Το αδιέξοδο εγχείρημα των "κορoνο-ομολόγων", (Δημήτρης Α. Ιωάννου & Χρήστος Α. Ιωάννου), Άρθρα, Capital.gr, Πέμπτη 16 Απριλίου 2020.
Ασύμμετρες επιπτώσεις
I. Λέγεται κατά κόρον, και έχει γίνει αποδεκτό με τη μορφή αξιώματος, ότι οι επιπτώσεις του Covid 19 επί των εθνικών οικονομιών είναι "συμμετρικές”. Δυστυχώς, όμως, αυτό είναι απολύτως λανθασμένο. Όπως συμβαίνει με τις επιπτώσεις πού έχει ο ίδιος ο ιός επάνω σε διαφορετικούς ανθρώπους -όπου κάποιος μπορεί να "νοσήσει” και να θεραπευτεί χωρίς καν να το αντιληφθεί, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να νοσήσει και να καταλήξει- έτσι συμβαίνει, και έτσι πρόκειται να συμβεί, και με τις εθνικές οικονομίες.
Όσες από αυτές βρίσκονται σε κατάσταση μακροοικονομικής ισορροπίας και διαθέτουν "δημοσιονομικό χώρο”, θα διέλθουν μέσα από τη δοκιμασία πολύ καλύτερα από εκείνες που βρίσκονται σε κατάσταση μακροοικονομικής ανισορροπίας και είναι υπερχρεωμένες. Η Γερμανία, για παράδειγμα, σύμφωνα και με τα λεγόμενα του Υπουργού της των Οικονομικών, εκτιμά -και αυτό είναι εύλογο- ότι μετά από ένα χρόνο βαθιάς ύφεσης, στη διάρκεια της οποίας το δημόσιο χρέος της από ποσοστό 60% του ΑΕΠ θα ανέλθει στο 70%, θα γνωρίσει στη συνέχεια μία ανάλογης έκτασης ανάκαμψη που θα την επαναφέρει, περίπου, στην προηγούμενη κατάσταση της.
Αντίθετα, για την Ελλάδα,-με βάση, τουλάχιστον, τις πολιτικές που ακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μέχρι τώρα- θα ήταν παράλογο να πιστεύουμε πως η οικονομία της μπορεί να βγει σχετικά αλώβητη μέσα από τη βαθιά κρίση στην οποία εισέρχεται. Ακόμα και αν η πορεία της πανδημίας είναι σύντομη, κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η ελληνική οικονομία θα εξέλθει από αυτήν σοβαρά τραυματισμένη, με ένα χρέος που θα πλησιάζει περίπου το 200% του ΑΕΠ με πολλές οικονομικές μονάδες της κατεστραμμένες και μπροστά σε μία διαδικασία διαρκούς εθνικής χρεοκοπίας, στην οποία θα απαιτηθούν σειρά διευθετήσεων και προσαρμογών, για πολλά χρόνια.
(Και βεβαίως, μπορεί κανείς να αισθάνεται ό,τι θέλει για την Γερμανία, πλην όμως, η αντικειμενική πραγματικότητα είναι πως αυτή η διαφορά στην σημερινή της κατάσταση από την Ελλάδα, -διαφορά που, μεταξύ άλλων, θα της επιτρέψει να δανεισθεί για να ξεπεράσει την κρίση πουλώντας ομόλογα με αρνητική απόδοση- οφείλεται στο απλό γεγονός ότι, όταν στην διάρκεια της περιόδου 2000-2009 η Ελλάδα δανειζόταν αφειδώς για να βγάζει στην σύνταξη 48χρονους αρτιμελέστατους και υγιέστατους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ, με 150.000 ευρώ εφ’ άπαξ και σύνταξη με πραγματικό ποσοστό αναπλήρωσης στο 120% των προηγουμένων αποδοχών τους, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας εφάρμοζε τις "αντιλαϊκές” μεταρρυθμίσεις του Peter Hartz).
Άγονο και αδιέξοδο
ΙΙ. Το εγχείρημα στο οποίο συμμετέχει, σε επίπεδο δηλώσεων τουλάχιστον, η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή να βρεθεί η απάντηση για την αντιμετώπιση των (οικονομικών) προβλημάτων της κρίσης μέσω της εκδόσεως "κορονο-ομολόγων”, είναι ένα εγχείρημα αφ’ ενός άγονο, διότι κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να ευοδωθεί, αλλά και -το κυριότερο- αδιέξοδο, διότι ακόμα και αν ευοδωθεί τα αποτελέσματά του θα απέχουν πολύ από τα αναμενόμενα, καθ’ ότι δεν θα οδηγήσει στην επίλυση των προβλημάτων των ευάλωτων οικονομιών της ευρωζώνης, δηλαδή των οικονομιών του Νότου.
Κατ’ αρχήν, είναι ένα μάλλον άγονο εγχείρημα διότι, πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο να πειστούν οι ψηφοφόροι αλλά και οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών του Βορρά, να συμμετάσχουν σε μία διαδικασία αμοιβαιοποίησης χρέους, δηλαδή σε μία διαδικασία στην οποία θα αναλάβουν τις ευθύνες για την εξόφληση χρεών στην περίπτωση, (που είναι και η πιθανότερη) ότι εκείνοι οι οποίοι θα επωφεληθούν κυρίως από αυτά δεν θα είναι σε θέση να τα εξυπηρετήσουν αρχικά και να το αποπληρώσουν στην συνέχεια.
Η αδυναμία των χωρών του Νότου να εξυπηρετήσουν αυτές οι ίδιες το χρέος για ποσά που επιθυμούν να εισπράξουν και να χρησιμοποιήσουν, προκύπτει αυτονόητα από την επιθυμία τους να εκδοθεί, το χρέος αυτό, με πραγματικούς εγγυητές τις χώρες του Βορρά. Πρόκειται για μία απαίτηση η οποία όσο κι αν ενδύεται με τον μανδύα της ηθικής επιταγής, δεν έχει ισχυρό λογικό υπόβαθρο.
Και από πολιτική άποψη, όμως, σε αντίθεση με αυτό που λέγεται ευρέως, η αλήθεια είναι πως εκείνο που υπονομεύει ουσιαστικά την ενότητα και την επιβίωση της ευρωζώνης δεν είναι η άρνηση των χωρών του Βορρά, αλλά η επιμονή των χωρών του Νότου να ζητούν κάτι το οποίο, αν οδηγηθεί στο λογικά αναμενόμενο, δηλαδή στην αδυναμία αποπληρωμής εκ μέρους των χωρών του Νότου, θα έχει σαν αναπόφευκτη κατάληξη την διάρρηξη και την διάλυση, τουλάχιστον, της ευρωζώνης-αν όχι και της ίδιας της ΕΕ.
ΙΙ. Το εγχείρημα της έκδοσης των συγκεκριμένων ομολόγων, όμως, ακόμα και αν δεν ήταν άγονο θα απέβαινε πλήρως αδιέξοδο διότι στηρίζεται σε μία θεμελιωδέστατη λογική ανακολουθία. Θα δημιουργούσε χρέος το οποίο μέσω των συγκοινωνούντων δοχείων του οικονομικού κυκλώματος θα μεταφερόταν μεταξύ των ισολογισμών των επιχειρήσεων, των τραπεζών και των κρατών του Νότου, για να χρηματοδοτήσει την επιβίωση οικονομικών μονάδων, στην διάρκεια μιας αδιευκρίνιστου μήκους χρονικής περιόδου, όπου αυτές οι οικονομικές μονάδες θα είναι, ως επί το πλείστον, και χωρίς δική τους ευθύνη, αδρανείς και αργούσες. Δηλαδή δεν θα παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες, και κατά συνέπειαν δεν θα δημιουργούν εισοδήματα με τα οποία θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν και να αποπληρώσουν τα δάνεια που θα δεχθούν.
Από την εποχή, όμως, που κάποιες ομάδες ανθρώπων εγκατέλειψαν τον νομαδικό βίο και την συλλεκτική και θηρευτική οικονομία, και εγκαταστάθηκαν σε μόνιμους οικισμούς, δημιουργώντας, λίγο μετά, την γεωργία, η έννοια του τόκου, (και του χρεωλυσίου), ισοδυναμεί πάντα με δημιουργία μεγαλύτερου προϊόντος στην επόμενη περίοδο, από αυτό που αντιπροσωπεύει το δανεικό "κεφάλαιο”, είτε πρόκειται για σπόρους, είτε για χρήματα, είτε για οτιδήποτε άλλο.
Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση της πανδημίας με τις αναγκαστικά αργούσες επιχειρήσεις αυτό δεν συμβαίνει και δεν μπορεί να συμβεί: τα δανεικά δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά και να υπεραξιωθούν ώστε να επιτρέψουν την καταβολή των τόκων και του χρεολυσίου.
Το αποτέλεσμα δηλαδή θα είναι πως, σε μία υπερχρεωμένη οικονομία, τα δανεικά αυτά θα οδηγήσουν είτε στη χρεοκοπία, (επιχειρήσεων, τραπεζών και κράτους), είτε στην διαγραφή τους (δηλαδή στην, εκ των υστέρων, νομισματοποίηση του χρέους), είτε -το πιθανότερο- και στα δύο μαζί, με την λάθος σειρά όμως, δηλαδή πρώτα στην χρεοκοπία και μετά στην αναπόφευκτη πλέον, διαγραφή-νομισματοποίηση.
Όταν θα ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία θα έχουν ήδη, υπάρξει πολύ μεγάλη οικονομική και κοινωνική δυσπραγία, πάρα πολλές χαμένες θέσεις εργασίας, πάρα πολλές πτωχευμένες και κατεστραμμένες επιχειρήσεις, ενώ πολύ μεγάλο ποσοστό του δυνητικού προϊόντος και του παραγωγικού δυναμικού της ευρωζωνικής οικονομίας θα έχουν εξαφανιστεί δια παντός.
Μη-επιστρεπτέες παροχές μέσω της ΕΚΤ
IV. Η μόνη λύση για την αποφυγή της καταστροφής και για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης, ιδιόμορφης, κρίσης που δημιουργεί η πανδημία στις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου της ευρωζώνης, που δεν έχουν "δημοσιονομικό περιθώριο”, είναι η ενίσχυσή τους με χορηγίες (grants), δηλαδή με μη-επιστρεπτέες παροχές μέσω της δημιουργίας νέας νομισματικής κυκλοφορίας από τον μόνο οργανισμό που έχει την δυνατότητα να το κάνει, δηλαδή την ΕΚΤ.
Αυτό, -η "καθαρή” νομισματοποίηση της απαιτούμενης ρευστότητας- πέραν του ότι είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπισθεί και να παρακαμφθεί το πρόβλημα που δημιουργείται από την επισώρευση επιπλέον χρέους σε εξ αντικειμένου αφερέγγυους δανειολήπτες, παραδόξως μπορεί να είναι και μία πολιτικά περισσότερο εφικτή λύση, διότι δεν συνεπάγεται πως το βάρος της βοήθειας των χωρών του Νότου θα το επωμιστούν οι φορολογούμενοι της Βόρειας Ευρώπης, όπως θα συνέβαινε με τα "κορωνοομόλογα”.
Την συγκεκριμένη λύση, δηλαδή την "καθαρή” νομισματοποίηση των αναγκών ρευστότητας της ιδιωτικής οικονομίας της ευρωζώνης που δημιουργεί η κρίση, την έχουν προτείνει ήδη σημαντικοί οικονομολόγοι όπως ο Paul De Grauwe, ο Willem Buiter, ο Jordi Gali και άλλοι. (Μεταξύ των πολλών και οι υπογράφοντες, εδώ και εδώ).
Με έναν έμμεσο τρόπο, όμως, ο οποίος μαρτυρά βεβαίως και το πόσο αναπόφευκτη μακροχρονίως είναι η λύση της νομισματοποίησης των απαραίτητων σήμερα παροχών ρευστότητας στην οικονομία, το ίδιο έχει προτείνει και ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi, αναφερόμενος στην ανάγκη να διαγραφούν χρέη ώστε να μπορέσει η ευρωπαϊκή οικονομία να αντιμετωπίσει την κρίση. Αυτό, δηλαδή η αναφορά στην αδήριτη ανάγκη διαγραφής χρεών, είναι και το κρίσιμο σημείο που δείχνει εύγλωττα ότι η "καθαρή” νομισματοποίηση, αντί της δημιουργίας νέου χρέους είναι όχι μόνο αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη. Διότι, η διαγραφή παλαιών χρεών δεν είναι παρά το συζυγές, της "καθαρής” νομισματοποίησης. Είναι η ίδια διαδικασία με αντίθετη φορά στον χρόνο.
Εκ των προτέρων, προληπτικά, προγραμματισμένα
V. Η "καθαρή” νομισματοποίηση (ενός μέρους) της παροχής ρευστότητας που θα διατεθεί στην διάρκεια της κρίσης του Covid 19, εκτός από αναγκαία είναι και αναπόφευκτη για τον εξής απλό λόγο: αν δεν γίνει εκ των προτέρων ως συνειδητή και εμπρόθετη πράξη οικονομικής πολιτικής, θα γίνει στην συνέχεια, στο εγγύς μέλλον κατά πάσα πιθανότητα, ως αποτέλεσμα χρεοκοπίας και αδυναμίας αποπληρωμής εκ μέρους των χρεωστών (με πολύ πιο δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα, όμως, στο ενδιάμεσο).
Εφ’ όσον οι οικονομίες του Νότου, (λόγω συνδυασμού αναγκαστικής παραγωγικής αργίας και υπερχρέωσης), δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν το χρέος με το οποίο θα επιβαρυνθούν, λόγω των πολιτικών που εφαρμόζουν σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, θα μεταφέρουν το πρόβλημα αλλού: εκείνοι οι οποίοι θα υποστούν τις συνέπειες της οιονεί στάσης πληρωμών και της αφερεγγυότητας του Νότου, θα είναι αυτοί που θα διακρατούν το χρέος του, δηλαδή, κατά κύριο λόγο, οι χώρες του Βορρά αλλά και η ΕΚΤ, η οποία με το πρόγραμμα της "ποσοτικής χαλάρωσης” έχει σωρεύσει στο χαρτοφυλάκιό της το ένα τρίτο περίπου του χρέους της ευρωζώνης, ενώ με την πολιτική που εφαρμόζει σήμερα θα συγκεντρώσει πολύ περισσότερο ακόμη.
Αυτό, όμως, (δηλαδή η αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους από τις χώρες του Νότου), όσον αφορά τουλάχιστον την ΕΚΤ, θα σημαίνει το εξής: ότι ενώ, ήδη, θα έχει προσφέρει τεράστια ποσά ρευστότητας, μέσω της αγοράς των ομολόγων, στον Νότο, (και μάλιστα με δημιουργία νέας νομισματικής κυκλοφορίας), τα ομόλογα αυτά δεν θα εξοφληθούν ποτέ. Το όλο εγχείρημα της "υποστήριξης” των οικονομιών θα έχει ναυαγήσει, αφού οι επιχειρήσεις και τα κράτη θα έχουν χρεοκοπήσει, ενώ η ίδια η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να διαγράψει από τον ισολογισμό της τα σχετικά στοιχεία ενεργητικού, (δηλαδή θα εγγράψει "ζημίες” έστω και λογιστικές), και τελικά θα έχει κάνει μία τεράστια τρύπα στο νερό!
Και όχι μόνο αυτό. Όταν τα ομόλογα του χρέους που τόσο σχολαστικά συσσωρεύονται θα έχουν γίνει παλιόχαρτα χωρίς αξία, η ΕΚΤ αργά ή γρήγορα θα αναλάβει στο παθητικό της, εκτός από όλες τις επισφάλειες που δημιουργήθηκαν στην οικονομία της ευρωζώνης κατά την διάρκεια της πανδημίας, και επιπλέον ζημίες, διότι οι χρεοκοπίες είναι σωρευτικές. Ενώ, εάν είχε προχωρήσει στην νομισματοποίηση εκ των προτέρων, επιθετικά, προγραμματισμένα και προληπτικά, με παροχή μη-επιστρεπτέων επιχορηγήσεων, η ελληνική, η ιταλική, η ισπανική και η πορτογαλική οικονομία θα είχαν αποφύγει ένα πολύ μεγάλο μέρος από τις απώλειες που θα υποστούν και τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν από την λανθασμένη επιλογή πολιτικής εκ μέρους των ευρωπαϊκών οργάνων που τις επιβαρύνει σήμερα με νέο χρέος.
Η ελληνική κυβέρνηση, κεφαλαιοποιώντας το κύρος που της έχει προσδώσει η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία χειρίζεται την πανδημία του Covid 19, θα πρέπει να εξηγήσει τα ανωτέρω στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να αναζητήσει τις κατάλληλες συμμαχίες για να προωθήσει μία οικονομική πολιτική για την κρίση πιο αποτελεσματική από την υποστήριξη του αδιέξοδου αιτήματος εκδόσεως "κορωνοομολόγων”.
* Οι κ. Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου είναι Οικονομολόγοι