Η επανεκκίνηση γίνεται από τη μηχανή!
Εφημερίδα "Κεφάλαιο", Αφιέρωμα Capital & Vision, σελ. 4/20, Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017, και Capital.gr, 24 Οκτωβρίου 2017.
Η Ελλάδα διανύει τον 10ο χρόνο της κατάρρευσης που άρχισε τέλη του 2008, με ταυτόχρονη έναρξη κατάρρευσης του ΑΕΠ και ραγδαίας ανόδου της ανεργίας από το 2ο τρίμηνο του 2008. Και πρέπει κάποτε να απαντήσει έμπρακτα στο ερώτημα πως μπορεί να γίνει η "επανεκκίνηση" της οικονομίας της.
Τα πράγματα είναι απλά. Η "επανεκκίνηση", ως γνωστόν, γίνεται από τη μηχανή. Ποια είναι η μηχανή; Ποιο το άλογο και ποιο το κάρο; Η μηχανή κάθε οικονομίας – και της ελληνικής– είναι ο τομέας παραγωγής "διεθνώς εμπορευσίμων" αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό μοιάζει θεωρητικό; Σύμφωνοι, τότε πάμε αλλιώς.
Είναι α) οι μεταποιητικοί κλάδοι και οι κλάδοι της πληροφορικής και των υπηρεσιών τεχνολογικής αιχμής, και β) των διεθνών μεταφορών (κυρίως η ναυτιλία), ο τουρισμός, τα ορυχεία, η ανταγωνιστική γεωργία. Οι πρώτοι ορίζουν το επίπεδο της ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής. Οι δεύτεροι κινούνται με τον κύκλο της παγκόσμιας οικονομίας και την τάση της. Οι συνέργειες μεταξύ τους μπορούν να πολλαπλασιάσουν την αναπτυξιακή δυναμική.
Η "επανεκκίνηση" της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με το να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα σε αυτόν τον τομέα, σε αυτούς τους κλάδους. Αυτή η "μηχανή" είχε συρρικνωθεί την περίοδο της υποτιθέμενης ανάπτυξης (2000-2008), όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των ακαθάριστων επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας ήταν 4,2% και στην μεταποίηση μόλις 0,8%.
Αλλά, ευτυχώς, υπάρχει και παράγει και εξάγει με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Παρέχει βιώσιμες θέσεις εργασίας και τις αμείβει συγκριτικά καλύτερα Πρέπει να επεκταθεί ραγδαία. Με μεταφορά πόρων από τον τομέα "διεθνώς μη εμπορευσίμων". Πως;
Πρώτον, με επενδύσεις, κυρίως στη μεταποίηση και στις τεχνολογίες πληροφορικής. Χωρίς ραγδαία τόνωση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας μέσω τέτοιων επενδύσεων, δεν υπάρχει "επανεκκίνηση".
Δεύτερον, με υιοθέτηση της πολιτικής των πρωτογενών πλεονασμάτων στο ύψος των οφειλόμενων τόκων (3,5% του νυν ΑΕΠ) και ταυτόχρονη διόρθωση της υπερφορολόγησης της παραγωγής και της παραγωγικής εργασίας.
Τρίτον, με ριζική αντιμετώπιση/ρευστοποίηση των "κόκκινων δανείων" ώστε να υπάρξει τραπεζική πίστη για τον παραγωγικό τομέα.
Το στάσιμο ΑΕΠ των δύο τελευταίων ετών περιλαμβάνει μια θετική συνιστώσα από τη μεταποιητική παραγωγή και τις εξαγωγές της και από τον τουρισμό. Χωρίς τη συμβολή τους το ΑΕΠ θα είχε υποχωρήσει προς τα 170 δισ. ευρώ.
Άλλως η στασιμότητα είναι απατηλή – τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, είναι πολύ χειρότερα. Με το 90% του ΑΕΠ αφιερωμένο στην κατανάλωση, τις εισαγωγές ευκολότερες από την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές, και το μερίδιο των επενδύσεων καθηλωμένο σε επίπεδα συνεχούς αποεπένδυσης, οι Έλληνες "ροκανίζουν" τις επόμενες δεκαετίες τους.
Με το πρωτογενές πλεόνασμα και την ισορροπία στο ισοζύγιο, η ελληνική οικονομία προσαρμόστηκε. Το αν αυτή η προσαρμογή είναι βιώσιμη, παραμένει ζητούμενο. Ήδη χάθηκε μια δεκαετία και η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ποια είναι η μηχανή και την ανάγκη της "επανεκκίνησης". Ας μην χάσει και την επόμενη.
Η "επανεκκίνηση" της ελληνικής οικονομίας συνδέεται με το να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα σε αυτόν τον τομέα, σε αυτούς τους κλάδους. Αυτή η "μηχανή" είχε συρρικνωθεί την περίοδο της υποτιθέμενης ανάπτυξης (2000-2008), όταν ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των ακαθάριστων επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας ήταν 4,2% και στην μεταποίηση μόλις 0,8%.
Αλλά, ευτυχώς, υπάρχει και παράγει και εξάγει με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Παρέχει βιώσιμες θέσεις εργασίας και τις αμείβει συγκριτικά καλύτερα Πρέπει να επεκταθεί ραγδαία. Με μεταφορά πόρων από τον τομέα "διεθνώς μη εμπορευσίμων". Πως;
Πρώτον, με επενδύσεις, κυρίως στη μεταποίηση και στις τεχνολογίες πληροφορικής. Χωρίς ραγδαία τόνωση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας μέσω τέτοιων επενδύσεων, δεν υπάρχει "επανεκκίνηση".
Δεύτερον, με υιοθέτηση της πολιτικής των πρωτογενών πλεονασμάτων στο ύψος των οφειλόμενων τόκων (3,5% του νυν ΑΕΠ) και ταυτόχρονη διόρθωση της υπερφορολόγησης της παραγωγής και της παραγωγικής εργασίας.
Τρίτον, με ριζική αντιμετώπιση/ρευστοποίηση των "κόκκινων δανείων" ώστε να υπάρξει τραπεζική πίστη για τον παραγωγικό τομέα.
Το στάσιμο ΑΕΠ των δύο τελευταίων ετών περιλαμβάνει μια θετική συνιστώσα από τη μεταποιητική παραγωγή και τις εξαγωγές της και από τον τουρισμό. Χωρίς τη συμβολή τους το ΑΕΠ θα είχε υποχωρήσει προς τα 170 δισ. ευρώ.
Άλλως η στασιμότητα είναι απατηλή – τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται, είναι πολύ χειρότερα. Με το 90% του ΑΕΠ αφιερωμένο στην κατανάλωση, τις εισαγωγές ευκολότερες από την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές, και το μερίδιο των επενδύσεων καθηλωμένο σε επίπεδα συνεχούς αποεπένδυσης, οι Έλληνες "ροκανίζουν" τις επόμενες δεκαετίες τους.
Με το πρωτογενές πλεόνασμα και την ισορροπία στο ισοζύγιο, η ελληνική οικονομία προσαρμόστηκε. Το αν αυτή η προσαρμογή είναι βιώσιμη, παραμένει ζητούμενο. Ήδη χάθηκε μια δεκαετία και η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ποια είναι η μηχανή και την ανάγκη της "επανεκκίνησης". Ας μην χάσει και την επόμενη.