Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Άρθρα: Μία ασύμφορη διευθέτηση

7 Οκτωβρίου 2015 Μία ασύμφορη διευθέτηση 

Με Άποψη - Capital.gr   7/10/2015  (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου)



Η αναπληρώτρια Υπουργός Εργασίας κυρία Ράνια Αντωνοπούλου, σε ένα άρθρο της στο Capital, ("Για να μην την ξαναπατήσουν αυθαιρετώντας-Μία απάντηση σε Ξαφά-Αβραντίνη"), αναφερόμενη στο γεγονός της μείωσης της εθνικής υποχρεώσεως για ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα κατά την προσεχή τριετία, σημειώνει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
"…ναι μεν αυξάνονται οι δανειακές ανάγκες της χώρας, αλλά από την άλλη πλευρά αποτρέπεται η επιβολή δημοσιονομικών μέτρων η οποία θα οδηγούσε σε περαιτέρω ύφεση και φτωχοποίηση στην ελληνική κοινωνία. Αν δηλαδή επιβάλλονταν δημοσιονομικά μέτρα ύψους 19 δισ. με πολλαπλασιαστή 1,5, θα είχαμε μείωση του ΑΕΠ κατά 28,5 δισ. ή περίπου 4% ετησίως".
 
 
Θεωρούμε το ανωτέρω απόσπασμα ως απολύτως αντιπροσωπευτικό μίας παντελώς λανθασμένης αντίληψης για την οικονομική πολιτική, αντίληψης η οποία κυριάρχησε στην προηγούμενη δεκαπενταετία, οδηγώντας την ελληνική οικονομία στην πτώχευση, και αντίληψης η οποία συνεχίζει να κυριαρχεί ακόμη και σήμερα, αποπροσανατολίζοντας τις προσπάθειες για την εύρεση ατραπών εξόδου από την κρίση.


Όπως μπορεί, κατ’ αρχήν, εύκολα κανείς να αντιληφθεί, η πιο πάνω περιγραφή των επιπτώσεων της δημοσιονομικής χαλάρωσης είναι ημιτελής, και γι’ αυτό παραπειστική. Περιγράφει τα υποτιθέμενα βραχυχρόνια οφέλη για την ελληνική οικονομία, αποφεύγοντας όμως, να αναφερθεί στις μεταγενέστερες επιπτώσεις, που αφορούν την εξυπηρέτηση και αποπληρωμή της δανειακής επιβάρυνσης κατά 19 δισεκατομμύρια ευρώ. Και αυτές δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεθούν. 
 
Εάν οι "τοκογλύφοι"-δανειστές μας, μάς προσφέρουν τα 19 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως το συνηθίζουν, (δηλαδή, όπως το επιβάλλει η τρέχουσα χρεολυτική μας δυστοκία), σε ένα δάνειο διαρκείας 30 ετών με επιτόκιο 1,5%, όταν το δάνειο αυτό, στο τέλος της περιόδου, θα αποπληρωθεί, η χώρα θα έχει επιβαρυνθεί συνολικά με τοκοχρεολύσια 27,5 δισεκατομμυρίων. Επειδή μάλιστα θα πρόκειται για χρήματα τα οποία θα έχουν σταλεί στο εξωτερικό και θα χαθούν για πάντα από το εισοδηματικό κύκλωμα της ελληνικής οικονομίας, υπολογίζοντας τις επιπτώσεις αυτής της διαρροής με τον πολλαπλασιαστή που προτείνει η κυρία Αντωνοπούλου, (1,5), η συνολική απώλεια εισοδήματος για την ελληνική οικονομία στην διάρκεια της περιόδου θα ανέλθει στα 41,5 δισεκατομμύρια. Δηλαδή, προκειμένου να έχουμε το όφελος των 28,5 δισεκατομμυρίων που περιγράφει η κυρία Αντωνοπούλου για τα επόμενα τρία χρόνια, θα υποστούμε στην συνέχεια μία σωρευτική απώλεια εισοδήματος 41,5 δισεκατομμυρίων. Και το ερώτημα που δημιουργείται είναι απλό: συμφέρει μία τέτοια διευθέτηση; 
 
Εκ πρώτης όψεως όχι. Πλην όμως, για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να εξετάσουμε και τις τυχόν δευτερογενείς επιπτώσεις της διευθέτησης. Σε αυτήν την περίπτωση, λοιπόν, για να δώσουμε την απάντησή μας θα πρέπει να θεωρήσουμε το χρέος των 19 δισεκατομμυρίων, ή έστω την σωρευτική σε βάθος τριετίας "διάσωση" ποσού 28,5 δισεκατομμυρίων του ΑΕΠ, ως "επένδυση" της ελληνικής οικονομίας και να υπολογίσουμε εάν η εν λόγω επένδυση θα είναι αποδοτική. Σε έναν παρόμοιο υπολογισμό υπάρχουν δύο περιπτώσεις. 
 
Στην πρώτη, και ιδεώδη, η επένδυση δεν θα είναι ζημιογόνα για το ελληνικό Δημόσιο διότι θα αποβεί αυτοχρηματοδοτούμενη. Δηλαδή, θεωρώντας ότι το 40% του δημιουργούμενου εισοδήματος στην ελληνική οικονομία συλλαμβάνεται ως φόρος από το ελληνικό Δημόσιο, τα 19 δισεκατομμύρια ευρώ εισερχόμενα στο εισοδηματικό κύκλωμα της οικονομίας θα πρέπει να δημιουργήσουν σε βάθος τριακονταετίας νέο εισόδημα 68,75 δισεκατομμυρίων, από το οποίο το 40% (27,5 δισεκατομμύρια) θα αποδοθεί ως φόρος και θα χρησιμεύσει για την αποπληρωμή του δανείου. 
 
Στην δεύτερη, λιγότερο ευνοϊκή αλλά οριακά, ίσως, αποδεκτή περίπτωση, το Δημόσιο δεν θα κάνει πλήρη απόσβεση της δαπάνης αποπληρωμής του χρέους από τα φορολογικά έσοδα αλλά, τουλάχιστον, θα δημιουργηθεί, από τις δευτερογενείς επιπτώσεις αυτής της δαπάνης στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, εισόδημα ίσο ή μεγαλύτερο με τα 41,5 δισεκατομμύρια ευρώ που θα στοιχίσει συνολικά η εξυπηρέτηση/αποπληρωμή της "διευθέτησης" μαζί με τις πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις του 1,5. 
 
Εδώ φυσικά ανακύπτει το ερώτημα εάν κάτι τέτοιο, που θα οδηγήσει και σε καθαρή αύξηση του χρέους περίπου κατά 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, είναι σε τελική ανάλυση θετικό για την ελληνική οικονομία, αλλά εμείς θα θεωρήσουμε ότι είναι θετικό, αποδεχόμενοι πως, παρά το ότι ουσιαστικά δεν θα προσφέρει κάποια πραγματική αύξηση του εισοδήματος, τουλάχιστον θα απασχολήσει πόρους και ανθρώπινο δυναμικό για μία τριακονταετία, αποτρέποντάς τους από το να υποστούν τις δυσμενείς επιδράσεις της "υστέρησης", δηλαδή της χρόνιας υποχρησιμοποίησης ανθρώπινου δυναμικού που οδηγεί στην επαγγελματική απαξίωσή του (και στην κοινωνική δυσπραγία).
 
Αυτές είναι οι δύο περιπτώσεις. Δυστυχώς, όμως, η απλή λογική και η πρόσφατη εμπειρία μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο η, ιδεώδης, πρώτη περίπτωση, δεν είναι εφικτό να συμβεί, αλλά ούτε καν η, οριακά αποδεκτή, δεύτερη. Για να επιτευχθεί μία μακροχρόνια αύξηση του εισοδήματος από μία δαπάνη, πέραν του αρχικού πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος που εξικνείται και εκμηδενίζεται σε χρονικό διάστημα μίας τριετίας, θα πρέπει να υπάρχουν δυο, εναλλακτικά, τινά. 
 
Το πρώτο είναι η δαπάνη να αφορά καθαρή επένδυση σε φυσικό κεφάλαιο (έργα υποδομής ή καθαρά παραγωγικό δυναμικό), το οποίο θα συμβάλει στην μεγέθυνση του ΑΕΠ -και θα επιτρέψει έστω και εμμέσως την απόσβεση του κονδυλίου που δαπανήθηκε για την δημιουργία του- μέσω της πραγματικής ή έμμεσης-τεκμαρτής απόδοσής του. (Για τον λόγο αυτό έχει προταθεί από την Ιταλία και την ομάδα των ευρωσοσιαλιστών ότι οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου για κρατικές δαπάνες που αφορούν επένδυση σε κεφαλαιουχικά αγαθά -έργα υποδομής κλπ- δεν πρέπει να προσμετρώνται στο όριο του δημοσίου ελλείμματος που προβλέπει το "Δημοσιονομικό Σύμφωνο"). Στην συγκεκριμένη περίπτωση που συζητούμε εδώ, εν τούτοις, όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα ποσά κατά τα οποία θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος δεν πρόκειται να κατευθυνθούν σε δημόσιες επενδύσεις αλλά σε καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου. Συνεπώς η πρώτη περίπτωση αποκλείεται.
 
Αυτό μας πηγαίνει στην εξέταση της δεύτερης –υποθετικής- πιθανότητας να είναι οι συγκεκριμένες δαπάνες μακροχρόνια αποδοτικές. Στην πιθανότητα δηλαδή να αυξήσουν το επίπεδο εισοδήματος μακροχρόνια μέσω της λειτουργίας του φαινομένου του επιταχυντή (accelerator). 
 
Πρόκειται για την ροή εισοδήματος που, σύμφωνα με την θεωρία, δημιουργείται από το γεγονός ότι οι επιχειρηματίες διακρίνοντας, στο παρόν, και προβλέποντας, στο κοντινό μέλλον, μία αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης του κοινού, σπεύδουν και αυτοί να αυξήσουν τις επενδύσεις τους προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην  επερχόμενη ζήτηση, φέρνοντας έτσι το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας σε ένα ανώτερο επίπεδο. (Όπερ και το ζητούμενο). 
 
Δυστυχώς, όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας ούτε και αυτό πρόκειται να συμβεί, διότι, όπως αποδεικνύει η εμπειρία των προηγουμένων ετών, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν έγκειται στο ότι πάσχει από έλλειψη ζήτησης που θα "κεντρίσει" και την παραγωγή, αλλά στο αντίθετο. Έγκειται δηλαδή στο ότι αδυνατεί να καλύψει την εγχώρια ζήτηση με δική της παραγωγή. Για τον λόγο αυτό, καθ’ όλη την διάρκεια της κάμψης του εισοδήματος, από το 2009 έως και σήμερα, οι εισαγωγές της χώρας παρέμεναν ανελαστικά υψηλές (και το ισοζύγιο των αγαθών ισοσκελίσθηκε μόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών, δηλαδή μόνο μετά την ουσιαστική απαγόρευση των εισαγωγών). Για τον λόγο αυτό, επίσης, οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις μετακινούνται στην Βουλγαρία (για παράδειγμα). 
 
Δεν είναι η ασθενής ζήτηση που τους δημιουργεί πρόβλημα, διότι, έστω και αυτή την ασθενή –ας δεχθούμε- ζήτηση που υφίσταται στην Ελλάδα, δεν μπορούν να την καλύψουν οι ίδιες αλλά την καλύπτουν, μέσω των εισαγωγών, κινεζικές, τουρκικές ή ρουμανικές επιχειρήσεις. Δεν είναι, επίσης, ούτε και το γεγονός ότι στην Βουλγαρία υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση για τα προϊόντα του ελληνικού παραγωγικού τομέα που τις παρακινεί να μετεγκατασταθούν εκεί. Τέτοια ζήτηση φυσικά δεν υπάρχει, αλλά ακόμη και εάν υπήρχε, εάν οι Έλληνες παραγωγοί μπορούσαν να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά θα την κάλυπταν συνεχίζοντας να παράγουν στην Ελλάδα και απλά θα εξήγαγαν τα προϊόντα τους στην Βουλγαρία -και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο επίσης! 
 
Η Ελλάδα δεν παράγει διότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, απλά δεν μπορεί! 
 
Η αδυναμία της προκύπτει από το γεγονός ότι  η παραγωγή της γίνεται όλο και λιγότερο διεθνώς ανταγωνιστική. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, συνεπώς, δεν είναι η "ενεργός ζήτηση", αλλά είναι η "ενεργός προσφορά". 
 
"Ενεργός ζήτηση" υπήρξε άφθονη στην προηγούμενη δεκαπενταετία, αλλά το γεγονός ότι χρεοκοπήσαμε σημαίνει πασιδήλως πως, αφ’ ενός, ο πολλαπλασιαστής, αν λειτούργησε, ήταν ιδιαίτερα καχεκτικός και, αφ’ ετέρου, ότι κανένα φαινόμενο "επιταχυντή" δεν ενεργοποιήθηκε. Για λόγους που έχουμε αναλύσει αλλού, (βλ. "Η Ελλάδα θύμα της λιτότητας ή της "ολλανδικής ασθένειας";"), η δανειακή πλημμυρίδα της δεκαετίας 2000-2010 δεν επενδύθηκε παραγωγικά ώστε το χρέος να μπορεί να εξυπηρετείται και να αποπληρώνεται ομαλά από τις αποδόσεις των επενδύσεων. Αντιθέτως κατασπαταλήθηκε στο σύνολό της ("τονώνοντας την ζήτηση" με εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, και με την "φούσκα" της οικοδομής). 
 
Ακόμη χειρότερο, δε, ήταν το γεγονός ότι, εξ αιτίας της στροφής της οικονομίας προς την (υποτίθεται αναπτυξιακή!) κατανάλωση, το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, στην περίοδο αυτή, υποβαθμίσθηκε σοβαρά, και το επίπεδο του "δυνητικού της προϊόντος", κατακρημνίσθηκε.
 
Σε αυτές τις συνθήκες, όταν, δηλαδή, η προσφορά δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην ήδη υφιστάμενη ζήτηση, η περαιτέρω "τόνωση της ζήτησης" μέσω δανεικών δεν αποβαίνει, απλά μάταιη, όσο θα ήταν, κατά την πεπατημένη οικονομολογική έκφραση, και η προσπάθεια κάποιου "να σπρώξει ένα τεντωμένο σχοινί". Καταλήγει σε κάτι ακόμη χειρότερο. Επιδρά συνολικά δυσμενώς επί της οικονομίας διότι δημιουργεί μεγαλύτερες επιβαρύνσεις χρέους αλλά και περισσότερα φαινόμενα "υστέρησης" που οφείλονται στο ότι η μη αποδοτική χρεωστική επιβάρυνση οδηγεί αναπότρεπτα σε περαιτέρω επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας.
 
 Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, εν Ελλάδι, η κεϋνσιανή πρόταση οικονομικής πολιτικής, παρά το ότι κυριαρχεί στο επίπεδο της γενικολογίας και της πολιτικής καταγγελίας, δεν έχει την δυνατότητα να εκφρασθεί με μορφή συνεκτικής και ολοκληρωμένης πρότασης. (Και συνήθως διατυπώνεται με την μορφή ηθικο-πολιτικής καταφρόνησης των "αντιπάλων", που εμφανίζονται πάντοτε ως συνειδητά ή ασυνείδητα όργανα των "τοκογλύφων"-δανειστών). 
 
Όταν, πάντως, σπανίως, επιχειρείται να παρουσιασθεί με την μορφή θεωρητικού επιχειρήματος, αναφέρεται εξ ανάγκης σε μία εικονική πραγματικότητα, εφ’ όσον έρχεται να διδάξει σε όλους εμάς τους αμύητους, ως εάν να ήμασταν πρωτοετείς φοιτητές, ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι ένα πρόβλημα αυξανόμενης μέσης ροπής για αποταμίευση. Ισχυρισμός που φανερώνει πόσο μακριά από τον πραγματικό κόσμο βρίσκονται οι εκφραστές του, δοθέντος του γεγονότος ότι, τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία ζει και κινείται καθ’ ολοκληρίαν με αρνητική αποταμίευση. Τόσο στο επίπεδο των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, όσο, πλέον, μετά και την εδώ συζητούμενη "διευθέτηση" των 19 δισεκατομμυρίων, και του Δημοσίου. 
 
Η μέση ροπή για αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας σήμερα είναι αρνητική, και αύξουσα σε απόλυτες τιμές. Αυτό, εν πολλοίς, εξηγεί και την "ηπιότητα" της παρούσας κάμψης του εισοδήματος: ήδη από τον Φεβρουάριο, φοβούμενα ότι θα τις χάσουν, τα νοικοκυριά άρχισαν να μετατρέπουν  τις αποταμιεύσεις τους σε νέα αυτοκίνητα, έπιπλα, και οτιδήποτε άλλο καταναλωτικό αγαθό διαρκείας θα μπορούσε να μεταφέρει την ανταλλακτική αξία των χρημάτων τους σε μακροχρόνια αξία χρήσης. Και οι επιχειρήσεις άρχισαν, επίσης, να ρευστοποιούν τα αποθέματά τους χωρίς να είναι σε θέση, ή χωρίς να επιθυμούν, να τα αναπληρώσουν. Η ίδια, όμως, διαδικασία ίσως θα εξηγήσει αύριο και την σφοδρότητα της επερχόμενης μείωσης του εισοδήματος, όταν πια και οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τα αποθέματα των επιχειρήσεων θα έχουν εκμηδενισθεί.
 
Η ελληνική οικονομία δεν βρίσκεται σε "κεϋνσιανή περιοχή" διότι δεν πάσχει από αύξουσα αναγκαστική ή και εκούσια αποταμίευση. Θα βρισκόταν σε μία τέτοια περιοχή, και θα είχε ανάγκη από δημοσιονομικά ελλείμματα για να απεμπλακεί σε μία, και μόνη, περίπτωση. Εάν οι δημοσιονομικές της χρήσεις ήταν ισοσκελισμένες ή πλεονασματικές, εάν την ίδια στιγμή είχε πλεονασματικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, και, ταυτόχρονα, υψηλή ανεργία! Τότε, πράγματι, θα έπρεπε να δανεισθεί και να δημιουργήσει ελλειμματικές δημοσιονομικές χρήσεις για να μειώσει την αποταμίευση και να αυξήσει την καταναλωτική δαπάνη, ώστε να μειωθούν η ανεργία και η φτωχοποίηση. Επειδή, όμως, αυτό αφορά κάτι που ενδεχομένως θα συνέβαινε σε ένα άλλο σύμπαν, εδώ, στο πεζό και άχαρο, δικό μας σύμπαν η ελληνική οικονομία έχει διαφορετικού είδους προβλήματα και διαφορετικές ανάγκες οικονομικής πολιτικής.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα πρωτογενή πλεονάσματα πράγματι θα "πονέσουν" την οικονομία, γιατί θα της αφαιρέσουν πόρους που είναι πλέον σπάνιοι και ακριβοί. Τα πρωτογενή ελλείμματα όμως, είναι ακόμη χειρότερα. Επιδρούν ελάχιστα επί του επιπέδου παραγωγής (ενδεχομένως δε και αρνητικά), ενώ επιβαρύνουν το χρεωστικό άχθος βαθαίνοντας το συνολικό αδιέξοδο της οικονομίας. Για τον λόγο αυτό η διευθέτηση περί προσθέτων ελλειμμάτων 19 δισεκατομμυρίων ευρώ, στην προσεχή τριετία, δεν είναι καθόλου συμφέρουσα! 
 
Ας θυμίσουμε ότι με την ίδια ακριβώς λογική -δηλαδή το να μεταφέρουμε συνεχώς τα δανειακά βάρη προς το μέλλον με αύξηση του τρέχοντος δανεισμού ώστε να αποφευχθεί η μείωση των τρεχόντων εισοδημάτων- καταλήξαμε στην τρομακτική χρεοκοπία που βιώνουμε σήμερα. 
 
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να διαλογισθούμε σοβαρά πάνω στο εξής ερώτημα: την στιγμή που η οικονομία μας είναι παραγωγικά ανάπηρη και ουδόλως ασχολούμεθα με αυτό, πως ακριβώς αποφεύγουμε την περαιτέρω "ύφεση" και "φτωχοποίηση" αυξάνοντας τον δανεισμό μας κατά 19 δισεκατομμύρια ευρώ; 
 
Τι ακριβώς επιτυγχάνουμε προσφέροντας στην κοινωνία, μέσω νέων δανεικών, εισοδήματα, που αποδεδειγμένα αυτή η ίδια δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει μόνη της με την παραγωγική της δραστηριότητα; 
 
Και μετά από τρία χρόνια, τι θα κάνουμε για να αποφύγουμε εκ νέου την "φτωχοποίηση"; Θα δανεισθούμε άλλα +19, επιπλέον από όσα θα πρέπει τότε, ούτως ή άλλως, να δανεισθούμε για να εξυπηρετήσουμε και να ανακυκλώσουμε το ήδη αυξημένο χρέος μας;