10 Μαρτ. 2012 Είναι κρίση προσφοράς, όχι ζήτησης
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 10/3/2012
Ημερησία του Σαββάτου - Οικονομία, 10/3/2012
«Αρμόδιοι» της πολιτικής και της οικονομίας (θεωρητικής και εφαρμοσμένης) διακινούν στερεότυπα τα περί «ύφεσης» που «βαθαίνει» λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής. Και προτείνουν «τόνωση της ζήτησης». Αγνοούν ότι η «ύφεση» στο ΑΕΠ (2008: -0,2%, 2009: -3,2%, 2010: -3,5%, 2011: -6,8%) ήρθε πριν από το Μνημόνιο, παρά την επέκταση του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος (2007: -6,4%, 2008: -9,8%, 2009: -15,4%, 2010: -10,5%) και του πρωτογενούς (2007: -2%, 2008: -4,8%, 2009: -10,6%, 2010: -5%).
Παραβλέπουν τα δεδομένα και την ουσία της τρέχουσας κρίσης στην ελληνική οικονομία. Ότι δεν
γεννήθηκε, ούτε είναι μία κρίση «ζήτησης» (λόγω υποκατανάλωσης), δοθέντος ότι «ζήτηση» υπάρχει ακόμη άφθονη. Παρά το ότι «στέρεψε» η συνεχής αύξηση δανείων και, συνεπώς, η ανάλογη αύξηση των (καταναλωτικών) δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ύπαρξη «ζήτησης» αποδεικνύουν τα ακόμη γιγαντιαία ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο (χωρίς πετρελαιοειδή, το 2011 ανήλθαν σε 15,9 δισ. ευρώ) και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
γεννήθηκε, ούτε είναι μία κρίση «ζήτησης» (λόγω υποκατανάλωσης), δοθέντος ότι «ζήτηση» υπάρχει ακόμη άφθονη. Παρά το ότι «στέρεψε» η συνεχής αύξηση δανείων και, συνεπώς, η ανάλογη αύξηση των (καταναλωτικών) δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ύπαρξη «ζήτησης» αποδεικνύουν τα ακόμη γιγαντιαία ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο (χωρίς πετρελαιοειδή, το 2011 ανήλθαν σε 15,9 δισ. ευρώ) και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η υφιστάμενη ισχυρή «ζήτηση» καλύπτεται από εισαγωγές, που αφ' εαυτές δεν συνιστούν πρόβλημα δεδομένου ότι σε μία μικρή ανοικτή οικονομία δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιεί η ελληνική παραγωγή απ' ευθείας όλες τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς. Όμως οι ελληνικές εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι συστηματικά υψηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ έναντι των εξαγωγών. Το 2007 ήταν 37% εισαγωγές έναντι 24% εξαγωγές, το 2010 έγιναν 30% έναντι 22%.
Επιπλέον «ζήτηση» υπάρχει εκτός των συνόρων, στην αχανή παγκόσμια αγορά, με ελαστικότητα που τείνει στο άπειρο, όπου μπορούν να εξαχθούν όσα επιπλέον ελληνικά προϊόντα απαιτείται για να δημιουργηθούν τα εισοδήματα που χρειάζονται ώστε να απαλλαγεί η χώρα από το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα και από την υψηλή και αυξανόμενη ανεργία. Σημειώστε τα ύψη, τη σχέση εξαγωγών/εισαγωγών στο ΑΕΠ και τις μεταβολές της σε άλλες χώρες εντός (Ιρλανδία 2007: 80/71, 2010: 99/80), εκτός (Ισλανδία 2007:71/35, 2010:56/46) και επί τα αυτά (Λετονία 2007:42/62, 2010:53/54) της Ευρωζώνης.
Η «ζήτηση» και «εντός» και «εκτός» της Ελλάδας περιμένει την προσφορά να ανταποκριθεί και να την καλύψει! Αλλά δεν αφορά «προκλητή ζήτηση» από κρατικές (και παρακρατικές) υπηρεσίες ή οικοδομές, εμπορικές υπηρεσίες, κ.ο.κ. Τόσο στην εσωτερική αγορά (πλέον) όσο και στην αχανή εξωτερική, η «ζήτηση» αφορά «διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά», τα οποία η ελληνική οικονομία, δυστυχώς, δεν είναι σε θέση να παραγάγει να προσφέρει και να τοποθετήσει, σε ποιότητα και τιμές που να είναι ανταγωνιστικές.
Συνεπώς η κρίση στην πραγματική ελληνική οικονομία είναι μία κρίση «προσφοράς», τα στοιχεία της οποίας βεβαίως προϋπήρχαν, πλην όμως δεν ήταν ευδιάκριτα, λόγω της δανειακής πλημμύρας της προηγουμένης περιόδου, η οποία επέτρεπε την παράβλεψη των προβλημάτων με τη μετάθεσή τους στο μέλλον, μέσω της υπερκατανάλωσης. Σήμερα που οι δυνατότητες δημιουργίας εισοδήματος μέσω δανεισμού και η, εξ αντιστοιχίας, απασχόληση παραγωγικών συντελεστών στους κλάδους των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» εξαερώθηκαν, το χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα προσφοράς της ελληνικής οικονομίας ήρθε στην επιφάνεια, με οδυνηρό τρόπο.
Επιπλέον «ζήτηση» υπάρχει εκτός των συνόρων, στην αχανή παγκόσμια αγορά, με ελαστικότητα που τείνει στο άπειρο, όπου μπορούν να εξαχθούν όσα επιπλέον ελληνικά προϊόντα απαιτείται για να δημιουργηθούν τα εισοδήματα που χρειάζονται ώστε να απαλλαγεί η χώρα από το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα και από την υψηλή και αυξανόμενη ανεργία. Σημειώστε τα ύψη, τη σχέση εξαγωγών/εισαγωγών στο ΑΕΠ και τις μεταβολές της σε άλλες χώρες εντός (Ιρλανδία 2007: 80/71, 2010: 99/80), εκτός (Ισλανδία 2007:71/35, 2010:56/46) και επί τα αυτά (Λετονία 2007:42/62, 2010:53/54) της Ευρωζώνης.
Η «ζήτηση» και «εντός» και «εκτός» της Ελλάδας περιμένει την προσφορά να ανταποκριθεί και να την καλύψει! Αλλά δεν αφορά «προκλητή ζήτηση» από κρατικές (και παρακρατικές) υπηρεσίες ή οικοδομές, εμπορικές υπηρεσίες, κ.ο.κ. Τόσο στην εσωτερική αγορά (πλέον) όσο και στην αχανή εξωτερική, η «ζήτηση» αφορά «διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά», τα οποία η ελληνική οικονομία, δυστυχώς, δεν είναι σε θέση να παραγάγει να προσφέρει και να τοποθετήσει, σε ποιότητα και τιμές που να είναι ανταγωνιστικές.
Συνεπώς η κρίση στην πραγματική ελληνική οικονομία είναι μία κρίση «προσφοράς», τα στοιχεία της οποίας βεβαίως προϋπήρχαν, πλην όμως δεν ήταν ευδιάκριτα, λόγω της δανειακής πλημμύρας της προηγουμένης περιόδου, η οποία επέτρεπε την παράβλεψη των προβλημάτων με τη μετάθεσή τους στο μέλλον, μέσω της υπερκατανάλωσης. Σήμερα που οι δυνατότητες δημιουργίας εισοδήματος μέσω δανεισμού και η, εξ αντιστοιχίας, απασχόληση παραγωγικών συντελεστών στους κλάδους των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» εξαερώθηκαν, το χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα προσφοράς της ελληνικής οικονομίας ήρθε στην επιφάνεια, με οδυνηρό τρόπο.