα αποτελούσε πραγματικά μία παγκόσμια τραγωδία βιβλικών διαστάσεων την οποία, με εξαίρεση κάποια γείτονα χώρα και –ίσως- και την Al Qaeda, δεν θα ήθελε κανείς άλλος σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και όσων, υπό κανονικές συνθήκες, υποβλέπουν και υπονομεύουν την σύγχρονη Ελλάδα. Θα το αφήσουμε λοιπόν να συμβεί εμείς μόνο και μόνο διότι για να το αποφύγουμε θα χρειαζόταν ίσως να προχωρήσουμε στο αδιανόητο βήμα να ιδιωτικοποιήσουμε εν συνόλω την ΔΕΗ (για παράδειγμα) και να χρησιμοποιήσουμε τις προσόδους όχι για αποπληρωμή μέρους του δημόσιου χρέους μας[3]  αλλά για την χρηματοδότηση της δημιουργίας οργανωμένων χώρων φιλοξενίας των παράνομων μεταναστών; Ή, πάλι, θα το αφήσουμε να συμβεί μόνο και μόνο γιατί θα φοβηθούμε τους κακοήθεις ονειδισμούς εκ μέρους των εγχώριων και αλλοδαπών φασιστών του «προοδευτισμού» και της «πολιτικής ορθότητας», που θα μας καταγγέλλουν για δημιουργία «στρατοπέδων συγκεντρώσεως» και για αναβίωση των «εξοριών»; (Κάτι που φυσικά θα είναι ψέμα και συκοφαντία γιατί η δημιουργία χώρων για ανθρώπινη, και ελεγχόμενη, διαβίωση των παράνομων μεταναστών θα τους απαλλάξει από την βάρβαρη εγκληματικότητα της οποίας είναι θύματα στις συνθήκες που ζουν σήμερα. Και  βέβαια, είναι προφανές πως οι συγκεκριμένοι χώροι δεν θα έχουν σε καμμία περίπτωση παρεμφερή χαρακτήρα με πρακτικές του παρελθόντος που συμβολίζουν την βίαιη απόσπαση ατόμων από το οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό τους περιβάλλον και τον εγκλεισμό τους σε κέντρα βασανιστηρίων και κακοποίησης με σκοπό να αποκηρύξουν τα φρονήματά τους-κάτι άλλωστε που οι περισσότεροι υπερασπιστές της «πολιτικής ορθότητας» δεν κρύβουν ότι ονειρεύονται και αυτοί να επιβάλλουν σε όσους διαφωνούν με τις απόψεις τους και σε όσους αντιστρατεύονται τις πρακτικές τους). Θα φοβηθούμε να πράξουμε όλα αυτά τα αναγκαία και επιβαλλόμενα και θα προτιμήσουμε αντί τούτου να αναλάβουμε συλλογικά, αλλά και ο κάθε ένας μόνος του, την ευθύνη για την επερχόμενη καταστροφή της χώρας;
Φυσικά δεν πρέπει να το κάνουμε και δεν θα το κάνουμε. Η, κατά τα άλλα σε ελεεινή και άθλια κατάσταση ευρισκόμενη, ελληνική κοινωνία, είναι –παραδόξως- σχεδόν ανεπίληπτη στον τομέα της ουσιαστικής ανθρωπιστικής συμβολής στους λαούς των κοινωνιών που γνωρίζουν ή γνώρισαν ανθρωπιστική κρίση: κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παραβλέψει ότι υπάρχουν χώρες που θα είχαν αποδεκατισθεί πληθυσμιακά από τον λιμό, εάν δεν υπήρχαν τα από την Ελλάδα αποστελλόμενα εμβάσματα. Επίσης, με τον αριθμό των νόμιμα εγκαταστημένων εδώ μεταναστών, που το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό είναι ένα από τα υψηλότερα στον δυτικό κόσμο, (εάν όχι και το υψηλότερο), έχει εκπληρώσει το ανθρωπιστικό καθήκον της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έχει αναλάβει, αναλογικά, ένα από τα μεγαλύτερα βάρη, παγκοσμίως, «της δυστυχίας του κόσμου». Δικαιούται συνεπώς να μεριμνήσει και για την δική της επιβίωση, χωρίς να βαρύνεται από αισθήματα ενοχής γι’ αυτό και χωρίς να χρειάζεται να ζητάει «συγνώμη για την άμυνα». Η επόμενη μεγάλη συνεισφορά της στην ανθρωπότητα θα πρέπει να είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων που θα σώσουν και την ίδια από την καταστροφή που την απειλεί.

                                                                                                                                                                                                                                                     Μάιος 2011


ΥΓ. Ο Αλέξανδρος Σπαρτίδης, μαθητής του Λεοντείου Λυκείου, (και συμμαθητής του υπογράφοντος), δεν είχε κλείσει τα 16 χρόνια του το 1973, και δεν επρόκειτο να τα κλείσει ποτέ. Στις 17 Νοέμβρη η ζωή του τελείωσε απότομα, από τις σφαίρες των οργάνων της δικτατορίας, στην οδό Κότσικα.
Η οδός Κότσικα  είναι ένας μικρός δρόμος, στο πλάι της τότε ΑΣΟΕΕ και νυν Οικονομικού Πανεπιστημίου, ο οποίος ενώνει την Πατησίων με την Μαυρομματαίων, απέναντι από το κτίριο του ΟΤΕ, στην οροφή του οποίου ενδεχομένως βρίσκονταν και οι δολοφόνοι ελεύθεροι σκοπευτές, που έκοψαν το νήμα της ζωής του Αλέξανδρου. Του Αλέξανδρου ο οποίος δεν ήταν ένα «θύμα» της δικτατορίας. Ήταν, και είναι, ένας ήρωας της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Ο διαβάτης που περνάει στις μέρες μας από την διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, και βλέπει όσα συμβαίνουν γύρω του, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί: εάν ο Αλέξανδρος Σπαρτίδης δεν είχε πεθάνει ηρωικά εκείνο το πρωινό του 1973 αλλά είχε ζήσει, όπως ζήσαμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι, θα μπορούσε άραγε σήμερα να περπατήσει με ησυχία και ασφάλεια, όπως θα είχε κάθε δικαίωμα, οποιαδήποτε ώρα του 24ωρου,  στην περιοχή; Θα μπορούσε να είναι ήρεμος και ήσυχος στην σκέψη ότι τα παιδιά του ή τα ανίψια του, ή ακόμη και τα εγγόνια του, μετακινούνται στο κέντρο της Αθήνας, μετά τις 6 το απόγευμα; Θα μπορούσε να προσπεράσει αδιάφορα -χωρίς να αισθάνεται την οργή και την θλίψη εκείνη που αισθάνεται κάθε έντιμος άνθρωπος όταν αδυνατεί να σταματήσει μία τραγωδία- το θέαμα των 12χρονων Αφρικανίδων που απελπισμένα αναζητούν τον έναντι 10 ευρώ «αγοραστή» τους, προκειμένου να συγκεντρώσουν το ποσό που απαιτεί ο «λαθρέμπορας ανθρωπίνων ψυχών» και ιδιοκτήτης τους, ως αποζημίωση για την διαπεραίωσή τους στην «Ευρώπη»;
Φυσικά όχι. Δεν θα μπορούσε. Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στο κέντρο της Αθήνας, προσβάλλουν την μνήμη του Αλέξανδρου Σπαρτίδη και όλων των Ελλήνων που πρόσφατα η παλαιότερα έδωσαν την ζωή τους για μία καλύτερη πατρίδα σε έναν καλύτερο κόσμο. Όποιος αισθάνεται την ανάγκη να τιμήσει την μνήμη τους και την προσφορά τους, αλλά επίσης να προφυλάξει από τον ευτελισμό και τα δικά του βιώματα και την δική του προσωπική ιστορία, οφείλει να αντιδράσει.









[1] Που όμως δεν είναι ακριβής. Είναι πράγματι «πρόσφυγας» κάποιος που εγκαταλείπει την εστία του για να περισώσει το ύψιστο αγαθό της ζωής. ¨Όσο όμως απομακρύνεται από εκεί και διέρχεται, χωρίς να σταματά καθόλου, μέσα από πολιτείες και χωριά, χώρες και βασίλεια, στα οποία θα μπορούσε να παραμείνει και να ζήσει ασφαλής, κατευθυνόμενος αποκλειστικά είτε στο Champs Elysées είτε στην Unter den Linden, και ισχυριζόμενος ότι μόνο εκεί μπορεί να αισθανθεί προστατευμένος τότε η ιδιότητά του σταδιακά μεταλλάσσεται, και τελικά από την κατηγορία του «πρόσφυγα» μεταπίπτει πλήρως σε εκείνην του «παράνομου οικονομικού μετανάστη».  

[2] Και είναι απορίας άξιο γιατί ο πολύς Bin Laden είχε την αφέλεια να πιστεύει πως οι μυστικές υπηρεσίες της γνωστής μεγάλης ασιατικής χώρας θα ήταν σε θέση να τον προστατεύσουν αποτελεσματικά. Αν αντί αυτού του σφάλματος είχε την διορατικότητα να επιλέξει για κρησφύγετό του το χαλιφάτο του κέντρου των Αθηνών, ουδείς θα τον είχε ανακαλύψει και ουδείς θα είχε τολμήσει να στραφεί εναντίον του.

[3] Αυτό το μικρό ποσοστό, στο κάτω-κάτω, ας το πληρώσουν εν μέρει –μέσω της «αναδιάρθρωσης»- οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, τους οποίους μέχρι σήμερα εξυπηρετήσαμε σε μέγιστο βαθμό μετατρέποντας την χώρα μας σε αποθετήριο ανθρωπίνων ψυχών που οι ίδιοι, καλώς ή κακώς, αρνούνται να δεχθούν στις επικράτειές τους.