Ισχυρή ανταγωνιστικότητα σημαίνει
καλύτερη απασχόληση και καλύτερους
μισθούς, Εpsilon7, σελ. 1407-1408, Νοέμβριος 2018.
Οι κοινωνίες ευημερούν όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονται με την αναβάθμιση των προϊόντων και των υπηρεσιών που αυτές παράγουν και εξάγουν. Ειδικότερα, τα προϊόντα εξελίσσονται και «επιβιώνουν» στην αγορά, στην οικονομία, στην κοινωνία, όταν είναι και παραμένουν ανταγωνιστικά. Η τεχνολογία, το κεφάλαιο, οι θεσμοί και οι δεξιότητες που απαιτούνται για την παραγωγή νεότερων προϊόντων πρέπει να προσαρμόζονται. Αυτή είναι η σημασία της ανταγωνιστικότητας.
Αν δεν ασχολείσαι ως κοινωνία, ως οικονομία, με την παραγωγή σου και την ανταγωνιστικότητά της κινδυνεύεις από κοινωνική υποβάθμιση, περιθωριοποίηση, έως και χρεοκοπίες. Κατ’ ουσίαν η Ελλάδα μπήκε στην κρίση του 2008-2018 και σε κατάσταση χρεοκοπίας την περίοδο 2010-2018 γιατί δεν αντιμετώπισε με σοβαρότητα το θέμα της παραγωγής της, της παραγωγικότητας της, και της ανταγωνιστικότητας της. Άφησε να αναπτύσσεται στην διάρκεια της συμμετοχής της στο ευρώ, τουλάχιστον αυτήν την περίοδο αλλά και την προηγούμενη, ένα κενό παραγωγής και ένα κενό ανταγωνιστικότητας. Διατηρούσε ένα επίπεδο δανεικής ευημερίας, καταστρέφοντας την παραγωγική της βάση, φορτώνοντας χρέος τις επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Θεωρητικά, η Ελλάδα θα έπρεπε είτε συμμετέχοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην διεθνή οικονομία, είτε, ακόμη περισσότερο, εισερχόμενη στην ζώνη του ευρώ, να είχε ως στρατηγική προτεραιότητα την ανάγκη της διατήρησης της ανταγωνιστικής παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας και της πραγματικής σύγκλισης. Με απλά λόγια, εισερχόμενοι στην ευρωζώνη θα οφείλαμε, κυβερνήσεις και κοινωνικοί εταίροι, να παρακολουθούμε το κόστος της εγχώριας παραγωγής και να το ρυθμίζουμε, συμπεριλαμβανομένου του κόστους εργασίας, ώστε να μην μεταβάλλεται συγκριτικά υψηλότερα, από την μεταβολή του έναντι των άλλων κρατών-μελών, και των ανταγωνιστών στην διεθνή οικονομία.
Και επειδή η αμοιβή της εργασίας στην Ελλάδα ήταν συγκριτικά χαμηλή, οφείλαμε για να μπορέσουμε να αυξάνουμε τις αμοιβές της εργασίας με διατηρήσιμο τρόπο, να αυξάνουμε την χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας, αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των τομέων της οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Η προτεραιότητα στην ανταγωνιστικότητα για καλύτερη απασχόληση και μισθούς δεν ήταν κάτι το εξαιρετικά πρωτότυπο. Το γιατί και το πώς θα συνέβαινε αυτό είναι μία συζήτηση η οποία ούτε άρχισε, ούτε και διεξήχθη, στην Ελλάδα, ενώ ήταν και παρέμεινε κεντρική στον κοινωνικό διάλογο και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των περισσοτέρων κρατών-μελών της ΕΕ και της Ευρωζώνης, στην πορεία τους προς την ΟΝΕ και ήδη από τα πρώτα στάδια αυτής.
Αυτήν την συζήτηση, αλλά κυρίως αυτήν την πολιτική, στην Ελλάδα πρέπει να την υιοθετήσουμε έστω τώρα με καθυστέρηση δύο δεκαετιών. Και να την συνδέσουμε με τον αναγκαίο παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Ανάπτυξη είναι το τι παράγεις και το τι εξάγεις. Και το τι μισθούς μπορείς να πληρώνεις εξαρτάται από αυτό. Επιπλέον ο συνδυασμός των προϊόντων που παράγει μια χώρα σε μεγάλο βαθμό επηρεάζει το μεταγενέστερο πρότυπο παραγωγικής διαφοροποίησης και οικονομικής ανάπτυξης. Και, εν τέλει, επηρεάζει και τις μισθολογικές δυνατότητες κάθε επιχείρησης, κάθε κλάδου, κάθε περιφέρειας, κάθε οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η συζήτηση για την σχέση μισθών και ανταγωνιστικότητας. Και το τρίπτυχο μισθοί, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Η άσκηση της πολιτικής μισθών, και το πλαίσιο διαμόρφωσης αυτών, στα χρόνια πριν την εκδήλωση της κρίσης και ιδιαίτερα την περίοδο 2000-2009, συνέβαλε ουσιαστικά στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Επιπλέον, λειτούργησε προστατευτικά και ενισχυτικά προς το μέρος της οικονομίας, το οποίο δεν εκτίθεται στο διεθνή ανταγωνισμό και δεν παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, φέρνοντας τους κλάδους που προσπαθούσαν να παραμείνουν διεθνώς ανταγωνιστικοί σε συγκριτικά δυσμενή θέση, εκθέτοντας τους σε πληθωρισμό υψηλότερο αυτού της ζώνης του ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν μια προσωρινή βελτίωση αποδοχών και του βιοτικού επιπέδου, που όμως για τους περισσότερους δεν ήταν διατηρήσιμη και η οποία κατέρρευσε με την εκδήλωση της κρίσης την περίοδο 2008-2013.
Η αύξηση των μισθών ανεξαρτήτως παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας ήταν ένα σύμπτωμα του προβλήματος. Το πρόβλημα ήταν ότι η χώρα επιχείρησε να θεσμοθετήσει αποδοχές ανεπτυγμένης χώρας, χωρίς όμως να προσφέρει το πλαίσιο λειτουργίας αγορών, τη θεσμική ωριμότητα και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και του τομέα «διεθνώς εμπορεύσιμων» που προσφέρουν οι ανεπτυγμένες χώρες. Είχε σε προτεραιότητα τον «προστατευμένο» τομέα της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού δημοσίου, και όχι τον παραγωγικό και ανταγωνιστικό τομέα της ελληνικής οικονομίας.
Η κρίση κατέδειξε με τον πλέον επώδυνο τρόπο πως εάν οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν παράγοντες, όπως η παραγωγικότητα, το μη μισθολογικό κόστος, η ικανότητα μετασχηματισμού της παραγωγής, το ρυθμιστικό και διοικητικό περιβάλλον, το κόστος χρηματοδότησης, η μακροοικονομική αβεβαιότητα και η λειτουργία «του κράτους δικαίου», τότε η εσωτερική και διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας χειροτερεύει, αποθαρρύνεται η οικονομική ανάπτυξη και οδηγούμαστε σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, απώλεια θέσεων εργασίας και μείωση εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά.
Το μάθημα της κρίσης και το μάθημα της χρεοκοπίας προς όλους πρέπει να είναι σαφές:
Μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, να βγούμε από την κρίση, μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή, διατηρώντας τις δομικές αδυναμίες του παρελθόντος, θα συρρικνώσει εκ νέου ό,τι έχει απομείνει στη χώρα ως παραγωγική βάση, ως ανταγωνιστικός και βιώσιμος τομέας «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών.
Αντίθετα, μια προσπάθεια να διορθώσουμε τις αδυναμίες του παρελθόντος τελικά θα οδηγήσει σε μόνιμη και βιώσιμη ενίσχυση της απασχόλησης καθώς και των αποδοχών. Καθώς θα πρέπει να προσπαθούμε συστηματικά να διορθώσουμε τις διαρθρωτικές και θεσμικές αδυναμίες που ακόμα επιμένουν, οι αποφάσεις για αύξηση των μισθών πρέπει να συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας στους κλάδους των «διεθνώς εμπορεύσιμων» αγαθών και υπηρεσιών, και με την διατήρηση της ανταγωνιστικότητας τους.
Η αύξηση της παραγωγικότητας και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας είναι προϋπόθεση για την παράλληλη αύξηση των μισθών και ο μόνος τρόπος ώστε να διανεμηθεί στη κοινωνία το «μέρισμα της παραγωγικότητας» χωρίς να υπονομευτεί η εγχώρια παραγωγή και η ανάπτυξη.
Η Ελλάδα είναι μια μικρή οικονομία, ανοιχτή ως προς την κίνηση αγαθών λόγω Ενιαίας Αγοράς, με αδύναμη ένταξη σε διεθνείς αλυσίδες αξίες και σημαντική συμβολή στην απασχόληση και το ΑΕΠ των διεθνώς μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. Είναι επίσης μέλος της ζώνης του ευρώ, αλλά με περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και ουσιαστικά αποκλεισμό από την Ενιαία Αγορά για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, ενώ και το υψηλό δημόσιο χρέος δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς στην άσκηση πολιτικής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η χώρα μας επιδιώκει να μετασχηματισθεί σε μια παραγωγική, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο καθορισμός και οι αναπροσαρμογές των μισθών επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία και τις επιδόσεις της, τόσο διεθνώς όσο και εσωτερικά.
Στην εποχή μας, σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ άλλοτε στην ιστορία, η μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα, και συνεπώς οι μισθοί που μπορεί να καταβάλλονται χωρίς να υπονομεύεται η διεθνής ανταγωνιστικότητα, εξαρτώνται από την παραγωγικότητα του επενδυμένου κεφαλαίου, τις τεχνολογικές μεταβολές και γνώσεις που ενσωματώνονται στο κεφάλαιο και, τελικά, το συνεχή μετασχηματισμό της πλευράς προσφοράς μιας οικονομίας. Εξαρτώνται, επίσης, από το διαφορικό κόστος που δημιουργεί, ή δε δημιουργεί φυσικά όταν δεν τίθεται τέτοιο θέμα, η φορολογία, η μακροοικονομική αβεβαιότητα, η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση με διεθνώς ανταγωνιστικούς όρους, το κόστος αδυναμιών του «κράτους δικαίου», τα άμεσα κόστη και τα κόστη αβεβαιότητας που προκύπτουν από διοικητικές διαδικασίες και ρυθμίσεις.
Σημασία έχει συνεπώς όχι μόνο το απόλυτο ύψος των μισθών και του γενικότερου κόστους της εργασίας, αλλά η ισορροπία τους με τη μη μισθολογική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η οποία τελικά καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, ορισμένοι εκ των οποίων αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Εάν οι αυξήσεις των μισθών και γενικότερα του κόστους εργασίας δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν αυτοί οι παράγοντες, αργά ή γρήγορα ενισχύουν τον πληθωρισμό, χειροτερεύουν την εσωτερική και διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας, οδηγούν σε αποδυνάμωση των εξαγωγών και της ικανότητας υποκατάστασης εισαγωγών, αποθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη και οδηγούν σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θέσεων εργασίας και εισοδημάτων για όλο και περισσότερα νοικοκυριά.
Η συζήτηση για το ποιοι δείκτες πρέπει να επιλέγονται για να αξιολογείται η σχέση μισθών και ανταγωνιστικότητας (μοναδιαίο κόστος εργασίας, πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία κλπ.) είναι μια τεχνική συζήτηση, η οποία πρέπει και αυτή να γίνει. Υπάρχει διαθέσιμη γι΄ αυτό η Ειδική Έκθεση του ΣΕΒ «Μισθοί, Παραγωγικότητα, Ανταγωνιστικότητα», Τεύχος 14, 30 Οκτωβρίου 2017, στην σειρά Ειδικών Εκθέσεων «Το Μέλλον της Εργασίας».