Το κλειδί το κρατάμε εμείς, όχι οι επιχορηγήσεις, Κωνσταντίνος Γάτσιος και Δημήτρης Α. Ιωάννου, Το ΒΗΜΑ της Κυριακής, Ένθετο: Σχέδιο Ανάκαμψης, 28-6-2020.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η ορθή επιλογή πορείας μπορεί να αλλάξει οριστικά, προς το καλύτερο, την ιστορική της εξέλιξη. Αυτό είναι δυνατόν, πλέον, για τρεις κυρίως λόγους.
Πρώτο, διότι η πρόσφατη πικρή εμπειρία έδειξε πόσο αδιέξοδος είναι ο παραλογισμός τού να αγνοείς τα δεδομένα της πραγματικότητας, επειδή δε σου είναι αρεστά.
Δεύτερο, διότι η θετική εμπειρία τής μέχρι τώρα επιτυχούς αντιμετώπισης του Covid-19 απέδειξε ότι, με λογική και πραγματισμό, μπορούμε ως κοινωνία να πετύχουμε εξαιρετικά αποτελέσματα.
Τρίτο, διότι σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η χώρα βλέπει μπροστά της την εξωτερική επιβουλή με την πιο άσχημη και απειλητική μορφή της και συνειδητοποιεί πως μόνο με εθνική συσπείρωση και ομοψυχία μπορεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.
Το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και όλες οι συναφείς πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της ΕΚΤ, μπορούν πράγματι να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μία αναπτυξιακή πορεία, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση όχι μόνο εθνικής ανόρθωσης αλλά και εθνικής επιβίωσης. Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία οι πόροι και οι δυνατότητες που θα τεθούν στη διάθεση της χώρας να χρησιμοποιηθούν με τον βέλτιστο τρόπο. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει να καταστεί κοινή συνείδηση ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας ή μη της χώρας δεν είναι οι επιχορηγήσεις και τα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Με πολύ μεγάλη διαφορά, το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο που θα καθορίσει τελικά την επιτυχία ή την αποτυχία του εθνικού εγχειρήματος είναι η αποφασιστικότητά μας να προχωρήσουμε σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο που λειτουργούν η ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Υπάρχει μία βασική αλήθεια που πρέπει να καταστεί κοινή πεποίθηση και κτήμα όλων: καμία κοινωνία δε μπορεί να ευημερήσει απλά και μόνο επειδή, σε μία ορισμένη χρονική στιγμή, ωφελήθηκε με παροχές και χορηγίες από το εξωτερικό. Η μόνη πηγή δημιουργίας ασφαλούς και μόνιμης ευημερίας για μία κοινωνία είναι η δημιουργικότητα και η εργασία των πολιτών
της. Οι επιχορηγήσεις μπορεί να είναι απολύτως απαραίτητες σε μία περίοδο κρίσης σαν αυτή που διάγουμε σήμερα, με την πανδημία.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι υπογράφοντες από την πρώτη στιγμή υποστήριξαν πως η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει όχι δάνεια αλλά επιχορηγήσεις, που δεν θα αυξήσουν το χρέος της και με τις οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι, ώστε να μην υπάρξει κατάρρευση του παραγωγικού ιστού. Αυτό, όμως, ισχύει μόνο για την έκτακτη και εξαιρετική περίοδο της πανδημίας. Μετά από αυτήν, με την ελπιζόμενη επαναφορά της κανονικότητας και σε βάθος χρόνου, δε μπορούμε να στηρίζουμε τις ελπίδες μας και τις προοπτικές μας και πάλι σε επιχορηγήσεις και δανειακά κεφάλαια, θεωρώντας ότι η χώρα θα σωθεί από τα 32 ή τα 62 δισεκατομμύρια που θα της παράσχει η ΕΕ.
Το πικρό μάθημα που θα πρέπει να έχουμε μάθει καλά από την πορεία προς την πτώχευση του 2010 –το μάθαμε, άραγε;– είναι πως όταν σε μία χώρα σαν την Ελλάδα εισρέει άφθονο και, κυρίως, «εύκολο χρήμα» το αποτέλεσμα αποκλείεται να είναι θετικό. Έχουμε εξηγήσει αλλού ότι στην περίπτωση αυτή ενεργοποιούνται δύο καταστροφικοί μηχανισμοί: ένας κοινωνικο-πολιτικός, που αποσαθρώνει τον κώδικα των ηθικών αξιών και ευτελίζει την πολιτική πρακτική, και ένας οικονομικός που, διαστρέφοντας τις σχετικές τιμές και το «κόστος ευκαιρίας», αποδιοργανώνει την παραγωγική βάση και διογκώνει τον καταναλωτικό παρασιτισμό. Αυτό συνέβη στην διάρκεια μιας ολόκληρης τριαντακονταετίας και οδήγησε στην καταστροφή του 2010 και στη χαμένη δεκαετία. Δε θα πρέπει να ξανασυμβεί!
Η εθνική ανάταξη δεν θα έρθει λόγω των κονδυλίων των Βρυξελλών και από χρήματα που «πέφτουν από τον ουρανό». Θα έρθει μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που θα απελευθερώσουν την δημιουργικότητα και την παραγωγικότητα των Ελλήνων. Είναι τραγικό, για παράδειγμα, να θεωρούμε ότι η πράσινη μετάβαση και η ψηφιακή μετάβαση είναι πρωτίστως θέματα ευρωπαϊκών κονδυλίων, τη στιγμή που το σώμα της ελληνικής κοινωνίας δε φαίνεται να έχει πλήρως αντιληφθεί ούτε την σημασία τους ούτε την αναγκαιότητά τους, ώστε να τις υποστηρίξει και να τις προωθήσει. Ή, επίσης, είναι πραγματικά αστείο να λέγεται πως «τα κονδύλια» θα χρησιμοποιηθούν για την «κατάρτιση». Η κατάρτιση, χρηματοδοτημένη αφειδώς με δημόσιους πόρους και με ευρωπαϊκά κονδύλια επί δεκαετίες, έχει αποτύχει πλήρως στην Ελλάδα. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας δεν είναι θέμα ακόμη περισσότερων κονδυλίων, αλλά υπόθεση ολικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Εάν θέλουμε να αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα κονδύλια της ευρωπαϊκής συνδρομής αποτελεσματικά, θα πρέπει να καταστεί κοινή συνείδηση ότι η ύπαρξή τους δεν αποτελεί ευλογία, αλλά κάτι σαν δίκοπο μαχαίρι: η λάθος χρήση τους μπορεί να έχει –και πάλι– καταστροφικά αποτελέσματα. Συνεπώς, προκειμένου να μην υπάρξει λεηλασία των κονδυλίων από την πλευρά του πελατειακού κράτους και του κομματικού παρασιτισμού, μέσω «επιδοματοποίησής» τους ή μέσω της «εργολαβοποίησης» και των «απ’ ευθείας αναθέσεων», θα πρέπει να υιοθετηθούν κάποιοι ανελαστικοί και άκαμπτοι κανόνες.
Όπως, για παράδειγμα, ότι για όσο διάστημα εργαζόμενοι και επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα χειμάζονται και η ανεργία παραμένει υψηλή, δε θα υπάρξει η παραμικρή αύξηση σε μισθούς και συντάξεις στον δημόσιο τομέα, στενότερο και ευρύτερο.
Αντιθέτως, το δημοσιονομικό περιθώριο που θα δημιουργηθεί από τις επιχορηγήσεις και τα χαμηλότοκα δάνεια που θα εισέλθουν στην εθνική οικονομία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, μέσω κατάλληλων προς τούτο δημοσιολογιστικών χειρισμών και διευθετήσεων, για δύο κατά κύριο λόγο σκοπούς.
Πρώτο, για την εθνική άμυνα και, δεύτερο, για την δημιουργία ενός στρατηγικού αποθέματος προς χρήση σε οποιαδήποτε κατάσταση εθνικής ανάγκης. Η συλλογική προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί στις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις που, από την μία, δεν απαιτούν πακτωλούς χρημάτων, και, από την άλλη, η υποστήριξή τους αποτελεί, σήμερα, το βασικό πατριωτικό καθήκον όλων.
Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η ορθή επιλογή πορείας μπορεί να αλλάξει οριστικά, προς το καλύτερο, την ιστορική της εξέλιξη. Αυτό είναι δυνατόν, πλέον, για τρεις κυρίως λόγους.
Πρώτο, διότι η πρόσφατη πικρή εμπειρία έδειξε πόσο αδιέξοδος είναι ο παραλογισμός τού να αγνοείς τα δεδομένα της πραγματικότητας, επειδή δε σου είναι αρεστά.
Δεύτερο, διότι η θετική εμπειρία τής μέχρι τώρα επιτυχούς αντιμετώπισης του Covid-19 απέδειξε ότι, με λογική και πραγματισμό, μπορούμε ως κοινωνία να πετύχουμε εξαιρετικά αποτελέσματα.
Τρίτο, διότι σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά η χώρα βλέπει μπροστά της την εξωτερική επιβουλή με την πιο άσχημη και απειλητική μορφή της και συνειδητοποιεί πως μόνο με εθνική συσπείρωση και ομοψυχία μπορεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.
Το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ και όλες οι συναφείς πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της ΕΚΤ, μπορούν πράγματι να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία να εισέλθει σε μία αναπτυξιακή πορεία, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση όχι μόνο εθνικής ανόρθωσης αλλά και εθνικής επιβίωσης. Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία οι πόροι και οι δυνατότητες που θα τεθούν στη διάθεση της χώρας να χρησιμοποιηθούν με τον βέλτιστο τρόπο. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει να καταστεί κοινή συνείδηση ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας ή μη της χώρας δεν είναι οι επιχορηγήσεις και τα ευρωπαϊκά κεφάλαια. Με πολύ μεγάλη διαφορά, το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο που θα καθορίσει τελικά την επιτυχία ή την αποτυχία του εθνικού εγχειρήματος είναι η αποφασιστικότητά μας να προχωρήσουμε σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο που λειτουργούν η ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Υπάρχει μία βασική αλήθεια που πρέπει να καταστεί κοινή πεποίθηση και κτήμα όλων: καμία κοινωνία δε μπορεί να ευημερήσει απλά και μόνο επειδή, σε μία ορισμένη χρονική στιγμή, ωφελήθηκε με παροχές και χορηγίες από το εξωτερικό. Η μόνη πηγή δημιουργίας ασφαλούς και μόνιμης ευημερίας για μία κοινωνία είναι η δημιουργικότητα και η εργασία των πολιτών
της. Οι επιχορηγήσεις μπορεί να είναι απολύτως απαραίτητες σε μία περίοδο κρίσης σαν αυτή που διάγουμε σήμερα, με την πανδημία.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι υπογράφοντες από την πρώτη στιγμή υποστήριξαν πως η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει όχι δάνεια αλλά επιχορηγήσεις, που δεν θα αυξήσουν το χρέος της και με τις οποίες θα πρέπει να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι, ώστε να μην υπάρξει κατάρρευση του παραγωγικού ιστού. Αυτό, όμως, ισχύει μόνο για την έκτακτη και εξαιρετική περίοδο της πανδημίας. Μετά από αυτήν, με την ελπιζόμενη επαναφορά της κανονικότητας και σε βάθος χρόνου, δε μπορούμε να στηρίζουμε τις ελπίδες μας και τις προοπτικές μας και πάλι σε επιχορηγήσεις και δανειακά κεφάλαια, θεωρώντας ότι η χώρα θα σωθεί από τα 32 ή τα 62 δισεκατομμύρια που θα της παράσχει η ΕΕ.
Το πικρό μάθημα που θα πρέπει να έχουμε μάθει καλά από την πορεία προς την πτώχευση του 2010 –το μάθαμε, άραγε;– είναι πως όταν σε μία χώρα σαν την Ελλάδα εισρέει άφθονο και, κυρίως, «εύκολο χρήμα» το αποτέλεσμα αποκλείεται να είναι θετικό. Έχουμε εξηγήσει αλλού ότι στην περίπτωση αυτή ενεργοποιούνται δύο καταστροφικοί μηχανισμοί: ένας κοινωνικο-πολιτικός, που αποσαθρώνει τον κώδικα των ηθικών αξιών και ευτελίζει την πολιτική πρακτική, και ένας οικονομικός που, διαστρέφοντας τις σχετικές τιμές και το «κόστος ευκαιρίας», αποδιοργανώνει την παραγωγική βάση και διογκώνει τον καταναλωτικό παρασιτισμό. Αυτό συνέβη στην διάρκεια μιας ολόκληρης τριαντακονταετίας και οδήγησε στην καταστροφή του 2010 και στη χαμένη δεκαετία. Δε θα πρέπει να ξανασυμβεί!
Η εθνική ανάταξη δεν θα έρθει λόγω των κονδυλίων των Βρυξελλών και από χρήματα που «πέφτουν από τον ουρανό». Θα έρθει μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που θα απελευθερώσουν την δημιουργικότητα και την παραγωγικότητα των Ελλήνων. Είναι τραγικό, για παράδειγμα, να θεωρούμε ότι η πράσινη μετάβαση και η ψηφιακή μετάβαση είναι πρωτίστως θέματα ευρωπαϊκών κονδυλίων, τη στιγμή που το σώμα της ελληνικής κοινωνίας δε φαίνεται να έχει πλήρως αντιληφθεί ούτε την σημασία τους ούτε την αναγκαιότητά τους, ώστε να τις υποστηρίξει και να τις προωθήσει. Ή, επίσης, είναι πραγματικά αστείο να λέγεται πως «τα κονδύλια» θα χρησιμοποιηθούν για την «κατάρτιση». Η κατάρτιση, χρηματοδοτημένη αφειδώς με δημόσιους πόρους και με ευρωπαϊκά κονδύλια επί δεκαετίες, έχει αποτύχει πλήρως στην Ελλάδα. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας δεν είναι θέμα ακόμη περισσότερων κονδυλίων, αλλά υπόθεση ολικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Εάν θέλουμε να αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα κονδύλια της ευρωπαϊκής συνδρομής αποτελεσματικά, θα πρέπει να καταστεί κοινή συνείδηση ότι η ύπαρξή τους δεν αποτελεί ευλογία, αλλά κάτι σαν δίκοπο μαχαίρι: η λάθος χρήση τους μπορεί να έχει –και πάλι– καταστροφικά αποτελέσματα. Συνεπώς, προκειμένου να μην υπάρξει λεηλασία των κονδυλίων από την πλευρά του πελατειακού κράτους και του κομματικού παρασιτισμού, μέσω «επιδοματοποίησής» τους ή μέσω της «εργολαβοποίησης» και των «απ’ ευθείας αναθέσεων», θα πρέπει να υιοθετηθούν κάποιοι ανελαστικοί και άκαμπτοι κανόνες.
Όπως, για παράδειγμα, ότι για όσο διάστημα εργαζόμενοι και επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα χειμάζονται και η ανεργία παραμένει υψηλή, δε θα υπάρξει η παραμικρή αύξηση σε μισθούς και συντάξεις στον δημόσιο τομέα, στενότερο και ευρύτερο.
Αντιθέτως, το δημοσιονομικό περιθώριο που θα δημιουργηθεί από τις επιχορηγήσεις και τα χαμηλότοκα δάνεια που θα εισέλθουν στην εθνική οικονομία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, μέσω κατάλληλων προς τούτο δημοσιολογιστικών χειρισμών και διευθετήσεων, για δύο κατά κύριο λόγο σκοπούς.
Πρώτο, για την εθνική άμυνα και, δεύτερο, για την δημιουργία ενός στρατηγικού αποθέματος προς χρήση σε οποιαδήποτε κατάσταση εθνικής ανάγκης. Η συλλογική προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί στις εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις που, από την μία, δεν απαιτούν πακτωλούς χρημάτων, και, από την άλλη, η υποστήριξή τους αποτελεί, σήμερα, το βασικό πατριωτικό καθήκον όλων.