Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Αναλύσεις: Η «χρησιμότητα» της ανεργίας

13  Ιουλ. 2013 Η «χρησιμότητα» της ανεργίας

Ημερησία  του Σαββάτου - Οικονομία, 13/7/2013

Στην Ελλάδα η ανεργία τον Απρίλιο 2013 επιβεβαίωσε την ανοδική τάση 60 μηνών, 5 ετών. Ανήλθε σε 26,9%. Υψηλότερη στην Ε.Ε., από τις υψηλότερες διεθνώς, κάτι θέλει να μας πει, αλλά «ποιος την ακούει». Επί 60 μήνες, επί πέντε χρόνια, οι «αναλύσεις» την περιγράφουν, την εξορκίζουν, δεν φαίνεται να την καταλαβαίνουν, και κυρίως δεν την καταπολεμούν. Μένουν στα «έτοιμα».

Ας εξηγηθούμε: Η «χρησιμότητα» της επίμονης και υψηλής ελληνικής ανεργίας είναι στην πρόκληση του να αντιληφθεί κανείς, με αυτήν την αφετηρία, το ελληνικό οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα. Η «χρησιμότητά» της βρίσκεται στο να υπερβληθούν οι εδραιωμένες εγχώριες παθογένειες που συνοψίζονται στο Θουκυδίδειο «αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις της αληθείας, και εις τα έτοιμα μάλλον τρέπονται». Ποια είναι τα «έτοιμα»;
 
Πρώτον ότι η ελληνική ανεργία είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα ή ένα πρόβλημα όπως το ευρωπαϊκό. Δυστυχώς δεν είναι. Όχι μόνον γιατί στην Ε.Ε. η ανεργία είναι στο 12% και στην Ελλάδα στο 27%, αλλά κυρίως γιατί εάν η Ε.Ε. χρειάζεται έξι εκατομμύρια θέσεις εργασίας για να αρθεί στα πριν την κρίση επίπεδα απασχόλησης, από τα έξι αυτά σχεδόν το ένα εκατομμύριο λείπει από την Ελλάδα. Χάθηκε από αυτόν τον τόπο, την οικονομία του, την κοινωνία του, και δεν υπάρχει περίπτωση να ανακτηθούν ως είχαν.
 
Δεύτερον, η τάση της ανεργίας στην Ε.Ε. μετά το 2010 την χωρίζει σε δύο διακριτές περιοχές. Εκείνη των δώδεκα κρατών-μελών όπου μετά το 2010 η ανεργία μειώνεται, και εκείνη των δεκαπέντε κρατών-μελών όπου μετά το 2010 η ανεργία αυξάνεται. Στη δεύτερη ομάδα η Ελλάδα καταλαμβάνει, μακράν, την πρώτη θέση.
 
Τρίτον, το ελληνικό ζήτημα της απασχόλησης δεν ταυτίζεται με το ευρωπαϊκό καθώς, με κριτήριο τα ποσοστά απασχόλησης στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και τις μεταβολές τους μεταξύ 2008 και 2012, υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις. Σε μία ομάδα κρατών-μελών το ποσοστό απασχόλησης είναι το 2012, μετά την κρίση, υψηλότερο εκείνου του 2008, πριν την κρίση. Πρόκειται για την Αυστρία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο, την Μάλτα και την Ουγγαρία.
 
Σε άλλη ομάδα η απασχόληση ανακτήθηκε μεν, αλλά όχι επαρκώς για να φθάσει στα προ κρίσης επίπεδα του 2008. Η Ελλάδα δεν ανήκει ούτε σε αυτήν την ομάδα κρατών-μελών. Ανήκει στην ομάδα όπου η απασχόληση από το 2008 και μετά συνεχίζει, παρά τις μηνιαίες μικροαυξομειώσεις, να μειώνεται έναντι του 2008. Και, δυστυχώς, αυτή η μείωση του ποσοστού απασχόλησης είναι στην Ελλάδα μεγαλύτερη άλλων κρατών-μελών όπου επίσης παρατηρείται μείωση.
 
Τέταρτον, το ελληνικό ζήτημα δεν ταυτίζεται ούτε με εκείνο των κρατών-μελών όπου το ποσοστό απασχόλησης μειώνεται έναντι του 2008 πριν την κρίση. Δεν συγκρίνεται π.χ. με τη μείωση του ποσοστού απασχόλησης στην Ολλανδία ή την Δανία όπου το ποσοστό απασχόλησης ήταν υψηλότερο του ελληνικού κατά 20% και τώρα η απόκλιση αυξήθηκε. Τα «έτοιμα» δεν αρκούν.