Πόσους εθνικούς βασικούς κατώτατους μισθούς έχει η Ελλάδα; MONEYREVIEW, Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023
Σε μια οικονομία και κοινωνία κατώτατου μισθού, όπως έγινε
η ελληνική σε αυξανόμενο βαθμό το
δεύτερο μισό της περασμένης δεκαετίας,
τα θέματα του κατώτατου μισθού αποκτούν
πολιτικό, κοινωνικό και επικοινωνιακό ενδιαφέρον.
Πόσους εθνικούς βασικούς κατώτατους μισθούς έχει η Ελλάδα;
Θα μπορούσε να τεθεί ως ερώτημα σε
τηλεπαιχνίδι. Αν το τηλεπαιχνίδι ήταν τύπου «εκατομμυριούχος» οι εναλλακτικές απαντήσεις
θα μπορούσε να ήταν: 1, 2, 4, 8. Η εχέφρων
συμμετέχουσα λογικά σκεπτόμενη θα απαντούσε: έναν. Σωστό ή λάθος; Εσείς τι λέτε;
Παρά τις τόσες «μνημονιακές» και «αντι-μνημονιακές» αλλαγές,
η Ελλάδα δεν έχει έναν ενιαίο βασικό κατώτατο μισθό, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ που
έχουν εθνικό κατώτατο μισθό, και στις κανονικές χώρες του συγχρόνου κόσμου στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα – σε όσες από αυτές υφίσταται εθνικός κατώτατος μισθός. Έχει τουλάχιστον
δύο.
Στο τέλος της διαδικασίας του καθορισμού του κατωτάτου μισθού ο υπουργός Εργασίας με υπουργική απόφαση θα καθορίσει διακριτά έναν κατώτατο μισθό για τους υπαλλήλους και ένα κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργατοτεχνίτες. Για τους υπαλλήλους ο ισχύων κατώτατος μισθός είναι στα 713,00 €, για τους εργατοτεχνίτες το ισχύον κατώτατο ημερομίσθιο είναι στα 31,85 €.
Η διάκριση υπαλλήλου-εργατοτεχνίτη όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης έχει καταργηθεί. Αλλά διατηρείται η διάκριση υπαλλήλου – εργατοτεχνίτη όσον αφορά την αμοιβή τους. Γι αυτό έχουμε (τουλάχιστον) δύο διαφορετικούς εθνικούς βασικούς κατώτατους μισθούς. Υπάρχουν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες εργατοτεχνίτες στην ελληνική οικονομία. Το πολύφερνο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας καλό θα ήταν να αξιοποιούσε τα στοιχεία που καταθέτουν οι επιχειρήσεις και να μπορούσε να εκτιμήσει τον ακριβή αριθμό τους.
Η διαφορά δεν είναι μόνον τυπική. Είναι ουσιαστική και οικονομική. Σε μηνιαία βάση και σε ετήσια βάση προκύπτει διαφορετικό εισόδημα από μισθωτή εργασία αν είναι κανείς υπάλληλος ή εργατοτεχνίτης. Και καθώς στην οικονομική δραστηριότητα προκύπτει ανάγκη υπολογισμού και αμοιβών με την ημέρα και την ώρα, προκύπτει και διαφορετικό ημερομίσθιο και ωρομίσθιο.
Οι αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό αμείβονται χωρίς να μεταβάλλεται η αμοιβή τους ανάλογα με τον αριθμό των πραγματικών εργασίμων ημερών του κάθε μήνα. Θεωρητικά λαμβάνουν τα 25/25 λόγω των, κατά μέσο όρο, 25 ημερών εργασίας τον μήνα που έχουν «ξεμείνει» (και για τον υπολογισμό των ημερών ασφάλισης) από την εποχή του εξαήμερου εργασίας. Που με το συμβατικό πενθήμερο έχουν στην πράξη μειωθεί σε 22 ημέρες εργασίας τον μήνα.
Οι με ημερομίσθια αμειβόμενοι λαμβάνουν τόσα ημερομίσθια όσα και οι πραγματικές εργάσιμες ημέρες που αντιστοιχούν για κάθε μήνα πλήρους προσφοράς εργασίας. Οι με ημερομίσθια αμειβόμενοι αθροίζουν ένα με δύο ημερομίσθια επιπλέον τον μήνα, και τουλάχιστον 13 επιπλέον ημερομίσθια ετησίως.
Η Ελλάδα έχει γι αυτό τον λόγο τουλάχιστον δύο εθνικούς
βασικούς κατώτατους μισθούς. Άλλον για τους υπάλληλους. Άλλον για τους
εργατοτεχνίτες. Τους έχει κληρονομήσει
από την Ελλάδα της δεκαετίας του 1950
και από τις «μισές δουλειές» της μεταπολίτευσης, που της αφήσαν μέχρι σήμερα αυτήν
την μικρή τεχνική περιπεπλεγμένη περιπλοκή.
Τώρα που ξαναρχίζει η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου
μισθού, η οποία είναι περισσότερο διοικητικό-πολιτική
(που δεν θα έπρεπε να είναι κυρίως τέτοια) και λιγότερο οικονομικό-κοινωνική (που
θα έπρεπε να είναι κυρίως τέτοια), ίσως
είναι -μία ακόμη- ευκαιρία να
αντιμετωπισθεί αυτή η απλή αλλά ουσιαστική τεχνική εκκρεμότητα.
Να αποκτήσει η Ελλάδα έναν ενιαίο βασικό κατώτατο μισθό, από
τον οποίον να προκύπτει ένα ενιαίο βασικό κατώτατο ημερομίσθιο και ένα ενιαίο
βασικό ωρομίσθιο. Όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ που έχουν
εθνικό κατώτατο μισθό.
Το πως θα πάψει να είναι μια οικονομία και κοινωνία
κατώτατου μισθού είναι μια άλλη, σημαντικότερη, συζήτηση.