ILO και ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, The N Society, σελ.10, Δευτέρα 6 Ιουνίου 2022
Η
110η ΣΥΝΟΔΟΣ της Διεθνούς Συνδιάσκεψης Εργασίας, η
οποία συχνά αποκαλείται διεθνές κοινοβούλιο εργασίας, άρχισε τις εργασίες της
(Γενεύη, 27 Μαΐου - 11 Ιουνίου 2022). Μεταξύ άλλων, δύο είναι τα κύρια
καθήκοντά της.
ΠΡΩΤΟΝ, η δημιουργία και υιοθέτηση διεθνών προτύπων και κανόνων εργασίας με τη
μορφή Συμβάσεων και Συστάσεων. Οι συμβάσεις είναι διεθνείς συνθήκες που, μόλις
εγκριθούν από τη Διάσκεψη, είναι προς επικύρωση από τα κράτη μέλη. Η επικύρωση
δημιουργεί νομική υποχρέωση εφαρμογής των διατάξεων της Σύμβασης. Οι συστάσεις,
από την άλλη, αποσκοπούν στην καθοδήγηση της εθνικής πολιτικής. Δεύτερον, η
Διάσκεψη εποπτεύει την εφαρμογή των Συμβάσεων και των Συστάσεων σε εθνικό
επίπεδο.
ΣΤΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ του 2022 η Ελλάδα δεν θα έχει την «τιμητική» της, όπως συνέβη το 2018, στην
107η Σύνοδο. Όταν η ελληνική κυβέρνηση ελεγχόταν, μετά από αλλεπάλληλες
συστάσεις και αποφάσεις, για το -ασύμβατο και αντίθετο με τη Διεθνή Σύμβαση
Εργασίας για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις- σύστημα υποχρεωτικής
διαιτησίας που ισχύει στην Ελλάδα.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ της αποτελεσματικής αναγνώρισης του δικαιώματος στις ελεύθερες συλλογικές
διαπραγματεύσεις -ένα από τα τέσσερα θεμελιώδη δικαιώματα που έχουν καθιερώσει,
και εποπτεύουν, οι Διεθνείς Συνδιασκέψεις Εργασίας- είχε φέρει την Ελλάδα στη
θέση της ελεγχόμενης χώρας από την Επιτροπή Εφαρμογής Διεθνών Κανόνων Εργασίας
της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) - ILO. Μοναδική ευρωπαϊκή χώρα,
μαζί με τη Νιγηρία και τη Βραζιλία, σε αυτό το θέμα (Διεθνή Σύμβαση 98). Και με
21 άλλες λιγότερο αναπτυγμένες, και αναπτυσσόμενες, χώρες για μη συμμόρφωση με
άλλες Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας.
ΤΟΤΕ η Επιτροπή Εφαρμογής Διεθνών Κανόνων Εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης
Εργασίας, πρώτον, «εξέφρασε την ανησυχία της σχετικά με τις τοποθετήσεις της
κυβέρνησης για το σύστημα υποχρεωτικής διαιτησίας και την απόφαση του
Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε ότι η διάταξη του Νόμου 4046, που
ανέστειλε τη μονομερή προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία, είναι
αντισυνταγματική» και, δεύτερον, κάλεσε την κυβέρνηση «να εξασφαλίσει ότι η
μονομερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία ως μέσο αποφυγής των ελευθέρων
και εθελοντικών συλλογικών διαπραγματεύσεων προβλέπεται μόνο σε πολύ
περιορισμένες περιπτώσεις».
ΒΗΜΑΤΑ νομοθετικής συμμόρφωσης έγιναν μετά το 2019, από τη νέα κυβέρνηση. Γι’ αυτό,
αφενός μεν η Ελλάδα, ευτυχώς, δεν θα έχει και πάλι την «τιμητική» της ως
ελεγχόμενη χώρα φέτος, «συντροφεύοντας» το Ιράκ ή τη Μαλαισία για τη μη
συμμόρφωσή τους με τη Διεθνή Σύμβαση για τις ελεύθερες συλλογικές
διαπραγματεύσεις. Αφετέρου δε, η φετινή «Έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων
της ΔΟΕ για την εφαρμογή των συμβάσεων και των συστάσεων» μας υπενθυμίζει την
ανάγκη για πλήρη συμμόρφωση -και συμμόρφωση στην πράξη- με τους διεθνείς
κανόνες για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Διότι «κατά γενικό
κανόνα, οι νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν σε ένα από τα μέρη να ζητούν
μονομερώς την υποχρεωτική διαιτησία για τη διευθέτηση μιας συλλογικής διαφοράς
για συλλογική σύμβαση δεν προάγουν τις εθελοντικές συλλογικές διαπραγματεύσεις
και, ως εκ τούτου, αντιβαίνουν στη Σύμβαση».
ΣΥΜΦΩΝΑ λοιπόν με τη φετινή «Έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων της ΔΟΕ για την
εφαρμογή των συμβάσεων και των συστάσεων» για την Ελλάδα (σελ. 163 και 164):
ΠΡΩΤΟΝ, «η Επιτροπή υπενθυμίζει για άλλη μια φορά ότι η υποχρεωτική διαιτησία είναι
αποδεκτή μόνο σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, και συγκεκριμένα: (i)
σε ουσιώδεις υπηρεσίες με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή εκείνων των οποίων η
διακοπή θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή, την προσωπική ασφάλεια ή την υγεία του
συνόλου ή μέρους του πληθυσμού, (ii) σε περίπτωση διαφορών σε
δημόσια υπηρεσία που αφορούν δημοσίους υπαλλήλους που εμπλέκονται με τη
διοίκηση του κράτους, (iii) όταν, μετά από παρατεταμένες και
άκαρπες διαπραγματεύσεις, καθίσταται προφανές ότι το αδιέξοδο δεν θα αρθεί
χωρίς κάποια πρωτοβουλία από τις αρχές, ή (iv) σε περίπτωση οξείας
κρίσης (βλ. Γενική Έρευνα του 2012 για τις Θεμελιώδεις Διεθνείς Συμβάσεις
Εργασίας, παράγραφος 247)».
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, αναφέρεται στις εκκρεμότητες που υπάρχουν όσον αφορά την ορθή εφαρμογή μηχανισμού
επέκτασης ισχύος συλλογικών συμβάσεων εργασίας: «Η Επιτροπή υπενθυμίζει την
παράγραφο 5 (2) της Σύστασης για τις συλλογικές συμβάσεις, 1951 (αρ. 91), η
οποία προβλέπει ότι: οι εθνικοί νόμοι ή κανονισμοί μπορούν να κάνουν την
επέκταση μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας να υπόκειται στις ακόλουθες, μεταξύ
άλλων, προϋποθέσεις: (α) ότι η συλλογική σύμβαση ήδη καλύπτει έναν αριθμό από
τους ενδιαφερόμενους εργοδότες και εργαζομένους που είναι, κατά τη γνώμη των
αρμόδιων αρχών, επαρκώς αντιπροσωπευτικός, (β) ότι, κατά γενικό κανόνα, η
αίτηση για επέκταση της συλλογικής σύμβασης εργασίας θα προέλθει από μία ή
περισσότερες οργανώσεις εργαζομένων ή εργοδοτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στη
σύμβαση, και (γ) ότι, πριν από την επέκταση της συλλογικής σύμβασης εργασίας,
οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι στους οποίους θα εφαρμοσθεί η συλλογική
σύμβασης εργασίας με την επέκτασή της θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να
υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους».
ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ, τέλος, ότι δεν είναι μόνον η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, η Επιτροπή
Εφαρμογής Διεθνών Κανόνων Εργασίας της ΔΟΕ, ο ΣΕΒ, ο ΣΕΤΕ, και άλλες ελληνικές εργοδοτικές οργανώσεις, οι ευρωπαϊκές και οι διεθνείς
εργοδοτικές οργανώσεις που υποστηρίζουν ότι το σύστημα της υποχρεωτικής
διαιτησίας στην Ελλάδα παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες για τις ελεύθερες
συλλογικές διαπραγματεύσεις.
ΤΗΝ ΙΔΙΑ θέση έχει υποστηρίξει και νομική γνωμοδότηση των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων στην
αξιολόγησή της για τα προγράμματα προσαρμογής/μνημόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση -
μεταξύ των οποίων και για την Ελλάδα. Ειδικά για την κατάργηση το 2012 της
μονομερούς προσφυγής στην υποχρεωτική διαιτησία στην Ελλάδα, είχε διαπιστώσει:
«Η απαίτηση να καταργηθεί η υποχρεωτική διαιτησία δεν εγείρει αμφιβολίες. Στην
πραγματικότητα, ευθυγραμμίζει την κατάσταση με την κατάσταση που υποστηρίζεται από
τις Συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού
Χάρτη».