Δημήτρης Ιωάννου,
Athens Voice, Απόψεις, 20 Νοεμβρίου 2017
Ας υποθέσουμε ότι στις περασμένες αυτοδιοικητικές εκλογές είχε εκλεγεί ένας απίστευτα ικανός, ειλικρινής, αποφασισμένος αλλά και αποτελεσματικός τύπος ως περιφερειάρχης Αττικής. Ο οποίος, αντιλαμβανόμενος πολύ καλά τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα πλημμυρικά φαινόμενα σε περιοχές όπου έχουν αποφραγεί ρέματα και χείμαρροι και επάνω τους έχουν χτιστεί διαφόρων ειδών κτίρια, είχε επιλέξει την περιοχή της Μάντρας για να ξεκινήσει την αποκατάσταση των πολεοδομικών σφαλμάτων (δηλαδή εγκλημάτων), που έλαβαν χώρα στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών.
Αφού υποθέσουμε, επίσης, ότι ο συγκεκριμένος περιφερειάρχης είχε καταφέρει να υπερβεί το, (ανυπέρβλητο στην πραγματικότητα), εμπόδιο που προκύπτει από το απλό γεγονός ότι τα σπίτια που έχουν οικοδομηθεί στις περιοχές των μπαζωμένων ρεμάτων είναι νόμιμα από πολεοδομικής απόψεως, ας φανταστούμε τι θα είχε γίνει στη συνέχεια. Όταν, αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος, καθώς επίσης και για τους φτωχούς οικογενειάρχες που θα ξάπλωναν μπροστά στις μπουλντόζες, αδιαφορώντας για τις κατάρες των γυναικών που θα ολοφύρονταν, αδιαφορώντας για τα νταηλίκια των τοπικών βουλευτών που θα είχαν προστρέξει για συμπαράσταση στους αναξιοπαθούντες ψηφοφόρους τους και αδιαφορώντας, επίσης, για τον σπαραγμό των τηλεσχολιαστών, ο περιφερειάρχης μας θα είχε προχωρήσει σε αυτό που έπρεπε να έχει γίνει. Θα είχε δηλαδή κατεδαφίσει όλα τα κτίσματα που βρίσκονταν μέσα στα μπαζωμένα ρέματα, είτε για κατοικίες φτωχών ανθρώπων επρόκειτο, είτε για αποθήκες, είτε για αμαξοστάσια του Δήμου, είτε για Μέγαρα Τεχνών και Γραμμάτων της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Και θα είχε, μετά, προχωρήσει στην εκ νέου διάνοιξη των ρεμάτων επιστρέφοντας τα στην μορφή που τους είχε δώσει η μητέρα φύση στην παρούσα, τουλάχιστον, γεωλογική περίοδο της Γης. (Ακόμα καλύτερα δε, ίσως να είχε προχωρήσει και στις κατάλληλες τροποποιήσεις με τον εγκιβωτισμό των ρεμάτων έτσι ώστε να μειώνεται ακόμα περισσότερο η πιθανότητα ατυχημάτων λόγω πλημμυρικών φαινομένων).
Το ένα ερώτημα είναι: πώς θα αντιμετωπιζόταν ο περιφερειάρχης αυτός μέχρι τις αρχές του φετινού Νοεμβρίου, δηλαδή πριν από τις πλημμύρες; Η απάντηση, μετά πάσης βεβαιότητος, είναι πως θα αποτελούσε αντικείμενο μίσους των φιλολαϊκών διαδικτυακών σχολιαστών, περίγελο των έστω και λίγων επιθεωρήσεων που παίζονται πλέον τα καλοκαίρια και στόχο αμείλικτης κριτικής εκ μέρους των τηλεσχολιαστών που συμπάσχουν με, και σπαράζουν για, τα δεινά της φτωχολογιάς. Η πολιτική σταδιοδρομία του θα είχε μηδενικές προοπτικές: στα μάτια όλων δεν θα ήταν παρά ένα ανάλγητο άτομο που θα είχε καταστρέψει τη ζωή χιλιάδων φτωχών ανθρώπων, το βιός ολόκληρης της ζωής τους-ενδεχομένως κινούμενος από σκοτεινά κίνητρα.
Ας φανταστούμε, όμως, επιπλέον τι θα είχε γίνει εάν μετά από το πρόσφατο περιστατικό ισχυρότατης βροχόπτωσης στο όρος Πατέρα είχαν υπάρξει σοβαρές επιπτώσεις στην πόλη της Μάντρας, στον οικισμό της Νέας Περάμου αλλά και σε μεγάλο τμήμα της παλιάς εθνικής οδού Ελευσίνας-Θηβών. Ας πούμε δηλαδή ότι ως αποτέλεσμα αυτού του σπάνιου καιρικού φαινομένου είχαν υπάρξει δύο νεκροί που παρασύρθηκαν από τη δύναμη του νερού στην εθνική οδό Ελευσίνας- Θηβών ενώ και στην πόλη της Μάντρας τα προβλήματα ήταν εξ ίσου σοβαρά: επειδή τα νεοαποφραχθέντα ρέματα δεν θα είχαν τη δυνατότητα να συγκρατήσουν όλο το νερό που κατέβηκε από το βουνό θα είχαν υπερχειλίσει, με αποτέλεσμα να πνιγεί ένα ακόμη άτομο μέσα στο σπίτι του, να έχουν πλημμυρίσει 50 τουλάχιστον σπίτια και καταστήματα ενώ, επίσης, πενήντα αυτοκίνητα θα είχαν παρασυρθεί από το ρεύμα και θα είχαν καταστραφεί.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να φανταστούμε πώς θα αντιμετώπιζαν, πλέον, η κοινή γνώμη αλλά και οι ίδιοι οι πληγέντες, τον υπερδραστήριο και αποφασισμένο περιφερειάρχη. Πιστεύει, άραγε, κανείς ότι θα υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος ο οποίος θα έβγαινε να δηλώσει δημοσίως κάτι περίπου όπως αυτό: “Ευτυχώς που ο περιφερειάρχης έκανε τα έργα και δεν αποθαρρύνθηκε από τις αντιδράσεις διότι αν δεν τα είχε κάνει η καταστροφή θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Θα είχαμε τουλάχιστον 20 νεκρούς, ενώ όλη η πόλη της Μάντρας θα είχε καταστραφεί και δεν θα ήταν πλέον κατοικήσιμη. Επιπλέον δεν θα έχει μείνει ούτε ένα αυτοκίνητο που να μην έχει γίνει παλιοσίδερα”! Θα εμφανιζόταν άραγε έστω και ένας που θα έβγαινε να πει κάτι τέτοιο; Όλοι καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να είχε συμβεί αυτό. Εκείνο που θα είχε συμβεί είναι ότι η κατακραυγή θα ήταν τόσο μεγάλη εναντίον του περιφερειάρχη ο οποίος “με έργα βιτρίνας κινούμενος από ταπεινά κίνητρα είχε καταστρέψει τον οικιστικό ιστό της περιοχής με αποτέλεσμα αδιανόητες καταστροφές και ανθρώπινο πόνο” ώστε αυτός δεν θα είχε, πλέον, τόπο να σταθεί. Το πιθανότερο είναι πως οι εισαγγελικές αρχές αυτεπάγγελτα θα είχαν κινήσει διαδικασία δίωξης εις βάρος του. Το κόμμα του θα τον είχε διαγράψει και οι σύμβουλοί του θα ζητούσαν την παραίτησή του αποσύροντας την υποστήριξή του από αυτόν. Μπορεί, δε, να είχε φάει και καμμία σφαίρα από καμμία “επαναστατική οργάνωση”, ως εχθρός του λαού.
Στην πραγματικότητα η τραγωδία της Μάντρας είναι μία επανάληψη της τραγωδίας της Ελλάδας τα τελευταία 40 χρόνια. Εάν, για παράδειγμα, τα χρόνια πριν από την κρίση, μία κυβέρνηση είχε εφαρμόσει μία λελογισμένη πολιτική δημοσιονομικής προσαρμογής, η χώρα θα είχε αποφύγει την καταστροφή μέσα στην οποία ζει σήμερα. Ποια όμως θα ήταν η τύχη της κυβέρνησης εκείνης και των μεμονωμένων μελών της; Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως όλοι αυτοί πολιτικά θα είχαν τελειώσει, άπαξ και δια παντός. Κανείς ποτέ, εκτός ίσως από τους ίδιους στα απομνημονεύματά τους, και κανέναν περίεργο περιθωριακό σχολιαστή, δεν θα είχε το θάρρος να πει ότι χάρις στην πολιτική της συγκεκριμένης κυβέρνησης αποφύγαμε μία τεράστια καταστροφή και μία διαρκή χρεοκοπία η οποία θα μας απασχολούσε και θα μας βασάνιζε επί δεκαετίες. Αντιθέτως, όλοι θα αναφέρονταν σε αυτήν ως ένα παράδειγμα ακραία αντιλαϊκής και ανάλγητης κυβέρνησης, η οποία, εξυπηρετώντας προφανώς ξένα συμφέροντα, ποδοπάτησε τις ανάγκες του λαού και εφάρμοσε μία βάρβαρη πολιτική λιτότητας, οδηγώντας την χώρα σε μία περίοδο βασάνων και δοκιμασιών. (Που θα αποδεικνυόταν, ας πούμε, από το ότι ο βασικός μισθός θα είχε μείνει στάσιμος για πολύ καιρό στα 650 ευρώ, ενώ η ανεργία, για μία μεγάλη περίοδο, δεν θα είχε κατέβει κάτω από το 7%).
Δυστυχώς σε μία κοινωνία με την συλλογική νοημοσύνη της ελληνικής, οι πολιτικοί της ηγέτες πάντοτε προσαρμόζονται στις επιταγές της πραγματικότητας και υιοθετούν τις συμπεριφορές εκείνες που αυξάνουν τις πιθανότητες της πολιτικής τους επιβίωσης. Ο κανόνας που ορίζει τις συμπεριφορές αυτές είναι ο εξής: “Εάν δεν θέλεις να αυτοκτονήσεις πολιτικά μην κάνεις ποτέ κάτι που θα δυσαρεστήσει τους ψηφοφόρους σου σήμερα, γιατί η κοινή γνώμη δεν ενδιαφέρεται για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις των πράξεών σου και ούτε μπορεί να αντιληφθεί τους κανόνες με τους οποίους λειτουργεί ο κόσμος μέσα στον οποίο ζει. Αν, πάντως, παρ’ ελπίδαν, είσαι τόσο άτυχος ώστε το πρόβλημα που αφήνεις να διογκώνεται ανενόχλητο εκραγεί, στην διάρκεια της δικής σου θητείας, σαν βόμβα στα χέρια των υπηκόων σου και τους αιματοκυλίσει, έχεις ακόμα μία μικρή ελπίδα πολιτικής επιβίωσης: προσπάθησε να ρίξεις το βάρος της ευθύνης στις συνωμοσίες των ξένων. (Ή στην κλιματική αλλαγή)”.