Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2023

Άρθρα: Ελληνίδες και ανάπτυξη

Ελληνίδες και ανάπτυξη,  (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Οικονομικός Ταχυδρόμος,  Experts,  Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023.


Η Σουηδία είναι πιό πλούσια χώρα από την Ελλάδα. Το κατά κεφαλήν εισόδημά της είναι περίπου 170% υψηλότερο από το δικό μας. (56.000 δολλάρια έναντι 21.000). Πράγμα που προφανώς οφείλεται στο γεγονός πως η μέση παραγωγικότητα του Σουηδού εργαζόμενου είναι υψηλότερη από την μέση παραγωγικότητα του Έλληνα. Αν, όμως,  πούμε πως γινόταν ένα θαύμα και η μέση παραγωγικότητα του Έλληνα εργαζόμενου εξισωνόταν με εκείνη του Σουηδού, θα είχε, άραγε, η Ελλάδα το ίδιο κατά κεφαλήν εισόδημα με την Σουηδία; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, πως όχι. 


Η Σουηδία, ακόμη και με ίση παραγωγικότητα ανά οικονομικά ενεργό πολίτη, θα είχε και πάλι υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Ελλάδα κατά 25%. Πράγμα που θα οφειλόταν στο απλό γεγονός πως ενώ στην Ελλάδα βρίσκονται ενεργά στην αγορά εργασίας, είτε εργαζόμενοι, είτε αναζητώντας εργασία, το 52% των Ελλήνων,(ανδρών και γυναικών), άνω των 15 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό στην Σουηδία είναι 65%. Με άλλα λόγια, αν είχαμε και εμείς το ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού που έχουν οι Σουηδοί, έστω και με την σημερινή μέση παραγωγικότητά μας, θα ήμασταν κατά 25% πλουσιότεροι από ό,τι είμαστε τώρα! 

 

Το σχεδόν τριτοκοσμικό εθνικό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας (52%), οφείλεται στην σχετικά χαμηλή συμμετοχή των ανδρών, (60% έναντι 70% της Σουηδίας και 63% του μέσου όρου της Ευρώπης), αλλά κυρίως στο πολύ χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των Ελληνίδων γυναικών στην αγορά εργασίας, (45% έναντι 64% της Σουηδίας και 52% του μέσου όρου της Ευρώπης). Ο λόγος των οικονομικά ενεργών γυναικών προς τους οικονομικά ενεργούς άντρες στην Ελλάδα  είναι 74%, αισθητά μικρότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι 81% και πολύ πιό κάτω, -φυσικά-, από το 90% της Σουηδίας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα, μία κοινωνία του αναπτυγμένου κόσμου, κρατάει το μεγαλύτερο ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού της έξω από την οικονομική δραστηριότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

 

Βέβαια κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι αιτία ενός δημογραφικού δυναμισμού, που έχει ανάγκη η χώρα μας. Διεθνώς υπάρχει μεγάλη  αρνητική συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και των παιδιών που αυτές γεννούν. O Νίγηρας, για παράδειγμα, με έναν από τους χαμηλότερους διεθνώς λόγους γυναικών προς άντρες, ως προς την  συμμετοχή στην αγορά εργασίας, (34%), έχει το μεγαλύτερο ποσοστό γονιμότητας: 7 γεννήσεις  ανά γυναίκα. Χωρίς να φτάνουμε φυσικά σε τέτοια άκρα, η στατιστική “προσδοκία” θα ήταν, και η Ελλάδα, αφού έχει τόσες πολλές γυναίκες έξω από την αγορά εργασίας, να παρουσιάζει, τουλάχιστον, έναν δημογραφικό δυναμισμό. Μόνο που, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν συμβαίνει καθόλου  κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα, με 1,4 γεννήσεις ανά γυναίκα, έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο. Αυτός είναι ο λόγος, άλλωστε, που ο πληθυσμός της συρρικνώνεται και, ταυτόχρονα, γερνάει.

 

Αφού, πάντως, οι Ελληνίδες γυναίκες δεν γεννούν, αλλά ούτε και εργάζονται, κάποιος εξωγήινος επισκέπτης θα υπέθετε, πως εκείνο για το οποίο  διακρίνονται θα ήταν ότι χαίρονται την ζωή τους. Όπως ξέρουμε, όμως, ούτε και αυτό συμβαίνει μιάς και η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι η δεύτερη πιο καταθλιπτική χώρα του κόσμου, και η κατάθλιψη, σύμφωνα με την ίδια πηγή, είναι κάτι που κατά κύριο λόγο εμφανίζεται στα νεαρά άτομα και στις γυναίκες.

 

Η χώρα μας  σήμερα προβληματίζεται για ερωτήματα του τύπου ποιά αντωνυμία πρέπει να χρησιμοποιείται για τα άτομα με τετραφασικό γενετήσιο προσανατολισμό, ή πως θα εντάξει στους κόλπους της παράτυπους μετανάστες, που εκτός από το ότι είναι φορείς μίας πολιτισμικής ταυτότητας εκρηκτικά ασύμβατης και πλήρως ανταγωνιστικής με την ταυτότητα των ανθρώπων των νεωτερικών και μετα-νεωτερικών κοινωνιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, έχουν, επιπλέον, και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι προέρχονται από κοινωνίες που το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι χαμηλότερα ακόμη και από εκείνο της Ελλάδας: 16,5%, 24,5% και 37,7%, σε κάποιες από αυτές-(δηλαδή και αν νομιμοποιήσουμε την παρουσία τους εδώ, προφανώς θα κρατάνε τις γυναίκες τους κλεισμένες στο σπίτι, παντρεύοντας τες από 12 χρονών).

 

Κατατρυχόμενη  με τέτοια και άλλα παρεμφερή  ζητήματα, η ελληνική κοινωνία δεν ασχολείται καθόλου με αυτό που είναι το κεντρικό της πρόβλημα, δηλαδή η περιθωριοποίηση, η απαξίωση, και η καταπίεση  του μισού πληθυσμού της. Απαξίωση που αποτελεί και την γενεσιουργό αιτία όλων των επιγενομένων προβλημάτων της: της δημογραφικής κάμψης και γήρανσης, (διότι στις προηγμένες χώρες της Δύσης, ο κανόνας είναι διαφορετικός: οι γυναίκες κάνουν περισσότερα παιδιά όταν συμμετέχουν στην αγορά εργασίας περισσότερο), της οικονομικής καχεξίας, (αφού είμαστε αισθητά φτωχότεροι από ότι θα ήμασταν αν αξιοποιούσαμε καλύτερα το ανθρώπινο δυναμικό μας), και της συλλογικής δεισιδαιμονίας και αμορφωσιάς, (γιατί και διεθνώς αυτό είναι κάτι που συσχετίζεται θετικά με την περιθωριοποίηση των γυναικών).  

 

Και βέβαια δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε ότι η ανάπτυξη δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσον: πρέπει να επιδιώκουμε την ενδυνάμωση της Ελληνίδας γυναίκας, (women empowerment), όχι γιατί αυτό είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης αλλά, αντιθέτως, γιατί η ανάπτυξη είναι προϋπόθεση της ευημερίας όλων των μελών της κοινωνίας-ανδρών και γυναικών.