Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Άρθρα: Για τα "διεθνώς εμπορεύσιμα" αγαθά και υπηρεσίες

 

Για τα "διεθνώς εμπορεύσιμα" αγαθά και υπηρεσίες, (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Capital.gr, Άρθρα, Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020. 




Το "Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία-Ενδιάμεση έκθεση”,  (της "επιτροπής Πισσαρίδη”) μπορεί κανείς να πει ότι είναι το πρώτο "επίσημο” έγγραφο οικονομικής ή αναπτυξιακής πολιτικής το οποίο κάνει μνεία στη σημασία των "διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. 


Εν τούτοις η αμηχανία των συντακτών της έκθεσης, σχετικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο, δεν φαίνεται μόνο από την απουσία μιας, έστω και σύντομης, περιγραφής, εξήγησης και ανάλυσης αλλά και από τον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίον, είτε σχεδόν εμβόλιμα σε άλλα θέματα, είτε με παραπομπή εκτός κειμένου, αναφέρονται σε αυτό.  


Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας το 2010 είχε μία και μόνη πραγματική αιτία: την υπερδιόγκωση, (δηλαδή την μη-φυσιολογική μεγέθυνση), σε όλη την προηγούμενη περίοδο, του τομέως των "διεθνώς μη εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών και την αντίστοιχη σχετική συρρίκνωση του τομέως των "διεθνώς εμπορεύσιμων”. Η ισόρροπη ανάπτυξη μίας οικονομίας μπορεί να στηρίζεται μόνο στην "φυσιολογική” συρρίκνωση των "διεθνώς εμπορευσίμων”, που προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας στον τρόπο που παράγονται. Στην συγκεκριμένη περίοδο της Ελλάδας η σχετική συρρίκνωσή τους ήταν κάτι άλλο: ήταν η αντίδρομη κίνηση στην αύξηση των "διεθνώς μη-εμπορευσίμων” η οποία προήλθε από τις ακραία επεκτατικές δημοσιονομικές ναι νομισματικές πολιτικές, σε συνδυασμό με την ύπαρξη "εξωτερικού” νομίσματος, το οποίο δεν μπορούσε να υποτιμηθεί από τα τεκταινόμενα στην ελληνική οικονομία.  


Όλα όσα συνέβησαν από το 2009 και μετά, διαρρηγνύοντας τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας, όπως η δημοσιονομική χρεοκοπία, η ανεργία, η εξαφάνιση οικονομικών μονάδων, η συρρίκνωση ολόκληρων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, (οι οποίοι στην πραγματικότητα απλώς δεν θα έπρεπε να είχαν δημιουργηθεί διότι δεν ήταν βιώσιμοι), δεν είναι παρά συνέπεια της ασύμμετρης αυτής σχέσης που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο τομέων, στην προηγούμενη δεκαετία, εξ αιτίας της άφρονος οικονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε τότε (βλ. Δημ. Ιωάννου: Μετά την κατάρρευση, ο δραστικός μετασχηματισμός). 


Εάν θέλουμε να καταλάβουμε γιατί συνέβη αυτό θα πρέπει να κατανοήσουμε κάποιες από τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στα "διεθνώς εμπορεύσιμα” και στα "διεθνώς μη εμπορεύσιμα”, δηλαδή ανάμεσα σε προϊόντα και υπηρεσίες (τα "διεθνώς εμπορεύσιμα), που η τιμή τους, για μία "μικρή ανοιχτή οικονομία” η οποία, αναπόφευκτα, είναι "λήπτρια τιμών”, προσδιορίζονται διεθνώς χωρίς να μπορούν οι εσωτερικές εξελίξεις στην "μικρή ανοιχτή οικονομία” να τις επηρεάσουν, και σε εκείνα, (τα "διεθνώς μη-εμπορεύσιμα”), των οποίων η τιμή, κατά κύριο λόγο, καθορίζεται από την εσωτερική ζήτηση. 


Τρεις από τις διαφορές είναι οι εξής: Πρώτη, ότι μόνο η ανάπτυξη των "διεθνώς εμπορεύσιμων” -και αυτό όχι πάντα- μπορεί να οφείλεται είτε στην άνοδο της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας είτε στην βελτίωση των όρων εμπορίου με το εξωτερικό. Αντίθετα, ο τομέας των "διεθνώς μη εμπορευσίμων” θα πρέπει να θεωρείται ως στάσιμος παραγωγικά, -(και είναι)- αντλώντας την δυναμική της ανάπτυξης του είτε ως συνέπεια της ανάπτυξης των "διεθνών εμπορευσίμων”, που αυξάνει το εισοδηματικό επίπεδο της οικονομίας, είτε λόγω αύξησής της ζήτησής τους που οφείλεται σε εθνικό δανεισμό. (Μάλιστα, όταν συμβαίνει αυτό, μιλάμε για λανθασμένη κατανομή των υπαρχόντων πόρων-βλ. μία χαρακτηριστική περίπτωση στο  Allocative efficiency in the euro area). 


 

Δεύτερη διαφορά είναι πως, (ως συνέπεια της πρώτης), στην πραγματικότητα μόνο ο τομέας των "διεθνώς εμπορευσίμων” μπορεί να χρηματοδοτήσει ο ίδιος την ανάπτυξή του. Δηλαδή, σύμφωνα και με ένα μαρξιανό σχήμα, σε συναθροιστικό μακροοικονομικό επίπεδο, μόνο το κεφάλαιο που θα μετατραπεί σε εμπόρευμα σε αυτόν τον τομέα θα δημιουργήσει ακόμη περισσότερο κεφάλαιο, δηλαδή περισσότερα ευρώ (ή περισσότερο συνάλλαγμα κατά το παρελθόν στην περίοδο της δραχμής). Ή, εναλλακτικά, σε κάποιες αναπτυγμένες οικονομίες, (μακάρι να συνέβαινε αυτό και στην Ελλάδα), απλά η αύξηση της παραγωγικότητας θα μειώσει τις τιμές των "διεθνώς εμπορευσίμων”, αυξάνοντας την αγοραστική δύναμη στα χέρια των οικονομικών υποκειμένων, (και, κατά συνέπεια, το επίπεδο του πραγματικού τους εισοδήματος). Αντίθετα, ο τομέας των "διεθνώς μη-εμπορευσίμων”, δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μπορεί μόνο να ανακυκλώνει τα ήδη υπάρχοντα εισοδήματα. (Και όταν δεν μπορεί να τα ανακυκλώσει γιατί προσβλέπει σε αύξηση της ζήτησης που προέρχεται από εθνικό δανεισμό, και αυτός ο δανεισμός δεν έρχεται ποτέ, τότε προκύπτει η κατάρρευση).


Τρίτη διαφορά, που είναι και η πιο σημαντική, είναι εκείνη που αφορά την εφαρμογή μέτρων οικονομικής πολιτικής σε μία "μικρή ανοιχτή οικονομία”. Λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους οι δύο τομείς αντιδρούν εντελώς διαφορετικά σε κάθε είδος οικονομικής πολιτικής όσον αφορά την ανάπτυξή τους, (η οποία στην περίπτωση του τομέως των "διεθνώς μη εμπορευσίμων” συχνότατα δεν είναι καν "ανάπτυξη” αλλά θα πρέπει να την ονομάζουμε διόγκωση). Η ανάπτυξη του κάθε τομέα υποβοηθείται από αντίθετα μεταξύ τους είδη οικονομικής πολιτικής σε σχέση με τον άλλον.


"Εύκολες”, "φιλολαϊκές” πολιτικές με μακροοικονομικές "επεκτάσεις” και εισοδηματικές "ενισχύσεις” πάνω από την παραγωγικότητα της οικονομίας, ουσιαστικά διογκώνουν, εκτός μακροχρόνιας ισορροπίας, τον τομέα των "διεθνώς μη-εμπορευσίμων”. Αντίθετα, τα "διεθνώς εμπορεύσιμα” απαιτούν και χρειάζονται ένα καθεστώς πειθαρχημένης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αυτό που στην συνήθη ιδιόλεκτο της επικρατούσας ιδεολογίας συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως "λιτότητα” ή αντιλαϊκή πολιτική.


Ειδικότερα σε μία "μικρή ανοιχτή οικονομία”, όποιος θέλει να μιλήσει για ανάπτυξη πρέπει να έχει υπ’ όψιν του πως τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την ισορροπία των τομέων των "διεθνώς εμπορεύσιμων” με τα "διεθνώς μη-εμπορεύσιμα”. Και κατά συνέπεια καθορίζουν και τον αναπτυξιακό δυναμισμό αλλά και την συνολική πορεία της οικονομίας.

 

Πρώτος παράγοντας είναι το συναλλαγματικό καθεστώς της χώρας, δεύτερος παράγοντας είναι ο χαρακτήρας της μακροοικονομικής πολιτικής που ακολουθείται μακροχρονίως, και τρίτος παράγοντας, (και ο μόνος διαχειρίσιμος στην ελληνική περίπτωση), είναι αυτό που η νεότερη οικονομική θεωρία έχει ορίσει ως "ενδογενή” αναπτυξιακό δυναμισμό. 


Οι δύο πρώτοι παράγοντες λειτουργούν ουσιαστικά επηρεάζοντας τις σχετικές τιμές μεταξύ των προϊόντων των δύο τομέων. Οι σχετικές τιμές έχουν πολύ μεγάλη σημασία διότι διαμορφώνουν διαφορετικά ποσοστά κέρδους σε κάθε έναν από αυτούς, και -όπως είναι φυσικό- το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους ασκεί μεγαλύτερη έλξη για επενδύσεις. (Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής στην περίοδο 2000-2009 το οποίο δεν γινόταν αντιληπτό από κανέναν υπεύθυνο χειριστή, ήταν πως η μακροοικονομική και νομισματική ασυδοσία δημιουργούσαν υψηλότατα περιθώρια στα ποσοστά κέρδους στις οικοδομές, στο εμπόριο, στις παρασιτικές υπηρεσίες αλλά και στην αμεριμνησία του δημόσιου τομέα ο οποίος είναι αυτός ο οποίος καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των "διεθνώς μη εμπορευσίμων” αγαθών και προϊόντων μιας οικονομίας.  Από εκεί προέκυψε, αναπόφευκτα, στην συνέχεια η καταστροφή. (βλ. Η θεμελιώδης ασυμμετρία της ελληνικής οικονομίας, "Οικονομικές Εξελίξεις", ΚΕΠΕ, Τεύχος 33- Ιούνιος 2017, σελ. 63-72). 


 
Είναι γεγονός ότι το νομισματικό καθεστώς στο οποίο λειτουργεί η ελληνική οικονομία, με νόμισμα το ευρώ, δεν είναι το πλέον κατάλληλο για την παρότρυνση των οικονομικών μονάδων προς την παραγωγή "διεθνώς εμπορεύσιμων”. Αν θεωρήσουμε ότι μέσα σε κάθε ευρώ βρίσκεται κρυμμένη μία δραχμή, τότε θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η εισαγωγή του ευρώ, προσέφερε μεν νομισματική σταθερότητα, (μέχρι να συμβεί το κακό βεβαίως), αλλά από την άλλη ισοδυναμούσε με μια μεγάλη υπερτίμηση σε ελληνικές δραχμές, η οποία καθιστούσε την παραγωγή των "διεθνώς εμπορευσίμων” εξαιρετικά ασύμφορη και εξαιρετικά
 συμφέρουσα την παραγωγή των "διεθνώς μη-εμπορευσίμων”,-όσο έρρεε ο δανεισμός φυσικά. 


 

Η μακροοικονομική (δημοσιονομική και νομισματική) πολιτική με την σειρά της, έχει το χαρακτηριστικό ότι (πάντα στο πλαίσιο μιας "μικρής ανοικτής οικονομίας” που είναι "λήπτρια τιμών”), όταν είναι επεκτατική λειτουργεί εν τοις πράγμασι ως υπερτιμητικό στοιχείο του "ξένου” νομίσματος που χρησιμοποιεί η οικονομία, και το αποτέλεσμα είναι, πάλι, πως αυξάνοντας τα ποσοστά κέρδους των "διεθνώς μη-εμπορευσίμων” καταλήγει στην ανεδαφική διόγκωση της παραγωγής τους. Αντίθετα, όταν στην χώρα επικρατεί σύνεση και σωφροσύνη ή, έστω, από αδήριτη ανάγκη οι αρχές είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν μία μετρημένη, σώφρονα η και "συντηρητική" μακροοικονομική πολιτική ισοσκελισμένων προϋπολογισμών ή και πρωτογενών πλεονασμάτων (αυτήν την οποίαν οι δημοκοπούντες συνηθίζουν να θεωρούν ότι "στραγγαλίζει” την οικονομία), δημιουργούνται θετικές συνθήκες, όσον αφορά τη ροπή των επενδύσεων στα "διεθνώς εμπορεύσιμα”. 

 

Σήμερα,  στην Ελλάδα, αυτοί οι δύο παράγοντες σε μεγάλο βαθμό αλληλοεξουδετερώνονται. Από την μία η χώρα θα παραμείνει στο ευρώ, αλλά από την άλλη δεν θα έχει, για πολλά χρόνια, δυνατότητα να ασκήσει -ανεύθυνη- επεκτατική μακροοικονομική πολιτική. 


Συνεπώς για την ανάπτυξη της χώρας πραγματικά περιθώρια υπάρχουν μόνο όσον αφορά την "ενδογενή” αναπτυξιακή δυναμική, που είναι εξαιρετικά ασθενική και πρέπει με κάθε τρόπο να ενισχυθεί. Το "ενδογενές” στοιχείο της ανάπτυξης σχετίζεται με τον τομέα των "διεθνώς εμπορευσίμων” διότι ο τομέας αυτός έχει δύο σκέλη. 


Το πρώτο αφορά αγαθά και υπηρεσίες των οποίων η ζήτηση καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις κινήσεις της διεθνούς αγοράς και είναι ορυκτά, πρώτες ύλες, αγροτικά προϊόντα και εν μέρει ο τουρισμός και η ναυτιλία. Τα αγαθά αυτά τα έχουμε ονομάσει αγαθά της Dutch disease, δηλαδή της κατά Economist, "ολλανδικής ασθένειας” διότι η υπερανάπτυξη τους, παρά το γεγονός ότι επιτρέπει την εισαγωγή πόρων στην εθνική οικονομία, ή μάλλον εξ αιτίας αυτού, αφαιρεί αναπτυξιακό δυναμισμό, από το άλλο σκέλος των "διεθνώς εμπορεύσιμων”, δηλαδή από εκείνα τα προϊόντα τα οποία παράγονται με συνθήκες ανταγωνιστικότητας της διεθνούς οικονομίας και τα οποία πολύ συχνά απαιτούν τεχνολογικές δεξιότητες, ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλού επιπέδου, και σημαντική επιχειρηματική ικανότητα. Τα αγαθά αυτά που είναι προϊόντα τεχνολογικής εξέλιξης τα έχουμε ονομάσει για ευκολία "αγαθά Baumol” από το κλασικό σχετικό άρθρο του εν λόγω οικονομολόγου-(βλ. Η Ελλάδα θύμα τής λιτότητας ή της "ολλανδικής ασθένειας"; Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Τεύχος 18, Αύγουστος- Σεπτέμβριος  2013,  σελ. 40-54). 


Ο δεύτερος αυτός κλάδος, ο οποίος είναι και ο πραγματικός φορέας μιας υγιούς μακροχρόνιας ανάπτυξης για μία οικονομία, είναι εκείνος ο κλάδος ο οποίος χαρακτηρίζεται από την πλέον ασθενική παρουσία στην δομή της ελληνικής οικονομίας. Αλλά επίσης είναι και αυτός που θα πρέπει να αναπτυχθεί, εάν θέλουμε η ελληνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία να μεταμορφωθούν στο σύνολό τους.

Ο τομέας των "διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών, και ειδικά ο πιο δυναμικός κλάδος του, εξαρτάται, συνεπώς, από την ποιότητα και τον δυναμισμό της επιχειρηματικότητας, από το επίπεδο της τεχνικής και επιστημονικής γνώσης από τον βαθμό στον οποίο αυτή έχει γίνει κτήμα των οικονομικά ενεργούντων ατόμων δημιουργώντας υψηλού επιπέδου "ανθρώπινο κεφάλαιο”, από την ευρυθμία και την λειτουργικότητα των θεσμών, (δηλαδή του κράτους), και από την γενικότερη στάση της κοινωνίας απέναντι στην δημιουργικότητα και στην κοινωνική καινοτομία. 


Αυτά είναι που καθορίζουν την "ενδογενή” δυναμική της ανάπτυξης σε μία χώρα και σε αυτά φυσικά είναι που πάσχει η Ελλάδα. Με αυτά, λοιπόν, ασχολείται η έκθεση συνοψίζοντας εν πολλοίς, πράγματα τα οποία γνωρίζουμε από χρόνια και κάποιοι επαναλαμβάνουμε συνεχώς μεταξύ μας,  αλλά ποτέ καμμία ηγεσία δεν τα υλοποιεί διότι δεν είναι πολιτευτικώς πρόσφορα. Η υλοποίησή τους θα προϋπέθετε μία μετωπική σύγκρουση με τις ακαμψίες της ελληνικής κοινωνίας, με τις δυνάμεις του παρασιτισμού και του πελατειακού κράτους και με τις δυνάμεις της συντήρησης, της οπισθοδρόμησης και της ανομίας. 


Απλοποιώντας τους παράγοντες της εξίσωσης, λοιπόν, και από τις δύο πλευρές, μπορούμε να καταλήξουμε στο εδραίο συμπέρασμα ότι ενώ σε κάποια άλλη χώρα η αναπτυξιακή πολιτική θα απαιτούσε πολλαπλές επιλογές όσον αφορά το νομισματικό καθεστώς, τις μακροοικονομικές πολιτικές κλπ, στην Ελλάδα η "ανάπτυξη”, στην πραγματικότητα είναι ταυτόσημη με την τύχη του τομέως των "διεθνώς εμπορευσίμων” και αυτός με την σειρά του είναι αιτιακά συνδεδεμένος με την τύχη των απαραίτητων εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων. (Από την άποψη αυτή, ορθώς, ίσως η έκθεση δεν κατατρίβεται ιδιαιτέρως με τα "διεθνώς εμπορεύσιμα”, αλλά επικεντρώνεται στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις). 


Μπορεί στο στόμα κάποιων πολιτευτών τα "διεθνώς εμπορεύσιμα” προϊόντα και υπηρεσίες να αποτελούν έναν νέο συρμό, ένα νέο παραπειστικό σύνθημα με αναφορά στο οποίο ελπίζουν να  αποφύγουν το πικρό ποτήρι των μεταρρυθμίσεων. 


Η αλήθεια όμως είναι πολύ απλή: τα "διεθνώς εμπορεύσιμα” δεν είναι ο καινούργιος αναίμακτος, μαγικός δρόμος που βρήκαμε για να πετύχουμε την ανάπτυξη αποφεύγοντας τις μεταρρυθμίσεις. 


Αντιθέτως ο τομέας των "διεθνώς εμπορευσίμων”, και μάλιστα  στον δυναμικό κλάδο, είναι αυτός που θα καταφέρουμε να αναπτύξουμε  μόνο μεταμορφώνοντας την χώρα προς το καλύτερο, εάν καταφέρουμε να την μεταρρυθμίσουμε ριζικά βγάζοντας την, από το 19ο και οδηγώντας την στον 21ο αιώνα.