Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Άρθρα: Πλάνες και υπερβολές

Πλάνες και υπερβολές (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Capital.gr, Άρθρα, Τρίτη 19 Μαΐου 2020.




Οι πρωτοφανείς συνθήκες της πανδημίας του COVID-19 δημιουργούν, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα, πολλών ειδών φιλοσοφικά, ηθικά αλλά και πρακτικά ερωτήματα. Σε αυτά άλλοι προσπαθούν να απαντήσουν δια μέσου ενός γνήσιου και ειλικρινούς προβληματισμού και άλλοι παραμένοντας αγκυλωμένοι στις παγιωμένες πεποιθήσεις τους και στις χρόνιες μονομανίες τους. 
Δύο από τα ερωτήματα αυτά είναι, (πρώτον), εάν η ελληνική κυβέρνηση έπραξε σωστά να επιβάλει τα μέτρα περιορισμού στην κινητικότητα της ελληνικής κοινωνίας από τα μέσα Μαρτίου ή όχι, και, (δεύτερον), εάν το κράτος και η κοινωνία θα πρέπει να λάβουν έκτακτα μέτρα για να απομειώσουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας ή εάν, αντιθέτως, θα πρέπει να αφήσουν την οικονομία να εξελιχθεί "ελεύθερα” ακολουθώντας την πορεία, και υφιστάμενη τις επιπτώσεις, της πανδημίας.


Καταστρέφει η κυβέρνηση την ελληνική οικονομία;
Η άποψη αυτή διακινείται ευρέως σε διάφορους εγχώριους κύκλους, ιδιαίτερα στα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, ενίοτε διανθισμένη και με  ευφάνταστες και πιο εξεζητημένες ιδέες ιστορικοπολιτικοφιλοσοφικού χαρακτήρα, η κριτική των οποίων, όμως, εμπίπτει, πλήρως και αποκλειστικά, στην αρμοδιότητα των ευθυμογράφων. 
Η συγκεκριμένη, πάντως, άποψη μπορεί να συνοψιστεί στον ισχυρισμό πως, είτε λόγω αφέλειας, είτε κινούμενη από σκοτεινά και δυσώδη συνωμοτικά κίνητρα, η κυβέρνηση, από τη στιγμή που  προχώρησε στον περιορισμό της κοινωνικής κινητικότητας επί ενάμιση τουλάχιστον μήνα, προκαλεί αναπόφευκτα μία προϊούσα "καταστροφή” της εθνικής οικονομίας. 
Ο ισχυρισμός αυτός, βεβαίως, παραβλέπει πλήρως το γεγονός ότι κάτι αντίστοιχο με τη σατανική ή αφελή επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης έσπευσαν να πράξουν σχεδόν και όλες οι άλλες κυβερνήσεις του πολιτισμένου κόσμου-πράγμα που υποδηλοί ότι, ίσως, είναι και αυτές το ίδιο σατανικές ή και αφελείς όσο και η ελληνική. 
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, δε, ότι έστω και αν αυτή είναι μία άποψη η οποία προέρχεται από ακραίους νεο-”φιλελεύθερους” (βλ. ψευδοφιλελεύθερους), ή ακραίους αντιεξουσιαστές, παρ’ όλ’ αυτά τους παρουσιάζει πλήρως ευθυγραμμισμένους με την επιλογή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Σουηδίας, του κραταιού καθεστώτος του Τουρκμενιστάν και της νεοσοσιαλιστικής προεδρίας της Λευκορωσίας που -αντίθετα με την ελληνική κυβέρνηση και όλες τις άλλες κυβερνήσεις παγκοσμίως- δεν προχώρησαν σε περιορισμούς, αφήνοντας τις οικονομίες τους να λειτουργήσουν ελεύθερα και τους πληθυσμούς τους να αποκτήσουν "ανοσία” ή, εν πάση περιπτώσει, να υποστούν ανεμπόδιστα τις συνέπειες της φυσικής επιλογής. 
Η συγκεκριμένη άποψη, περί "καταστροφής” της οικονομίας, σκόπιμης ή όχι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με πολλούς τρόπους. Μπορεί κατ΄αρχάς να την θεωρήσει κάποιος υπερβολική διότι δεν εξηγεί πώς ακριβώς η οικονομία "καταστρέφεται” από την κυβέρνηση και με ποιο τρόπο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ: "Όσον αφορά στο 2020, οι κλάδοι που δεν είναι σε αναστολή λειτουργίας παράγουν το 78,9% του ΑΕΠ και απασχολούν το 62,5% των εργαζομένων. Αντιθέτως, οι κλάδοι σε αναστολή λειτουργίας παράγουν το 21,1% του ΑΕΠ και απασχολούν το 37,5% των εργαζομένων, εκ των οποίων το 67,8% δεν εργάζεται λόγω των μέτρων lockdown... Άρα, η απώλεια του ΑΕΠ εκτιμάται σε 67,8% Χ 21,1% = 14% του ΑΕΠ. Άρα, με ΑΕΠ €188 δισ. το 2019, εάν οι κλάδοι αυτοί παραμείνουν κλειστοί για όλο το 2020, θα χαθεί χονδρικά 14% Χ €188 δισ. = €26 δισ. ή €1,8 δισ. τον μήνα για 10 μήνες”. 
Δηλαδή αυτό που στην πραγματικότητα έχουμε  μέχρι στιγμής, εξ αιτίας των περιοριστικών μέτρων -δεδομένου ότι η διάρκειά τους ήταν μικρότερη από δύο μήνες- είναι μία απώλεια μικρότερη των 2 μονάδων του ΑΕΠ, κάτι που μόνο καθ’ υπερβολήν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "καταστροφή” της οικονομίας. 
Αν μάλιστα λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι η παραπάνω είναι μία στατική εκτίμηση της απώλειας, διότι ένα μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης θα αναπληρωθεί στην συνέχεια, εφ’ όσον υπάρχει καταναλωτική πρόθεση που δεν ματαιώθηκε αλλά απλά αναβλήθηκε, καθώς επίσης και ότι ένα μεγάλο ποσοστό της κατανάλωσης, -που προφανώς δεν μπορεί να εκτιμήσει ο ΣΕΒ- πραγματοποιήθηκε με κάποιον τρόπο (όπως μέσω των ταχυδρομικών αγορών), καταλαβαίνει κανείς πως εκείνοι που λένε ότι "καταστρέφεται” η οικονομία,  είναι εκείνοι που ίσως θεωρούν ότι η "βαριά βιομηχανία” της χώρας ταυτίζεται με τους τομείς των υπηρεσιών οι απώλειες των οποίων, πράγματι, δεν μπορούν να αναπληρωθούν με την επανεκκίνησή τους.

Δηλαδή, κατά τη γνώμη τους, αν πάψουν για δύο μήνες λόγω έκτακτων συνθηκών να λειτουργούν οι καφετέριες, τα σουβλατζίδικα, τα νυχτερινά καταστήματα με pole dancing και striptease και ίσως και οι παπατζήδες που έχουν ξαναεμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στις περιοχές γύρω από την Ομόνοια, (και ενώ το κράτος προσπαθεί, όσο μπορεί, να αποκαταστήσει μέρος της απώλειας των εισοδημάτων όσων, τουλάχιστον, βρίσκονται στην "επίσημη” οικονομία), αυτό ισοδυναμεί με "καταστροφή” της οικονομίας. 
Μέχρι στιγμής, πάντως, αυτό που έχουμε ως "καταστροφή” λόγω των περιοριστικών μέτρων είναι η απώλεια κάτι λιγότερο από 2% του ΑΕΠ. Το οποίο, μάλιστα, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί με αυτό που, μέχρις στιγμής, έχει κερδηθεί, το οποίο είναι απείρως πολυτιμότερο. 
Βεβαίως, οι απώλειες στην ελληνική οικονομία, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, στο τέλος θα είναι δραματικά μεγαλύτερες από 2% ή από 3%. Αυτό όμως ουδόλως θα οφείλεται στα περιοριστικά μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση. Θα οφείλεται σε κάποιους παράγοντες στους οποίους η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει την παραμικρή επιρροή. 
Η μείωση του εθνικού εισοδήματος θα προέλθει κατά κύριο λόγο από την υποχώρηση του αριθμού των ταξιδιωτικών αφίξεων, όχι μόνο λόγω του μεγάλου ποσοστού των σχετικών εισπράξεων στο συνολικό ΑΕΠ, αλλά και λόγω του εξαιρετικά μεγάλου πολλαπλασιαστή που έχει η ταξιδιωτική δαπάνη στην τελική διαμόρφωση του εθνικού εισοδήματος.  Πέραν αυτού δε, εάν υπάρξει και παγκόσμια κάμψη της οικονομίας, αντίστοιχες αρνητικές επιπτώσεις θα προέλθουν και από την μείωση των εισοδημάτων από την ποντοπόρο ναυτιλία. 
Μόνο που και το ένα και το άλλο είναι διεθνείς οικονομικές λειτουργίες τις οποίες η ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να επηρεάσει, (ή μάλλον θα μπορούσε να επηρεάσει μόνο αρνητικά και με καταστρεπτικό τρόπο, όσον αφορά τουλάχιστον τον τουρισμό: εάν δεν είχε λάβει τα μέτρα που έλαβε και εάν η Ελλάδα καθιερωνόταν διεθνώς ως η χώρα στους δρόμους της οποίας ο ξένος επισκέπτης θα μπορούσε να συναντήσει προσωπικώς και κατ’ ιδίαν τη δρεπανηφόρο Άτροπο Μοίρα τότε πράγματι, θα υπήρχε αποτέλεσμα το οποίο θα ήταν πως δεν θα ξαναβλέπαμε ξένο επισκέπτη τουλάχιστον για τα επόμενα 60 χρόνια). 
Αν τα πράγματα ήταν έτσι όπως ισχυρίζονται εκείνοι που λένε πως η κυβέρνηση "καταστρέφει” την οικονομία με τις επιλογές της, τότε θα πρέπει να πιστέψουμε πως και ο τουρισμός αλλά και όλοι οι άλλοι κλάδοι και  δραστηριότητες της οικονομίας θα πήγαιναν πολύ καλύτερα εάν η κυβέρνηση δεν είχε επιβάλει τα μέτρα. Οι προοπτικές της οικονομίας, δηλαδή, θα ήταν πολύ καλύτερες εάν τον Μάρτιο, όταν μάλιστα ακόμα δεν γνωρίζαμε τι ακριβώς ασθένεια είναι ο COVID-19, ποιο είναι το ποσοστό μετάδοσής του, και ποιο το ποσοστό θνησιμότητας που επιφέρει, (και ενώ όλη η ανθρωπότητα ελάμβανε δραστικά μέτρα "εγκλεισμού”), η ελληνική κυβέρνηση περιοριζόταν σε κάποιες συστάσεις για απομόνωση και προστασία των πιο ευπαθών ομάδων και άφηνε την οικονομία να λειτουργήσει με πλήρη ελευθερία, έστω και εν μέσω της πανδημίας. 
Σε μία τέτοια περίπτωση λοιπόν, σύμφωνα με τους απροσκύνητους νεο-”φιλελευθέρους”, (αλλά και με τους αδούλωτους αντιεξουσιαστές, είναι η αλήθεια), έστω και αν οι άνθρωποι άρχιζαν να πεθαίνουν στη χώρα μας σαν τις μύγες,  αυτό δεν θα εμπόδιζε καθόλου τα γρανάζια της οικονομίας να συνεχίσουν να περιστρέφονται με ταχύτητα και το ΑΕΠ να σκαρφαλώνει σε όλο και ψηλότερα επίπεδα. 
Στις καφετέριες, στα σουβλατζίδικα και στα τσιπουράδικα θα καταλυόταν το αδιαχώρητο καθημερινά από παρέες που θα βρίσκονταν για να συζητήσουν την ματαιότητα της ύπαρξης (και θα έβρισκες τραπέζι μόνο με μέσο).  Στις μεγάλες πίστες της παραλιακής τα γαρύφαλλα θα σχημάτιζαν βουνά στα πόδια των αοιδών, ενώ οι ρέκτες φιλότεχνοι του pole dancing θα σχημάτιζαν ουρές στις εισόδους των σχετικών καταστημάτων, γιατί "μία ζωή την έχουμε". Οι αγορές θα έσφυζαν από κόσμο καθώς όλοι θα έτρεχαν στα καταστήματα να αγοράσουν με χαρά καινούργια ρούχα, κοσμήματα, ή και κάποιο αυτοκίνητο για να προφθάσουν να απολαύσουν τις χαρές της ζωής, μιας και "δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει". Οι πιο καλαίσθητοι θα ευεργετούσαν την οικονομία σπεύδοντας να αλλάξουν την επίπλωση στο σπίτι τους, ή και τις κουρτίνες στα παράθυρά τους, διαλέγοντας, ίσως, κάτι σε πιο πένθιμο χρώμα για να είναι μέσα στο πνεύμα των ημερών. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία κυρίες και οι κύριοι θα έτρεχαν απαρεγκλίτως στους οίκους ραπτικής και στους ράφτες προκειμένου να ράψουν, με εκλεκτά υφάσματα, κάτι καλόγουστο και κομψό για να το φορέσουν στην κηδεία τους, ελπίζοντας πως θα είναι τυχερές και τυχεροί, και θα πεθάνουν μετά την λήξη της πανδημίας, ώστε να μπορούν να ταφούν πολυτελώς, δηλαδή σε φέρετρο και με παπά να τους ψάλλει.
Έτσι, πάνω κάτω, θα πρέπει να φαντάζονται πως θα ήταν η ζωή στην Ελλάδα, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, όσοι θεωρούν ότι τα περιοριστικά μέτρα δεν ήταν απαραίτητα και ότι το μόνο που κάνουν είναι πως "καταστρέφουν” την οικονομία! Ενδεχομένως, μάλιστα, να έχουν υπ’ όψιν τους και κάποιο οικονομετρικό υπόδειγμα που να δείχνει ότι, η σημαντική δαπάνη για "σούπες” στις ψαροταβέρνες εις μνήμην των εκδημούντων να αρκούσε από μόνη της για να απογειώσει την αύξηση του ΑΕΠ! 
Αντίθετα βεβαίως, οι λογικοί άνθρωποι, βλέποντας και τι συνέβη σε, παρεμφερείς με την ελληνική, κοινωνίες, όπου όμως έλειψε η ορθή κρίση της πολιτικής ηγεσίας τους, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, καταλαβαίνουν πως τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά χωρίς περιοριστικά μέτρα. Οι πολίτες δεν θα είχαν καν την πολυτέλεια να πηγαίνουν από τη μία κηδεία στην άλλη γιατί τους νεκρούς θα τους μετέφεραν με φορτηγά και θα τους κατάχωναν μαζικά σε κοινούς τάφους. 
Ο, δικαιολογημένος, φόβος από τις επιπτώσεις της πανδημίας θα δημιουργούσε ακραίες καταστάσεις, οδηγώντας πολλούς ακόμη και να κλειστούν στο σπίτι τους και να μην πηγαίνουν στην εργασία τους, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται διακοπές στις παραγωγικές και εφοδιαστικές αλυσίδες, ενδεχομένως και στους κρίσιμους τομείς, και να υπάρχουν ελλείψεις στα τρόφιμα,  στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια. 
Πολύ πιθανόν να βλέπαμε ξυλοδαρμούς και γρονθοκοπήματα σε όσα σούπερ μάρκετ παρέμεναν ανοιχτά, με έπαθλο για τον νικητή ένα πακέτο μακαρόνια ή ένα πακέτο ρύζι. Όπως, δηλαδή, είδαμε ότι έγινε στην Αγγλία ή στην Αυστραλία που είναι και πολιτισμένες χώρες, (αλλά -τι παράξενο!- δεν είδαμε να γίνεται στην Ελλάδα). Οι θάνατοι θα ήταν πολύ περισσότεροι από 165 που είναι σήμερα και η πιο πιθανή συνέπειά τους θα ήταν η σοβαρή διαταραχή των οικονομικών δραστηριοτήτων και η σημαντική απώλεια εισοδήματος που θα μπορούσε να επιφέρει πραγματική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας από την οποία θα χρειαζόταν χρόνια να επανέλθει.
Και ενώ με πλήρη βεβαιότητα  θα συνέβαιναν όλα αυτά, καλύτερα να μην υπολογίσει κανείς τις "δευτερογενείς” συνέπειες, δηλαδή την κοινωνική έκρηξη εκείνων που "διαμαρτυρόμενοι” και έχοντας "αγανακτήσει” θα έκαιγαν την Αθήνα και την Ελλάδα ολόκληρη, δημιουργώντας μία κοινωνική τραγωδία πολύ μεγαλύτερη από την τραγωδία της περιόδου 2010 - 2019. (Οι οποίοι "αγανακτισμένοι” μάλιστα, σε πολύ μεγάλο βαθμό, θα ήταν οι ίδιοι με όσους σήμερα διαμαρτύρονται είτε για την "καταστροφή” της οικονομίας, είτε για την "παραβίαση των δημοκρατικών δικαιωμάτων”). 
Αυτά θα συνέβαιναν εάν δεν λαμβάνονταν τα μέτρα. Εκτός από την τεράστια ανθρωπιστική κρίση -(η οποία είναι πιο σημαντική από την οικονομική, διότι οι ανθρώπινες ζωές είναι πιο πολύτιμες από τις μονάδες του ΑΕΠ, αλλά δεν έχει νόημα να επικαλούμαστε τέτοια επιχειρήματα διότι οι μπαρουτοκαπνισμένοι νεο-”φιλελεύθεροι” και "αντιεξουσιαστές” δεν πιάνονται κορόιδα με κάτι τέτοια, καθ’ ότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι πίσω από όλα κρύβονται τεράστια συμφέροντα και τρομερές συνωμοσίες)-, η απουσία περιοριστικών μέτρων θα επέφερε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, με πολύ μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ από αυτήν που είδαμε εξ αιτίας των μέτρων τα οποία, τελικά, επιβλήθηκαν.
Θα πρέπει δε να τονιστεί ότι σε αυτήν την περίπτωση, (της μη λήψης μέτρων), ο τουρισμός, δηλαδή ο κινητήριος πνεύμονας της ελληνικής οικονομίας, δεν θα έμενε ανεπηρέαστος.  Κανονικό επισκέπτη στην χώρα δεν θα βλέπαμε για τις επόμενες τρεις γενεές Ελλήνων. Η μόνη ειδική κατηγορία ταξιδιωτών που θα συνέρρεε μαζικά, από όλον τον κόσμο είναι η αλήθεια, θα ήταν οι νεκρόφιλοι πάσης φύσεως.  
Η άποψη πως η κυβέρνηση "καταστρέφει” την οικονομία με τα περιοριστικά μέτρα που επέβαλε θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μία άποψη όχι μόνο απολύτως παράλογη άλλα σχεδόν παρανοϊκή. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ψηφοφόρος της,  (οι υπογράφοντες πάντως δεν είναι), για να αποδεχτεί πως οι ενέργειές της ήταν επιβεβλημένες και οι χειρισμοί της σχεδόν άριστοι. (Με κάποιες αρρυθμίες στα ζητήματα των εκκλησιών και της έγκαιρης απομόνωσης των νησιών). 
Με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται, μέχρι στιγμής, η κρίση όχι μόνο έχουν εξασφαλιστεί τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα από απόψεως προστασίας της ζωής -που είναι και η πιο σημαντική πλευρά της όλης υπόθεσης- αλλά και έχουν προκύψει, δεδομένων των συνθηκών, οι λιγότερες δυνατές απώλειες για την ελληνική οικονομία. Αυτό θα πρέπει να το αναγνωρίσουν όλοι οι λογικοί και έμφρονες  Έλληνες πολίτες.

Είναι λάθος να υποστηρίζονται οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις στους πληττόμενους από την κρίση κλάδους; 
Η άποψη πως το κράτος δεν πρέπει να υποστηρίζει τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στους πληττόμενους από την κρίση κλάδους είναι μία άποψη που διακινείται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Θα μπορούσε κάποιος να πει, για παράδειγμα, ότι είναι η υποτείνουσα και υπόρρητη αντίληψη που κατευθύνει ακόμα και την σκέψη του τρομερού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, στην Γερμανία. Αλλά και στην Ελλάδα υπάρχουν νεο-”φιλελεύθεροι” με παρεμφερείς πεποιθήσεις. 
Το σκεπτικό των υποστηρικτών της συγκεκριμένης άποψης είναι απλό και σαφές: αντιμετωπίζουμε μία κρίση η οποία έχει προέλευση έξω από την κοινωνία. Κανένα μέρος και κανένα τμήμα της κοινωνίας δεν είναι υπεύθυνο για αυτήν και, κατά συνέπειαν, κανείς δεν πρέπει να επιβαρυνθεί για να βοηθηθεί κάποιος άλλος. Η εμπλοκή του κράτους δεν έχει ηθικό έρεισμα και μόνο κακό μπορεί να κάνει, καθυστερώντας την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση και αναπροσαρμογή της οικονομίας στα νέα δεδομένα.
Το πρώτο που θα πρέπει να επισημάνει κανείς είναι πως στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για μία άποψη την οποία όσο ακραία "φιλελεύθερη” κι αν φαίνεται, δεν την ασπάζεται κανείς "φιλελεύθερος” σε θέση εξουσίας και δεν βρίσκει απήχηση σε κανέναν από αυτούς οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είναι οι "φάροι” του νεο-”φιλελευθερισμού”, είτε πρόκειται για τον πρόεδρο Trump, είτε πρόκειται για τον Georges Soros, είτε επρόκειτο, παλαιότερα, (σε άλλες συνθήκες είναι η αλήθεια) για τον πιστό μαθητή της Ayn Rand, Alan Greenspan κλπ. 
Παρά δε το γεγονός πως το τι ακριβώς υποστηρίζει ο Πρόεδρος
Trump δεν είναι ένα ισχυρό επιχείρημα το οποίο μπορεί να γίνει αποδεκτό από ένα έλλογο κοινό, είναι, εν τούτοις, κάτι το οποίο δεν μπορεί να παραβλεφθεί: ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νεο-”φιλελευθερισμού” είναι το γεγονός πως υπάρχει πάντοτε μία εντελώς θεωρητική εκδοχή του η οποία πραγματικά  αεροκοπανάει, με τους εκπροσώπους της να λένε στην κυριολεξία ότι τους κατέβει, ενώ ταυτοχρόνως υπάρχει και ένας άλλος, εφαρμοσμένος αυτός, νεο-”φιλελευθερισμός”, ο οποίος είναι πάρα πολύ συγκεκριμένος και συνήθως ενισχύει με τα "λεφτά των άλλων” τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που κρίνονται too big to fail. 
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία όχι για να λέμε τι κάνει και τι δεν κάνει ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά διότι αποτελεί μία γενικότερη αλήθεια για τους ακραίους νεο-”φιλελεύθερους”: μόλις βρεθούν σε θέση εξουσίας, ξεχνάνε αμέσως αυτά που κήρυτταν προηγουμένως και σπεύδουν να εφαρμόσουν κλασικές πολιτικές συνταγές, στηριγμένες στα περίφημα "λεφτά των άλλων” για την σωτηρία των αποτυχημένων επιχειρήσεων. (Ίσως η μόνη εξαίρεση να υπήρξε η Margaret Thatcher).
Αυτό, για παράδειγμα, έκαναν στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 όλοι οι ακραίοι νεο-”φιλελεύθεροι” που βρέθηκαν επικεφαλής της οικονομίας των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα άλλωστε δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα διαφορετικό. Εάν,  σύμφωνα με το δόγμα τους, άφηναν την οικονομία να κατρακυλήσει ελεύθερα μέχρι να βρει το νέο "σημείο ισορροπίας” (!) σήμερα οι ΗΠΑ θα βρίσκονταν πίσω στην λίθινη εποχή, ενώ οι τότε νεο-”φιλελεύθεροι” ηγέτες της οικονομίας της θα είχαν κατακρεουργηθεί από τους ίδιους τους οπαδούς τους.  
Η συζήτηση, συνεπώς, σχετικά με την άποψη ότι το κράτος δεν πρέπει να επέμβει ρυθμιστικά για να αποσοβήσει την ένταση της κρίσης μπορεί να είναι περισσότερο θεωρητικού χαρακτήρα παρά πρακτικού. Το γεγονός είναι πως τέτοιες πολιτικές "απραξίας” δεν θα εφάρμοζε κανένας νεο-”φιλελεύθερος” εάν βρισκόταν στην εξουσία, ό,τι και να ισχυρίζεται μακριά από αυτήν, όταν είναι πολύ εύκολο να διατυπώνει θεωρίες. Πλην όμως και στο θεωρητικό επίπεδο η συγκεκριμένη άποψη είναι απολύτως πεπλανημένη και άστοχη.
Ο ισχυρισμός ότι σε μία δημοκρατική κοινωνία με εκλεγμένη κυβέρνηση, η κρατική παρέμβαση για την απομείωση των επιπτώσεων μιας εξωγενούς θεμελιακής κρίσης είναι άδικη και αναποτελεσματική, είναι ένας ισχυρισμός ο οποίος, προκειμένου να υποστηριχθεί, απαιτεί μία σειρά αυθαίρετων και ανεδαφικών συλλογισμών και την παραχάραξη της πραγματικότητας. Και αυτό από ανθρώπους που είτε δεν καταλαβαίνουν, είτε δεν θέλουν να καταλάβουν τι πραγματικά συμβαίνει και ποιο -και πόσο "δίκαιο”- θα ήταν το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε αν είχαν ακολουθηθεί οι προτάσεις τους.
Για να το δούμε αυτό, ας υποθέσουμε, -όπως  στην θεωρητική οικονομική όταν δημιουργούμε κάποια απλά υποδείγματα για να εξετάσουμε ένα θέμα- ότι η οικονομία της χώρας περιλαμβάνει δύο βασικούς κλάδους, (διαχωρισμός που στην συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται όχι με βάση το ποιος "φταίει” και ποιος δεν "φταίει” για την συγκεκριμένη κρίση, που είναι το λάθος κριτήριο το οποίο χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη πεπλανημένη άποψη, αλλά με βάση το ορθό κριτήριο που είναι ποιος θα επιβαρυνθεί για να "βοηθήσει” ποιόν και γιατί).  
Ο πρώτος κλάδος είναι ο "παραγωγικός” και αποτελείται από τους επιχειρηματίες και τους εργάτες-εργαζόμενους σε αυτόν, ενώ ο δεύτερος κλάδος είναι ο "κεφαλαιακός” και αποτελείται από τους κατόχους κεφαλαίου και από κάποιους "εισοδηματίες” που έχουν δικαιώματα εισοδήματος. (Δεν έχει καμμία σημασία εάν κάποιοι εργαζόμενοι ή επιχειρηματίες είναι  ταυτοχρόνως και κάτοχοι κεφαλαίου. Σημασία έχουν οι ιδιότητες και οι κοινωνικο-οικονομικές λειτουργίες).  
Σε κανονικές συνθήκες οι "κεφαλαιούχοι” επενδύουν ή δανείζουν τα κεφάλαια τους στους εκπροσώπους του παραγωγικού τομέα δηλαδή στους επιχειρηματίες, αλλά εμμέσως και τους εργάτες-εργαζόμενους, προκειμένου αυτοί να δημιουργήσουν προϊόν το οποίο στην συνέχεια μοιράζεται σε όλους ανάλογα με την παραγωγική συμβολή τους, δηλαδή ανάλογα με την συμβολή της εργασίας, της επιχειρηματικότητας και του κεφαλαίου. Το χρηματικό κεφάλαιο από μόνο του είναι άγονο και στείρο. Αξιώνεται και αυξάνεται από την δραστηριότητα του παραγωγικού τομέα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, λόγω της πανδημίας, ο παραγωγικός κλάδος, (ή, έστω, ένα μέρος του) δεν μπορεί να εργαστεί. Ενδεχομένως, μάλιστα, η αργία του να μην έχει προκύψει από πρακτική αδυναμία αλλά από συλλογική επιλογή προκειμένου να μην επεκταθεί ο ιός στην υπόλοιπη κοινωνία, άρα και στους "κεφαλαιούχους”. Δηλαδή είναι είτε συνέπεια μιας επιλογής προστασίας του κοινωνικού συνόλου ή συνέπεια μιας αδήριτης αναγκαιότητας. 
Εν τούτοις όμως, παρά την αργία, οι βιοτικές ανάγκες και των εργαζομένων και των επιχειρηματιών συνεχίζουν να υπάρχουν διότι πρέπει να τραφούν οι ίδιοι αλλά να θρέψουν και τις οικογένειές τους. Επίσης υπάρχουν και οι πάγιες υποχρεώσεις τους-ειδικά για τις επιχειρήσεις. Κατά συνέπειαν οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι χρειάζονται ρευστότητα, ή για την ακρίβεια, μία "γέφυρα ρευστότητας” μέχρι την στιγμή που θα επανέλθουν στην παραγωγική δραστηριότητα. 
Εάν δεν τους δοθεί βοήθεια από το κράτος με ανακατανομή εισοδήματος, εάν δηλαδή δεν επιβαρυνθούν φορολογικά οι κεφαλαιούχοι όπως επιβαρύνονται οι παραγωγικοί φορείς εξ αιτίας της πανδημίας, αυτό που θα συμβεί είναι πως οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων θα αναγκαστούν να δανειστούν από τους κεφαλαιούχους, χωρίς όμως να εργάζονται και να δημιουργούν προϊόν ώστε να αξιοποιήσουν τα δάνεια και να μπορέσουν να τα επιστρέψουν, (μαζί, βεβαίως, με την αμοιβή του κεφαλαίου). 
Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αυτού; Αν υποθέσουμε, για την ευκολία της διατύπωσης, ότι οι εταιρείες είναι μετοχικές, το αποτέλεσμα των μη αποπληρούμενων χρεών, λόγω της αδυναμίας παραγωγής, θα είναι στην πραγματικότητα μία "διάλυση” / "αραίωση" των μετοχών, των υφισταμένων (παλαιών) μετόχων προς χάριν των πιστωτών που θα καταστούν νέοι "μέτοχοι” και συνιδιοκτήτες, χωρίς να έχουν συμβάλει στην παραγωγική δραστηριότητα της κοινωνίας, ούτε και εμμέσως, διότι παραγωγική δραστηριότητα δεν υπάρχει, λόγω ανωτέρας βίας.  
Έτσι οι μεν "επιχειρηματίες” θα χάσουν ένα μέρος, (ας πούμε το μισό) της επιχείρησής τους, εξ αιτίας της κρίσης, ενώ από την άλλη πλευρά, οι "κεφαλαιούχοι”, θα έχουν κερδίσει το μισό της επιχείρησης, πάλι εξ αιτίας της κρίσης, χωρίς ουδόλως να έχουν συμβάλλει στην παραγωγή προϊόντος, αφού παραγωγική δραστηριότητα δεν υπάρχει. 
Δηλαδή τι σημαίνει όλο αυτό; Σημαίνει ότι λόγω της πανδημίας, για την οποία δεν έφταιγε κανείς παρά μόνο η κακή τύχη, και η οποία κακή τύχη ήταν κοινή και "πάνδημη”, κάποιοι, εν τούτοις, θα χάσουν χωρίς να φταίνε, ενώ κάποιοι άλλοι θα κερδίσουν χωρίς όμως να έχουν προσφέρει κάτι στην παραγωγική διαδικασία και στην δημιουργία νέου πλούτου. Θα κερδίσουν απλά διότι βρέθηκαν την συγκεκριμένη στιγμή να είναι κάτοχοι κεφαλαιακής ρευστότητας. 
(Βέβαια, στην πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας, ακόμη και αυτό το θεωρητικό σχήμα "αδικίας”, δύσκολα θα υλοποιηθεί. Λόγω των σύμφυτων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, η αύξηση του αριθμού των stakeholders που θα πρέπει να ανταμειφθούν θα είναι τέτοια που θα οδηγήσει στην πιο απλή και προφανή λύση: στην χρεοκοπία τους και στην διάλυσή τους). 
Είναι αυτό ισότιμη και δίκαιη κατανομή των απωλειών που δημιουργεί η κρίση πανδημίας; Φυσικά και δεν είναι. Την υφαίρεση του κοινωνικού πλούτου που δημιουργεί η πανδημία κανονικά θα έπρεπε να την μοιραστούν όλοι και όχι μόνο όσοι είχαν την ατυχία να είναι φορείς της παραγωγικής δραστηριότητας. Θα έπρεπε να την επωμιστούν και οι υπόλοιποι οι οποίοι είναι "κεφαλαιούχοι” ή και "εισοδηματίες”. ("Εισοδηματίες” με αυτήν την έννοια είναι και οι δημόσιοι υπάλληλοι, των οποίων οι αμοιβές θα έπρεπε να περιοριστούν στο ίδιο ποσοστό με την μείωση του ΑΕΠ εξ αιτίας της κρίσης-και χωρίς το Συμβούλιο της Επικρατείας να μπορεί να ανατρέψει αυτήν την ρύθμιση). 
Αυτός είναι ο δίκαιος τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης και όχι να αφεθούν εκείνοι την οικονομική δραστηριότητα των οποίων πλήττει η πανδημία να απωλέσουν περιουσία και εισοδήματα προς όφελος εκείνων οι οποίοι απλά είχαν την τύχη να μην πλήττονται ιδιαίτερα, έστω και εάν δεν προσέφεραν κάτι στην παραγωγή πλούτου. Αυτή την έννοια έχει η ανάγκη να επέμβει το κράτος, (δηλαδή η πολιτική, δηλαδή η ίδια η κοινωνία), και να κατανείμει τις απώλειες κατά τρόπο ο οποίος θα είναι αφ΄ενός δίκαιος και αφ΄ετέρου λειτουργικός.
Άλλωστε, πέρα από την ηθική διάσταση του ζητήματος, υπάρχει και η πρακτική διάσταση, δηλαδή η λειτουργικότητα της οικονομίας την οποία ο νεοδαρβινισμός, που εμφανίζεται ως φιλελευθερισμός, αγνοεί παντελώς. 
Η πολιτική παρέμβαση του κράτους για την όσο το δυνατόν καλύτερη προστασία του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας, ώστε αυτή να είναι σε θέση να λειτουργήσει με πλήρη δυναμικότητα και αποδοτικότητα με την επαναφορά της κανονικότητας, είναι ίσως η πιο σημαντική πτυχή του όλου ζητήματος. (Η "δημιουργική καταστροφή” είναι, πράγματι, ο τρόπος που εξελίσσεται η οικονομία, ενώ το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, από δεκαετιών, είναι πως η κρατική παρέμβαση δεν αφήνει την "δημιουργική καταστροφή” να ανανεώσει το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Πλην όμως, η πανδημία, με την αναγκαστική αργία, δεν είναι περίοδος στην οποία μπορεί να λειτουργήσει η "δημιουργική” πλευρά της "καταστροφής”). 
Εάν το υφιστάμενο παραγωγικό δυναμικό, τόσο στην θεσμική του μορφή, ως άθροισμα επιχειρηματικών μονάδων, όσο και στην υλική του μορφή, ως σύνολο εγκατεστημένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, αφηνόταν να καταρρεύσει και να παρακμάσει, στο όνομα μιας ψευδώνυμης "φιλελεύθερης” πολιτικής, το αποτέλεσμα θα ήταν, μακροχρονίως και ανεπιστρέπτως, καταστροφικό. 
Δεν είναι δυνατόν η πραγματική οικονομία, εάν την μία μέρα εγκαταλειφθεί στις δυνάμεις της διάλυσης και της αποσύνθεσης, την άλλη μέρα να επανεκκινήσει με ένα απλό πάτημα κουμπιού σαν να μην συνέβη τίποτα. Όταν οι επαγγελματικές σχέσεις διαρρηγνύονται είναι δύσκολο, επίπονο και χρονοβόρο να αποκατασταθούν. Όταν τα μηχανήματα σκουριάζουν και διαβρώνονται δεν μπορούν να πάρουν εύκολα ξανά μπροστά. Όταν οι δεξιότητες και οι συνέργειες λησμονούνται και χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, ή ξεπερνιούνται από την πρόοδο της τεχνολογίας, μετά πολύ δύσκολα μπορούν να αποκατασταθούν. Όταν οι επιχειρήσεις που πτωχεύουν, χρεοκοπούν και παύουν την λειτουργία τους δεν γίνεται να επανασυσταθούν, και μάλιστα από την μία μέρα στην άλλη. Όταν τα ποσοστά της αγοράς, τόσο της διεθνούς όσο και της εγχώριας, χαθούν, είτε από ξένους ανταγωνιστές, είτε από νέα προϊόντα, είναι πολύ δύσκολο να ξανααποκτηθούν. Για αυτό η οικονομία και το παραγωγικό δυναμικό της πρέπει να παραμείνουν, κατά το δυνατόν, ακέραια, μέσα στην συγκεκριμένη κρίση μέχρι αυτή να παρέλθει. 
Εάν αυτά όμως είναι αδιαμφισβήτητα από την πλευρά της ωφέλειας και της πρακτικότητας, απαράδεκτο, από την πλευρά της ηθικής είναι το να ισχυριζόμαστε πως επειδή κάποιος  είναι υποχρεωμένος για λόγους προστασίας της κοινωνίας να διατηρήσει σε παραγωγική αδράνεια για μία περίοδο τον παραγωγικό συντελεστή που διαθέτει (τον οποίον και συνεισφέρει στην οικονομία), είναι επίσης υποχρεωμένος να απωλέσει ένα τμήμα από αυτόν, ή από την περιουσία του, προς όφελος κάποιου άλλου ο όποιος ήταν εξ ίσου αδρανής στην ίδια περίοδο, αλλά έτυχε, την συγκεκριμένη στιγμή, να είναι κάτοχος ενός διαφορετικού παραγωγικού συντελεστή, ή στοιχείου ενεργητικού, το οποίο στις δεδομένες συνθήκες ήταν περισσότερο ενεργό, δηλαδή χρήσιμο. 
(Και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αξιολογικά, το εάν στην συγκεκριμένη περίπτωση ο μεν πρώτος, που θα χάσει άδικα, μπορεί να είναι και Έλληνας, ενώ ο δεύτερος, που ενδεχομένως θα κερδίσει ανέξοδα και άκοπα, μπορεί να είναι Γερμανός ή Κινέζος, που τον ενισχύει το δικό του κράτος με δαψίλεια). 
Η πολιτική είναι ταυτοχρόνως και ηθική και, ως εκ τούτου, οφείλει να επέμβει για να κατανείμει τις απώλειες που δημιουργεί η πανδημία με τρόπο που θα είναι και δίκαιος και κοινωνικά αποτελεσματικός. Εάν η κοινωνία, εξ αιτίας μιας κρίσης καθαρά εξωγενούς, υποστεί ζημίες και απώλειες, αυτές θα πρέπει να επιβαρύνουν όλα τα μέλη της εξ ίσου, και όχι κάποιοι απλώς να χάσουν και κάποιοι άλλοι απλώς να κερδίσουν. Αυτό είναι η φιλελεύθερη και η δημοκρατική στάση απέναντι στο πρόβλημα.