Όταν το 2004 η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε 10 νέα μέλη, και έγινε ΕΕ των 25, η Ελλάδα ενώ ήταν στην προτελευταία (14η) θέση με κριτήριο την παραγωγικότητα, στιγμιαία “αναβαθμίσθηκε” και, το 2005, βρέθηκε στον μέσο όρο της διευρυμένης, πλέον, ΕΕ. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι σχεδόν όλα τα νεοεισελθόντα μέλη είχαν χαμηλότερη παραγωγικότητα από την Ελλάδα. Δύο δεκαετίες, όμως, μετά η χώρα μας κατέληξε, και πάλι, να βρίσκεται στην προτελευταία θέση, σε μεγάλη απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ένας σημαντικός αριθμός σχολιαστών, ερχόμενος αντιμέτωπος με αυτά τα δεδομένα έχει την τάση να θεωρεί, και να υποστηρίζει, πώς βασική αιτία για τις κακές αναπτυξιακές επιδόσεις της χώρας μας, σε όλη αυτή την εικοσαετία, είναι η κρίση της δεκαετίας 2010-2020. Αυτή όμως η, ευρέως επικρατούσα, άποψη πάσχει κατά το ότι εάν υποβληθεί, έστω και κατ’ ελάχιστον, στην βάσανο της λογικής, μέσω του συμπληρωματικού ερωτήματος “γιατί η κρίση συνέβη στην Ελλάδα και όχι σε κάποια άλλη χώρα”, οδηγεί σε ερμηνευτικό αδιέξοδο. Διότι, για να απαντήσει κανείς θα πρέπει να επιλέξει, διαζευκτικά, μία από τις, εξής δύο, συμπληρωματικές, ερμηνείες.

Είτε, αυτήν της μεταφυσικής δαιμονολογίας, σύμφωνα με την οποία η κρίση ήταν είδος φυσικού φαινομένου, δίκην αερολίθου, που επέπεσε επί της άτυχης χώρας μας, ίσως και ως προϊόν της γνωστής συνωμοσίας, (από τους, σε όλους, γνωστούς συνωμότες). Είτε, εκείνην που προτείνουν τα διδάγματα της οικονομικής θεωρίας. Μόνο που για την οικονομική θεωρία η κρίση, όταν δεν οφείλεται σε φυσικές καταστροφές ή πολέμους, δεν μπορεί να είναι γενεσιουργός αιτία που διαμορφώνει τα βασικά χαρακτηριστικά μίας εθνικής οικονομίας σε μία πορεία “μακράς διάρκειας”. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο: αντί να είναι αιτία μία κρίση είναι, πάντα, αποτέλεσμα οικονομικών πολιτικών σε συνδυασμό με τα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που πρέπει να εντοπίσει και να επισημάνει η οικονομική ανάλυση. Τόσο για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, όσο και για να θέσει τα πορίσματά της στην υπηρεσία της χάραξης -ορθότερης- οικονομικής πολιτικής.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας, εκείνο που ενδιαφέρει προκειμένου να συμπεράνουμε πως διαγράφονται οι προοπτικές της οικονομίας, (και αν αυτή “προοδεύει” ή “οπισθοδρομεί”), είναι αν και στις τρείς περιόδους της “νέας εποχής” που προέκυψε από την είσοδο, το 2002, στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, (δηλαδή, πριν, κατά και μετά από την κρίση), υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά όσον αφορά την αναπτυξιακή ροπή της χώρας. Πράγμα που μπορούμε να διερευνήσουμε εξετάζοντας τις, στενά συσχετιζόμενες, μεταβλητές της παραγωγικότητας και του εισοδήματος. Εκτιμώντας την διαχρονική δυναμική τους με την αξιοποίηση της δυνατότητας, που μας προσφέρει η Eurostat, για συγκρίσεις με αντίστοιχες εξελίξεις στις άλλες χώρες της ευρωζώνης και της ΕΕ.

Η ζοφερή εικόνα από την σύγκριση της εξέλιξης της παραγωγικότητας στις χώρες της ΕΕ

Αναφερόμαστε στα δύο βασικά μέτρα παραγωγικότητας της εργασίας για τις ευρωπαϊκές χώρες, τα οποία είναι αναπροσαρμοσμένα με τον μέσο όρο της ΕΕ27_2020 (=100) για τα έτη 2005, 2019 και 2023. Παραγωγικότητα ανά Απασχολούμενο Άτομο και Παραγωγικότητα ανά Ώρα Εργασίας, με την δεύτερη να θεωρείται ένα πιο ακριβές μέτρο, καθώς λαμβάνει υπ΄όψιν τις διαφορές στην εργασία μερικής απασχόλησης και στον μέσο όρο των ωρών. (Τα δεδομένα αποτιμώνται σε τρέχουσες τιμές και σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS), που σημαίνει ότι προσαρμόζονται για τις διαφορές επιπέδου τιμών μεταξύ των χωρών, επιτρέποντας μια πιο ακριβή σύγκριση της πραγματικής παραγωγής).

Ποια ήταν και ποια είναι η σχετική θέση της Ελλάδας με κριτήριο την παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο:

● 2005: 99.3% (σχεδόν στον μ.ο. της ΕΕ)
● 2019: 69.3% (σημαντικά αποκλίνουσα)
● 2023: 70.1% (μικρή βελτίωση αλλά ακόμη πολύ χαμηλά από τον μ.ο. της ΕΕ)
Ποια ήταν και ποιά είναι η σχετική θέση της Ελλάδας με κριτήριο την παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας:
● 2005: 78.4% (χαμηλότερη του μ.ο. ΕΕ αλλά σε μέσο επίπεδο)
● 2019: 55.6% (σημαντικά αποκλίνουσα)
● 2023: 56.2% (ελάχιστη βελτίωση και σημαντική απόκλιση)

Το ζοφερό στοιχείο είναι πως ελληνική κοινωνία και οικονομία επιδεικνύουν σταθερά μια ισχυρή ροπή προς τις προτελευταίες ή τελευταίες θέσεις στην κατάταξη της ΕΕ με κριτήριο την παραγωγικότητα (και, συνεπώς, και το εισόδημα). Η σχετική θέση της Ελλάδας επιδεινώθηκε καθώς σχεδόν όλες οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα νέα κράτη μέλη της ΕΕ, έχουν επιδείξει για δύο δεκαετίες αξιοσημείωτη πρόοδο, μειώνοντας σημαντικά το χάσμα παραγωγικότητας με τον μέσο όρο της ΕΕ από το 2005 και μετά.

Η Ρουμανία: παρουσίασε σημαντική αύξηση από το 36,7% (2005) σε 84,2% (2023) ανά απασχολούμενο. Η Βουλγαρία: Αύξηση από 37,0% σε 56,8% ανά απασχολούμενο.

Η Πολωνία: Αύξηση από 62,0% σε 82,7% ανά απασχολούμενο. Η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία έχουν σημειώσει επίσης μεγάλες βελτιώσεις, αυξάνοντας την σχετική τους θέση κατά 20 μονάδες. Ενώ, δηλαδή, τα νέα κράτη-μέλη της ΕΕ παρουσίαζαν σύγκλιση της παραγωγικότητάς τους ως προς τον μέσο όρο της ΕΕ, η Ελλάδα παρουσίασε απόκλιση. Αυτή η σύγκλιση των νέων μελών της ΕΕ προς τον μ.ο. οφείλεται, φυσικά, στον επιτυχή οικονομικό εκσυγχρονισμό τους, στις ξένες επενδύσεις και στην σταδιακή αλλά ταχεία ενσωμάτωσή τους στις ευρωπαϊκές αλυσίδες εφοδιασμού.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για κάποιες χώρες ήταν ότι στήριξαν την σταδιακή αναβάθμιση της σχετικής παραγωγικότητάς τους στην ανάδειξη ενός ιδιαίτερου, διεθνώς ανταγωνιστικού, ισχυρού κλάδου. (Κάτι που η χώρα μας δεν κατάφερε να επιτύχει). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Τσεχία της οποίας, στην συγκεκριμένη περίοδο, η ανά ώρα εργασίας παραγωγικότητα ανήλθε από 70,4% του μ.ο. σε 77,4% και η ανά εργαζόμενο παραγωγικότητα από 75,3% σε 85,2%. Αυτό συνέβη καθώς ο ιδιαίτερα δυναμικός κλάδος της, που ήταν η αυτοκινητοβιομηχανία, το 2023 έφθασε να αναλογεί στο 10% του ΑΕΠ της και στο 20% των εξαγωγών της. Για άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αυτό συνέβη με τον κλάδο των ηλεκτρονικών.

Η διαφορά μεταξύ της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο και της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας αποκαλύπτει σημαντικές αποχρώσεις σχετικά με τις εθνικές αγορές εργασίας, αλλά και υποδηλώνει, επίσης, από άλλη οπτική, την διαφορά στα επίπεδα παραγωγικότητας. Διαπιστώνεται ισχυρή παρουσία της μερικής απασχόλησης σε κάποιες χώρες (π.χ. Ολλανδία, Γερμανία) ή των περισσοτέρων ωρών εργασίας σε κάποιες άλλες (π.χ. Πολωνία, Ελλάδα). Η Γερμανία έχει το 2023 πολύ υψηλότερη παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας (121,5) από ό,τι ανά άτομο (101,6). Αυτό δείχνει ότι ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος είναι πολύ παραγωγικός κατά την εργασία του, αλλά η χώρα έχει υψηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης ή λιγότερες μέσες ώρες εργασίας, με αποτέλεσμα η ετήσια απόδοση ανά άτομο να μειώνεται, κινούμενη πιο κοντά στον μέσο όρο.

Το αντίστροφο ισχύει για την Ελλάδα και εν μέρει για την Πολωνία. Η παραγωγικότητά τους ανά ώρα εργασίας εξακολουθεί να είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ από την παραγωγικότητά τους ανά άτομο. Αυτό υποδηλώνει μεγαλύτερο αριθμό μέσων ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος εργασίας για να παραχθεί το ίδιο προϊόν-που είναι η έννοια της (χαμηλής) παραγωγικότητας. Υποδηλώνει, όμως, επίσης πως χώρες όπως η Ελλάδα και η Πολωνία έχουν περισσότερο άκαμπτες αγορές εργασίας, που προσφέρουν λιγότερες μορφές απασχόλησης στους δυνητικούς εργαζόμενους. Όμως στην Πολωνία η παραγωγικότητά της ανά εργαζόμενο (82,7%) πλησιάζει γρήγορα τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ταυτόχρονα η Ελλάδα υστερεί και αποκλίνει το 2023 και έναντι των λοιπών οικονομιών της Νότιας Ευρώπης. Με παραγωγικότητα εργασίας ανά απασχολούμενο 70,1% (EU27=100) και παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας 56,2% (EU27=100), απέχει αισθητά από την Ιταλία (105,7% ανά απασχολούμενο, 97,7% ανά ώρα εργασίας) και την Ισπανία (97,0% ανά απασχολούμενο, 95,4% ανά ώρα εργασίας), αν και απέχει λιγότερο από την Πορτογαλία (80,5% ανά απασχολούμενο, 71,2% ανά ώρα εργασίας). Δηλαδή η Ελλάδα έχει τα χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας τόσο ανά εργαζόμενο όσο και ανά ώρα εργασίας στην Νότια Ευρώπη.

Η συνολική εικόνα είναι ότι ενώ η ομάδα κρατών μελών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης διατηρεί το πλεονέκτημα της συγκριτικά υψηλότερης παραγωγικότητας, (με την Ιρλανδία να αποτελεί ειδική περίπτωση), και ενώ τα “νέα” κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης συγκλίνουν ταχέως προς τον μέσο όρο της ΕΕ, και τα άλλα κράτη – μέλη της Νότιας Ευρώπης διατηρούνται στον μέσο όρο, η Ελλάδα αποκλίνει και υστερεί έναντι όλων. Για όσους δεν σκέπτονται με όρους “συνωμοσίας” ή “πτώσης αερόλιθου” το γεγονός αυτό θα πρέπει να δημιουργεί, τουλάχιστον, προβληματισμό για το εάν η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από κάποια συστημική ανεπάρκεια που την εμποδίζει να ακολουθήσει σε κάποιους “φυσιολογικούς” ρυθμούς ανάπτυξης τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα αυτές που βρίσκονται σε παρεμφερή επίπεδα όσον αφορά τον κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους.

Κλείνουμε το χάσμα αναπτυσσόμενοι σήμερα ταχύτερα από την ευρωζώνη;

Στις μέρες μας μόνιμη επωδός, τόσο κυβερνητική όσο και κεντρικών οικονομικών θεσμών είναι ότι «η οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς διπλάσιους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης” και, συνεπώς, «είναι σε διαδικασία σύγκλισης με τις πιό προηγμένες οικονομίες». Αυτά μοιάζουν πραγματικά για χαρμόσυνα νέα. Εάν, τω όντι, η Ελλάδα αναπτύσσεται με τέτοιους καταπληκτικούς ρυθμούς, (“δύο φορές ταχύτερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης”) και συγκλίνει προς τις προηγμένες χώρες και ως προς την παραγωγικότητα και ως προς το εισόδημα, τότε όχι μόνο το μέλλον της είναι λαμπρό αλλά και μπορεί να συμπεράνει κανείς πώς η ζοφερή εικόνα τα 20 προηγούμενα χρόνια ήταν μία ατυχής συγκυρία, μία σειρά δυσμενώς συμπτώσεων-ίσως. Είναι όμως έτσι;

Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να ειπωθεί ότι, μάλλον, κάποιος που εξυμνεί τα αναπτυξιακά επιτεύγματα της χώρας μας θα πρέπει να είναι λίγο πιο συγκρατημένος, στον ενθουσιασμό του, υπό το φως του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι η χώρα η οποία έχει την μεγαλύτερη κατά κεφαλήν είσπραξη των κονδυλίων του Recovery and Resilience Facility (RRF) της ΕΕ, καθώς και υπό το φως του προφανούς γεγονότος ότι, για παράδειγμα, από τα 12 δισεκατομμύρια ευρώ που αυξήθηκε το ονομαστικό ΑΕΠ το 2024, τα 6,5 εξ αυτών αντιστοιχούσαν σε ενισχύσεις από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πέραν τούτου όμως, το πιο σημαντικό από όλα, είναι να διευκρινιστεί τι ακριβώς σημαίνει “διπλάσιος ρυθμός από τον μέσο όρο ανάπτυξης της ευρωζώνης”. Γιατί αυτό, ενδεχομένως, να μην σημαίνει και πολλά πράγματα-και μάλλον δεν σημαίνει. Μπορεί, αίφνης να υπάρχουν, άλλες συγκρίσεις που πρέπει να γίνουν, οι οποίες είναι πιο σημαντικές και ίσως τα πράγματα εκεί να μην είναι και τόσο εντυπωσιακά.

Ο μέσος όρος ανάπτυξης της ευρωζώνης είναι ο μέσος όρος ανάπτυξης όλων των κρατών-μελών της, σταθμισμένος όμως με το ποσοστό κατά το οποίο η κάθε εθνική οικονομία συμμετέχει στην διαμόρφωσή του συνολικού ΑΕΠ της. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα, πως η Γερμανία, με ΑΕΠ 4,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ, έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στην στάθμιση του μέσου ρυθμού ανάπτυξης του συνολικού ΑΕΠ της ευρωζώνης από ό,τι η Ελλάδα με ΑΕΠ 238 δισεκατομμύρια ευρώ.

Μπορούμε να θεωρήσουμε πως η ευρωζώνη, ουσιαστικά, αποτελείται από δύο ομάδες χωρών: την ομάδα των “πλούσιων” χωρών και η ομάδα των “φτωχών”, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα. Η ομάδα των πλούσιων χωρών (Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Φινλανδία, Ιταλία), δημιουργεί περισσότερο από το 80% του ΑΕΠ της ευρωζώνης και αυτή ορίζει ουσιαστικά και τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ της. Εάν θεωρήσουμε πως η Ιρλανδία δεν είναι ενδεικτική για την εξέλιξη της πορείας του οικονομικού αυτού χώρου, (αφού το εισόδημα της χώρας διογκώνεται λογιστικά διότι οι πολυεθνικές που έχουν εκεί την φορολογική τους έδρα δηλώνουν ως εγχωρίως παραγόμενη την προστιθέμενη αξία που έχουν δημιουργήσει σε άλλες χώρες για να μειώσουν την φορολογική τους επιβάρυνση), μπορούμε να διαπιστώσουμε πως οι υπόλοιπες χώρες, με εξαίρεση την Δανία, βρίσκονται σε φάση στασιμότητας της οικονομίας τους, οδηγώντας έτσι και σε στασιμότητα την συνολική επίδοση της οικονομίας της ευρωζώνης. (Η Δανία αποτελεί μία αναπτυξιακή εξαίρεση ουσιαστικά χάρις σε μία και μόνο βιομηχανία της, που έχει την μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση στην Ευρώπη, την Novo Nordisk, παραγωγό των σκευασμάτων Ozempic και Wegony). Από τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, το 2024, η μεν Γερμανία παρουσίασε μείωση του ΑΕΠ της κατά 0,5% η δε Γαλλία αύξηση κατά 1,2%, με τις υπόλοιπες “πλούσιες” οικονομίες να έχουν κάποια ενδιάμεση, από τις δύο αυτές, απόδοση (με εξαίρεση την Αυστρία που έπεσε ακόμη πιό χαμηλά από την Γερμανία με μείωση 1%).

Το ερώτημα είναι εάν έχει κάποιο νόημα να συγκρίνουμε την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ με την αύξηση του ΑΕΠ των πλουσίων χωρών της Ευρώπης, (διότι περί αυτού πρόκειται εάν μιλάμε για τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της ευρωζώνης), για να συμπεράνουμε εάν η ελληνική οικονομία συγκλίνει με την ευρωπαϊκή ή όχι. Η απάντησή μας είναι πως δεν υπάρχει νόημα σε μία τέτοια σύγκριση, ιδιαίτερα μάλιστα εάν αυτό γίνεται με την επίκληση του επιχειρήματος πως η ελληνική οικονομία “…αναπτύσσεται με διπλάσιο ρυθμό από την υπόλοιπη Ευρωζώνη”, δοθέντος ότι αυτός ο ισχυρισμός, έστω και τυπικά, ισχύει μόνο για τα έτη 2023 και 2024.

Εάν για παράδειγμα, όπως είναι και το ορθότερο, λάβουμε τον μέσο όρο των 6 τελευταίων ετών για τα οποία υπάρχουν δεδομένα δηλαδή από το 2019, (έτος εξόδου της Ελλάδας από την κρίση), έως το 2024, η διαφορά υπέρ της Ελλάδας είναι αισθητά μικρότερη διότι η μέση ανάπτυξη της ευρωζώνης την περίοδο αυτή ήταν 1,3% και της ελληνικής οικονομίας 2%. Η διαφορά του 0,7%, ακόμη και αν παρέμενε εσαεί, δεν είναι κάτι που θα μπορούσε να φέρει την Ελλάδα στο επίπεδο του μέσου όρου της ευρωζώνης στο ορατό μέλλον. Για να εξισωθεί με αυτήν την διαφορά του ρυθμού ανάπτυξης το ελληνικό κατά κεφαλήν εισόδημα, που σήμερα είναι 22.500 ευρώ, με το μέσο εισόδημα της ευρωζώνης, που σήμερα είναι 40.800 ευρώ, θα απαιτούνταν όχι λιγότερα από 86 χρόνια!

Το ορθό μέτρο σύγκρισης είναι με τις φτωχές και όχι τις πλούσιες χώρες της ΕΕ και της ευρωζώνης

Γενικότερα, όμως, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να συγκρίνουμε τον ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας με τον ρυθμό ανάπτυξης των πιο προηγμένων οικονομιών της Ευρώπης γιατί πρόκειται για οικονομίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης ανταγωνίζονται στην κορυφή του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας τις άλλες παγκοσμίως ηγέτιδες οικονομίες και προσπαθούν για να δημιουργήσουν το εισόδημά τους, κατά κύριο λόγο, παράγοντας προϊόντα τεχνολογικής αιχμής στο λεγόμενο “τεχνολογικό σύνορο” .

Το γεγονός ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν σε ρυθμούς ανάπτυξης του βασικούς ανταγωνιστές τους, που είναι, κατά κύριο λόγο, οι ΗΠΑ και η Κίνα, αλλά, επίσης, και οι οικονομικοί ηγέτες του “αναπτυσσόμενου” κόσμου, (Ινδία, Νότιος Κορέα, Ταϊβάν, Βιετνάμ κλπ), είναι ενδεχομένως ένδειξη του γεγονότος πως στερούνται του απαιτούμενου αναπτυξιακού δυναμισμού. Εάν η παρατηρούμενη στασιμότητά τους συνεχισθεί, αυτό θα σημαίνει πως οι προηγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες σταδιακά θα βρεθούν σε χαμηλότερες θέσεις της παγκόσμιας οικονομικής ιεραρχίας, πράγμα που, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι γενεσιουργός αιτία γενικότερων αναταράξεων.

Η επαπειλούμενη αυτή στασιμότητα της Ευρώπης δεν είναι κάτι για το οποίο η Ελλάδα μπορεί να επιχαίρει, βλέποντας το από την παραθλαστική οπτική γωνία πως της δίνει την ευκαιρία “να αναπτύσσεται με ρυθμό διπλάσιο της ευρωζώνης”. Κάτι παρόμοιο, εάν πράγματι συμβεί, θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για την χώρα μας. Η ισχνή μεγέθυνση του ΑΕΠ για την οποία επαιρόμαστε είναι, στο μεγαλύτερο ποσοστό της, προϊόν της ευρωπαϊκής πολύμορφης ενίσχυσης της οικονομίας μας, των ταξιδιωτικών δαπανών των Ευρωπαίων πολιτών στην χώρα μας και της πρόσβασης στις αγορές τους για τα προϊόντα μας. Εάν η Ευρώπη βυθισθεί η Ελλάδα δεν θα είναι ευτυχής επειδή θα μπορέσει να “φθάσει” τις οικονομικά ισχυρές χώρες της. Θα είναι δυστυχής καθώς θα υποστεί και η ίδια τις αρνητικές συνέπειες της βύθισης αυτής με πολύ οδυνηρό τρόπο.

Η Ελλάδα, πάντως, δεν πρέπει να συγκρίνεται με τις πλουσιότερες χώρες της ευρωζώνης, διότι δεν ανήκει σε αυτές. Ανήκει στην ομάδα των φτωχότερων χωρών που προσβλέπουν στην σύγκλιση με τις πλουσιότερες, και πρέπει να κρίνεται με βάση τις επιδόσεις της ομάδας των “φτωχών”. Και όπως είδαμε, σε περίοδο εικοσαετίας, από το 2005 έως το 2025, η σύγκριση είναι παντελώς απογοητευτική. Διότι ενώ, όπως φαίνεται από τα στοιχεία, υπάρχει ένα catch-up effect στην ευρωζώνη, με την ομάδα των φτωχών χωρών να συγκλίνει, πράγματι, προς τις πλούσιες, εν τούτοις μόνο η Ελλάδα ήταν σε αποκλίνουσα πορεία, μεταξύ αυτών, και δεν ακολουθούσε.

Για να κρίνουμε εάν, τουλάχιστον, στην τελευταία περίοδο της εικοσαετίας, συγκλίνουμε, λοιπόν, προς την κορυφή της ευρωζώνης, θα πρέπει να συγκρίνουμε την πορεία της ελληνικής οικονομίας με τις πορείες των οικονομιών των άλλων χωρών της ευρωζώνης που είναι “ανταγωνίστριες” της χώρας μας, σε επίπεδο εισοδήματος, αλλά και προσβλέπουν στο catch-up effect (δηλαδή την ευχέρεια που έχουν οι φτωχότερες χώρες να αναπτύσσονται ταχύτερα από τις πλουσιότερες, διότι το επενδυόμενο εκεί κεφάλαιο έχει μεγαλύτερη απόδοση, -ως σχετικά σπανιότερος παραγωγικός συντελεστής-, η εργασία είναι φθηνότερη και η τεχνολογία μπορεί να αποκτηθεί, δευτερογενώς, με λιγότερη δαπάνη από όση χρειάστηκαν οι “πρωτοπόροι της δημιουργίας της. Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίον υλοποιήθηκαν όλα τα αναπτυξιακά “θαύματα” της σύγχρονης εποχής, από την Ν. Κορέα έως το Βιετνάμ).

Ενώ, λοιπόν, η συνολική εικόνα είναι ότι την τελευταία εικοσαετία, πράγματι όπως προβλέπει η, επιβεβαιωμένη από τα επιτεύγματα των ασιατικών χωρών οικονομική θεωρία, (convergence theory ή catch-up theory), η ομάδα των φτωχών χωρών της ευρωζώνης και της ΕΕ διαχρονικά τείνει να συγκλίνει προς το επίπεδο εισοδήματος των πλουσίων χωρών, έστω και αν ακόμη απέχει αρκετά από αυτές, εντός της συγκεκριμένης ομάδας χωρών, η Ελλάδα δεν παρακολουθεί την κοινή πορεία, “βραδυπορώντας” και αποκλίνοντας προς χαμηλότερα συγκριτικά επίπεδα, χάνοντας την θέση που είχε στην αρχή της περιόδου δηλαδή το 2005, στην μεγάλη διεύρυνση της ΕΕ. Και, όπως δείχνει ο πιό κάτω πίνακας, αυτό δεν αλλάζει ουσιαστικά την τελευταία υποπερίοδο. Όπως φαίνεται, σε μέσο όρο εξαετίας, από το 2019 έως το 2024, η Ελλάδα πάλι υπολείπεται του αναπτυξιακού ρυθμού σχεδόν όλων των χωρων της “φτωχής Ευρώπης”, υπερέχουσα μόνο, εντελώς οριακά, της Τσεχίας και της Πορτογαλίας, (οι οποίες, βεβαίως, την περασμένη δεκαετία την ξεπέρασαν σε κατά κεφαλήν εισόδημα).

Εάν, βεβαίως πρέπει να υπάρχει και κάτι το οποίο να θεωρηθεί αισιόδοξο αυτό είναι ότι στην τελευταία εξαετία, και μετά την έξοδο από την κρίση, ο ρυθμός αυτής της απόκλισης της Ελλάδας από τις υπόλοιπες χώρες της ομάδας, μοιάζει να επιβραδύνεται, εν μέρει. Μόνο που δεν γνωρίζουμε τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον όταν δεν θα υφίστανται πλέον τα κονδύλια του RRF, ενώ και τα τελευταία υπολείμματα των ευεργετικών επιδράσεων από τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλαν οι εταίροι μας κατά την περίοδο των Μνημονίων θα έχουν πλήρως εκλείψει.

Υπάρχει, άλλωστε και ένα επιπλέον στοιχείο που δεν πρέπει να παραβλέπεται. Με την πολιτική δημοκοπία που επικρατεί στην χώρα μας, όλες οι συγκρίσεις και όλες οι αναφορές περιστρέφονται γύρω από την ΕΕ και, μάλιστα, τις πλούσιες χώρες της. Πρέπει όμως να έχουμε μια εικόνα για το τι συμβαίνει σε όλη την εκτεταμένη περιοχή της Νότιο-ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου, στο τόξο που ξεκινάει από το Μαυροβούνιο και φτάνει μέχρι την Τουρκία. Όλες οι χώρες της περιοχής αναπτύσσονται με ρυθμούς που κάποιοι είναι οριακά ταχύτεροι από τους δικούς μας, κάποιοι άλλοι όμως είναι ακόμη και υπερδιπλάσιοι. Παρά δε το γεγονός ότι ξεκινούν από χαμηλότερη βάση και έχουν ακόμη αισθητά χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, η ταχύτητα με την οποία δείχνουν να κλείνουν το χάσμα που μας χωρίζει συνεχώς αυξάνεται.

Η Σερβία, π.χ. δεν είναι ούτε μέλος της ευρωζώνης, ούτε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γειτονική μας χώρα στα Δυτικά Βαλκάνια, ομως παρά την μη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναπτύσσεται με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από εκείνους της Ελλάδας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις περισσότερες χώρες της περιοχής, συμπεριλαμβανόμενης, φυσικά, και της Τουρκίας. Για τον λόγο αυτό αντί να βαυκαλιζόμαστε με ψευδαισθήσεις για “σύγκλιση με την ΕΕ” θα πρέπει επειγόντως να αναζητήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα θα αλλάξει πορεία και θα αποκτήσει την απαιτούμενη αναπτυξιακή ορμή. Διαφορετικά κινδυνεύει μετά από μία ή δύο δεκαετίες να είναι η φτωχότερη χώρα της περιοχής-κάτι που θα φαινόταν αδιανόητο μέχρι πριν από λίγα χρόνια αλλά τώρα προβάλλει σαν ένα πραγματικό, -εφιαλτικό- ενδεχόμενο. Το αν μία οικονομία προοδεύει ή οπισθοδρομεί δεν είναι κάτι που κρίνεται σε απόλυτους αριθμούς, αλλά συγκριτικά, με θέσεις στην ιεραρχία του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, που αν χαθούν είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξαναποκτηθούν.