Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Άρθρα: Συλλογικές Διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα

Συλλογικές Διαπραγματεύσεις στην ΕλλάδαMoneyReview,  Απόψεις,  Δευτέρα 19 Μαΐου 2025


Με  αφορμή την προσφάτως ενσωματωμένη  Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατωτάτους μισθούς στην ελληνική νομοθεσία (Ν.5163/2024), η κυβέρνηση  εμφανίζεται διατεθειμένη να ανοίξει μια συζήτηση για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα.

Αναγκαίες και ικανές προϋποθέσεις για  την αποτελεσματικότητα και την παραγωγική έκβαση αυτής της συζήτησης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείµενο τριµερούς κοινωνικού διαλόγου και συμφωνίας, είναι: Πρώτον, να ενταχθεί σε μία νέα ολοκληρωµένη στρατηγική απασχόλησης για την στήριξη ενός νέου παραγωγικού µοντέλου στην Ελλάδα. Δεύτερον, να βασίζεται στο ασφαλές πλαίσιο αρχών που προσφέρουν οι κυρωµένες Διεθνείς Συµβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) οι οποίες συνδέονται µε τον σχεδιασµό και την εφαρμογή ενός σύγχρονου συστήµατος εργασιακών σχέσεων και συλλογικών διαπραγµατεύσεων.

Η σύνδεση της αναγκαίας νέας ολοκληρωµένης στρατηγικής απασχόλησης για την στήριξη ενός νέου παραγωγικού µοντέλου στην Ελλάδα µε τους θεσµούς των εργασιακών σχέσεων, όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις,  έχει επισημανθεί ως ανάγκη από ετών, στην Έκθεση του ILO για την Ελλάδα υπό τον τίτλο «Παραγωγικές θέσεις εργασίας  για την Ελλάδα». Καίτοι  παρήλθαν δέκα έτη από την κατάθεσή της στην Ελληνική Κυβέρνηση, δέκα  έτη κατά τα οποία παρέμεινε πλήρως αναξιοποίητη, παραμένει εξίσου πλήρως επίκαιρη προς αξιοποίηση, δεδομένου ότι και η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου μένει ως μια κρίσιμη εκκρεμότητα.

Ασφαλές πλαίσιο αρχών για τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις προσφέρουν οι σχετικοί Διεθνείς Κανόνες και οι κυρωµένες στην Ελλάδα Διεθνείς Συµβάσεις του ILO για τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις, οι οποίες είναι:

- Η Σύµβαση για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία του δικαιώµατος οργάνωσης, 1948 (αρ. 87).

- Η Σύµβαση για το δικαίωµα οργάνωσης και συλλογικών διαπραγµατεύσεων, 1949 (αρ. 98).

- Η Σύµβαση Συλλογικών Διαπραγµατεύσεων, 1981 (αρ. 154).

- Η Σύµβαση Τριµερούς Διαβούλευσης (Διεθνών Προτύπων Εργασίας), 1976 (αρ. 144).

Το ILO σηµειώνει συστηµατικά ότι η Σύµβαση αριθ. 154 πρέπει να εξετάζεται µαζί µε τη συνοδευτική Σύσταση Συλλογικών Διαπραγµατεύσεων, 1981 (αρ. 163), και την Σύσταση για τις Συλλογικές Συµβάσεις, 1962 (Αρ. 91).

Η Ελλάδα δεν έχει επικυρώσει ούτε τη Σύµβαση για τον Μηχανισµό Καθορισµού Κατωτάτου Μισθού, 1928 (αρ. 26), ούτε τη Σύµβαση για τον Καθορισµό του Κατωτάτου Μισθού, 1970 (αρ. 131). To ILO θεωρεί ότι αυτές οι Συµβάσεις παρέχουν καθοδήγηση σχετικά µε το σχεδιασµό και την εφαρµογή συστηµάτων κατωτάτου µισθού. Οι κατώτατοι µισθοί µπορούν να διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο µαζί µε τις συλλογικές διαπραγµατεύσεις και άλλους θεσµούς και πολιτικές της αγοράς εργασίας, ώστε να επιτυγχάνεται ένας αποτελεσµατικός συνδυασµός της προστασίας της εργασίας με την ευελιξία.  

Η Ελλάδα, για λόγους ακατανόητους, δεν επικυρώνει την Σύµβαση για τον Καθορισµό του Κατωτάτου Μισθού, η οποία καίτοι του 1970, παραμένει επίκαιρη  για δύο λόγους. Πρώτον, «επιβάλλει» την ισορροπία  κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων (βλ. παραγωγικότητα)  στον καθορισμό των μισθών. Δεύτερον, αποτελεί την βάση, το εφαλτήριο, της νέας διεθνούς πρωτοβουλίας  «ILO programme on living wages» που ανέλαβαν από κοινού, προ μηνός, ILO, ITUC (Διεθνής Ένωση Συνδικάτων) και IOE  (Διεθνής Ένωση Εργοδοτικών Ενώσεων).

Επίσης, για την εφαρμογή ενός ασφαλούς πλαισίου αρχών στην χώρα μας,  πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν τα πάντοτε επίκαιρα  Συμπεράσματα της Επιτροπής για την Εφαρµογή των Διεθνών Κανόνων Εργασίας της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας και της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας τον Ιούνιο του 2018 «Περί εφαρµογής των αρχών του δικαιώµατος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγµατεύσεως, 1949 (αρ.98), στην Ελλάδα» όπου η Κυβέρνηση κλήθηκε να:

«1.  Εξασφαλίσει ότι η µονοµερής προσφυγή στην υποχρεωτική διαιτησία ως µέσο αποφυγής των ελευθέρων και εθελοντικών συλλογικών διαπραγµατεύσεων προβλέπεται µόνο σε πολύ περιορισµένες περιπτώσεις.

2.    Εξασφαλίσει ότι οι Δηµόσιες Αρχές απέχουν από πράξεις παρέµβασης, οι οποίες περιορίζουν το δικαίωµα για ελεύθερες και εθελοντικές συλλογικές διαπραγµατεύσεις ή εµποδίζουν την νόµιµη άσκησή τους».

Με αφορμή επίσης την προσφάτως ενσωματωμένη  Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατωτάτους μισθούς στην ελληνική νομοθεσία δημιουργήθηκε μία νέα πρόκληση  προς ρύθμιση. Το μοναδικό, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρώπη και διεθνώς,  παράδοξο, μία χώρα – η Ελλάδα- που επιθυμεί  να συζητά  για  τις συλλογικές  διαπραγματεύσεις και να εφαρμόζει την  Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041, να έχει αυτοεξαιρεθεί, και να αποκλίνει ρητά, από τους θεμελιώδεις κανόνες του «κοινοτικού κοινωνικού κεκτηµένου» για τις εργασιακές σχέσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις επί των οποίων εδράζεται και η Ευρωπαϊκή Οδηγία. Εν προκειμένω του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρώπη η οποία έχει ρητά αυτοεξαιρεθεί, κατά την νοµοθετική «Κύρωση του Αναθεωρηµένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη» που είχε υιοθετηθεί στις 3 Μαΐου 1996, και κυρώθηκε στην Ελλάδα το 2016 (Ν. 4359/2016), από τις διατάξεις του άρθρου 6 (που αφορά τα δικαιώµατα στις συλλογικές διαπραγµατεύσεις) παρ. 3 (που αφορά την υποχρέωση «να προωθείται η δηµιουργία και η χρήση κατάλληλων µηχανισµών συµβιβασµού και εθελοντικής διαιτησίας για τη διευθέτηση των εργασιακών διαφορών»).

Οι διεθνείς κανόνες του ILO τόσο  στις ρυθμίσεις τους, όσο και με συγκεκριμένες αποφάσεις για την Ελλάδα,  και οι ευρωπαϊκοί κανόνες του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη αποτελούν την αφετηρία και ορίζουν τις θεμελιώσεις  προϋποθέσεις για την ανάπτυξη συστημάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και η Ελλάδα αποκλίνει από αυτά. Ο λόγος   που η Ελλάδα  αποκλίνει και αυτοεξαιρείται, αντιστοίχως, είναι η κληρονομιά  ενός  συστήματος μονομερούς υποχρεωτικής διαιτησίας το οποίο εφαρµόζεται στην Ελλάδα. Κληρονοµιά µιας κλειστής και προστατευµένης Οικονοµίας και µιας δυσλειτουργικής και αναποτελεσµατικής ρύθµισης των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, που έχει μείνει  πίσω αρκετές δεκαετίες. Ο λόγος που η εφαρμοζόμενη πολιτική στην Ελλάδα  εξακολουθεί να αποκλίνει, είναι η αδυναμία κατανόησης και σύνδεσης  των αναγκών ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στην Ελλάδα µε τους θεσµούς των εργασιακών σχέσεων. 

Παρά  την κύρωση των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας, έστω όσων έχουν κυρωθεί, παρά την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ, στην ΕΕ, στην ΟΝΕ κ.λπ., η προσαρμογή στα διεθνή πρότυπα εργασίας και στο «κοινοτικό κοινωνικό κεκτηµένο», συστατικό του οποίου είναι και οι βασικές προδιαγραφές του Αναθεωρηµένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη παρέμεινε και παραµένει µία εκκρεµότητα.

Η  αναγκαία νέα ολοκληρωµένη στρατηγική απασχόλησης και εργασιακών  σχέσεων για την στήριξη ενός νέου παραγωγικού µοντέλου στην Ελλάδα προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την αξιοποίηση των  κανόνων  και των αποφάσεων (ενδεχομένως και της τεχνικής βοήθειας) του ILO,  και την  πλήρη, και νομοθετική,  ευθυγράμμιση με τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη όσον αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.  Άλλως η ελληνική περίπτωση θα  αποτελεί ένα  μοναδικό παράδοξο στην ΕΕ.  Και η συζήτηση  για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, με προτεραιότητα  στους παραγωγικούς εξωστρεφείς  κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας, και την ευημερία της  ελληνικής κοινωνίας θα παραμείνει μια συζήτηση  χωρίς αποτέλεσμα.