Η δημογραφική κρίση και η ελληνική ανάπτυξη, (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Οικονομικός Ταχυδρόμος, Experts, Δευτέρα 15 Απριλίου 2024.
Δεκαέξι σημεία από την παρουσίαση
στην «Μεγάλη Συζήτηση» για την Δημογραφική Κρίση στο 9ο Οικονομικό
Φόρουμ των Δελφών.
1. Οι δημογραφικές τάσεις στην Ελλάδα, δηλαδή η μείωση της γονιμότητας, η γήρανση του πληθυσμού λόγω και της θετικής εξέλιξης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, η μείωση του πληθυσμού, η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας, δεν είναι νέα φαινόμενα. Έρχονται από προηγούμενες δεκαετίες και λόγω της «δημογραφικής ορμής» θα ενταθούν την τρέχουσα και τις επόμενες δεκαετίες.
2.
Οι προβολές και οι
προβλέψεις για την Ελλάδα προς το 2050, δεν
είναι ευνοϊκές: γήρανση πληθυσμού,
μείωση πληθυσμού και εργατικού δυναμικού και μέση ετήσια ανάπτυξη, στην καλύτερη περίπτωση, 1% ή και λιγότερο
(0,7%). Στην προηγουμένη περίοδο της ήπιας
φάσης της δημογραφικής κρίσης η Ελλάδα είχε ατυχείς επιδόσεις και
αποτελέσματα, που οδηγούν στις
σημερινές δυσμενείς προβλέψεις, μην έχοντας
αντιμετωπίσει τα ζητήματα του ισχνού παραγωγικού τομέα της και των χαμηλών
ποσοστών απασχόλησης / ανθρωπίνου κεφαλαίου.
3.
Για να διαψευσθούν στην
πράξη οι δυσμενείς προβλέψεις, και ιδιαίτερα εκείνη σύμφωνα με την οποία η χώρα είναι καταδικασμένη σε οικονομική στασιμότητα και
συρρίκνωση, πρέπει σε συνθήκες δημογραφικής κρίσης να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες
α) της από χρόνια, ήδη, σε εξέλιξη 4ης βιομηχανικής επανάστασης, β) της αναδιάταξης της παγκοσμιοποίησης και της ευρωπαϊκής ενοποίησης με το friendshoring που
βρίσκεται επίσης σε εξέλιξη.
4.
Η διεθνής
εμπειρία δείχνει πως ο θετικός
μετασχηματισμός είναι εφικτός εάν ως κοινωνία το
επιθυμείς πραγματικά. Ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας
στην ΕΕ των 27 άρχισε να συρρικνώνεται το 2009. Το 2022 ήταν λιγότερος κατά 10
εκατομμύρια. Θα ανέμενε κανείς και
χαμηλότερο επίπεδο απασχόλησης. Όμως στην πράξη αυξήθηκε κατά 7 εκατομμύρια,
μέσω της αύξησης των ποσοστών απασχόλησης του μειωμένου πληθυσμού εργάσιμης
ηλικίας, κυρίως γυναικών αλλά, επίσης, και νέων
καθώς και ατόμων
μεγαλύτερης ηλικίας. Επιπλέον μεταξύ 2009 και 2022
αυξηθήκαν οι θέσεις εργασίας υψηλής ειδίκευσης λόγω της συμμετοχής στην τεχνολογική βιομηχανική
επανάσταση. Αυξήθηκαν δε και η παραγωγικότητα και το ΑΕΠ. Η Ελλάδα δεν
«συμμετείχε» σε αυτήν την εξέλιξη, αποτελώντας την εξαίρεση σε όλους τους προαναφερθέντες
δείκτες.
5.
Για να εξηγηθεί γιατί η
χώρα έμεινε και μένει όλο και πιο πίσω, και για να αντιμετωπισθεί η δημογραφική κρίση και να αξιοποιηθούν οι νέες ευκαιρίες ανάπτυξης
πρέπει στις παραδοσιακές μακροοικονομικές ερμηνείες να προστεθεί, πρώτον, η οπτική του τομέα των «διεθνώς
εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών», και ιδιαίτερα της κατηγορίας τους που ονομάζουμε “αγαθά
Baumol”, και, δεύτερον, το
στοιχείο του ανθρωπίνου κεφαλαίου. Στην
συνέχεια, με βάση την νέα αντίληψη, θα πρέπει, ως
κοινωνία, να κάνουμε ριζικά διαφορετικές επιλογές στον οικονομικό μας βίο από εκείνες της ήπιας περιόδου της δημογραφικής κρίσης.
6.
Μόνο με εγχώρια παραγωγή
σε “διεθνώς εμπορεύσιμα” αγαθά μπορείς
να ευημερείς στην ενιαία αγορά, στην ευρωζώνη και στην
(νέα) παγκοσμιοποίηση, όπως αυτή
εξελίσσεται. Αυτό, απλά, σημαίνει πως η εγχώρια παραγωγή πρέπει να
γίνει διεθνώς ανταγωνιστική. Το
οικονομικό, (αλλά, σε τελική ανάλυση και το κοινωνικό) ζήτημα της χώρας συνοψίζεται και συναιρείται
στο χαμηλό ποσοστό
“διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών, -και ειδικότερα σε εκείνη
την κατηγορία προϊόντων που τα έχουμε ονομάσει “αγαθά Baumol”- ως προς το σύνολο
του ΑΕΠ.
7.
Τα «αγαθά Baumol» είναι
κρίσιμα μεσο-μακροχρόνια καθώς αυτά προσδιορίζουν σήμερα τον “χώρο” της “4ης
βιομηχανικής επανάστασης”. Είναι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες μεγάλης
προστιθέμενης αξίας που για να παραχθούν απαιτούν οργάνωση και σύμπραξη
ανθρωπίνου κεφαλαίου, υψηλά
εξειδικευμένης εργασίας και καινοτόμας επιχειρηματικότητας, με μεθόδους “τεχνολογιών αιχμής” που
ενσωματώνουν επιστημονική γνώση, προϊόν
έρευνας. Οι κλάδοι αυτοί είναι που αυξάνουν σταθερά την παραγωγικότητά
τους. Η Ελλάδα, όμως, σε αυτούς τους κλάδους βρίσκεται στην πλέον δυσμενή και αδύναμη θέση σε σχέση με
τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες παράγοντας πάρα πολύ λίγα “αγαθά Baumol” (11,7%
έναντι ΕΕ 21,2%).
8.
Το χαμηλό ποσοστό
πληθυσμού που είναι οικονομικά ενεργό (75,6% έναντι ΕΕ: 79,4%) και το ακόμη
χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης (66,3% έναντι ΕΕ: 74,6%) με τα ακόμη χαμηλότατα ποσοστά
απασχόλησης γυναικών (56%) και νέων, είναι η επιφάνεια του ζητήματος ανθρωπίνου
κεφαλαίου στην Ελλάδα. Ασφαλής δείκτης
για την πραγματική και δυνητική παραγωγικότητα μίας οικονομίας, και για τον
αναπτυξιακό της δυναμισμό, είναι το ποσοστό των εργαζομένων “υψηλής
ειδίκευσης”, δηλαδή μεγάλης παραγωγικότητας.
Υπάρχει ευθεία συσχέτιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και του μεριδίου θέσεων εργασίας υψηλής
ειδίκευσης στο σύνολο της απασχόλησης για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η Ελλάδα
βρίσκεται με 31% στις χαμηλότερες θέσεις, ενώ η απόκλιση της έναντι της ΕΕ και
της Ευρωζώνης βαίνει αυξανόμενη, σε διαφορά 10-11%.
9.
Όταν ο πληθυσμός
μειώνεται και, ταυτόχρονα, ένα μικρό ποσοστό του εργάζεται, εάν έχεις στόχο την
ανάπτυξη, υπάρχει ένας μόνο τρόπος: οι όλο και πιο λίγοι που εργάζονται να
γίνονται όλο και πιο παραγωγικοί και η αύξηση της παραγωγικότητάς τους να
αντισταθμίζει και να υπερκεράζει την τάση για
μείωση της παραγωγής που προκύπτει από την μείωση του αριθμού τους.
10. Την προηγούμενη περίοδο της ήπιας δημογραφικής κρίσης η
Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από καθήλωση σε χαμηλή
παραγωγικότητα (-30-35% έναντι ΕΕ και
Ευρωζώνης). Ενώ τα περισσότερα κράτη -μέλη της ΕΕ αυξάνουν την παραγωγικότητα
είτε, κυρίως, εντός των επιμέρους κλάδων της οικονομίας, είτε με μετακίνηση
πόρων -διαρθρωτική αλλαγή, ώστε η απασχόληση να γίνεται σε παραγωγικότερες
οικονομικές δραστηριότητες. Η στασιμότητα της παραγωγικότητας στην Ελλάδα είναι
αποκλίνουσα σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
11. Η μεταποίηση στην Ελλάδα (όπως και οι τεχνολογίες πληροφορικής και
επικοινωνίας, -ΤΠΕ- και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες) έχει υπερδιπλάσια
παραγωγικότητα από τις κατασκευές, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, την εστίαση
και τα καταλύματα, και σχεδόν τριπλάσια από τον αγροτικό τομέα, κλάδους που
-πλην κατασκευών- έχουν μεγαλύτερα μερίδια απασχόλησης στην ελληνική οικονομία.
Σχεδόν τα 2/3 της απασχόλησης συγκεντρώνεται σε κλάδους που έχουν
παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας χαμηλότερη της μέσης παραγωγικότητας της χώρας.
12. Πως αυξάνεται η παραγωγή και η παραγωγικότητα και πως
μεταφέρεται ανθρώπινο κεφάλαιο σε
παραγωγικότερες δραστηριότητες; Mε επενδύσεις, με συμμετοχή σε διεθνείς
αλυσίδες αξίας, και με εκπαίδευση. Η παραγωγή και η παραγωγικότητα συνδέονται αντίστροφα με το
επενδυτικό κενό αλλά και με «επενδύσεις στο κενό», δηλαδή αδιέξοδες παραγωγικά, αλλά
όχι πάντοτε ζημιογόνες επενδύσεις, που, συχνά, οφείλονται στις ελληνικές
ιδιαιτερότητες και στο ισχνό Κράτος Δικαίου. Οι ιδιωτικές επενδύσεις πλην κατοικιών έχουν
ιδιαίτερη σημασία και ειδικά οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και
ΤΠΕ. Έναντι των μέσων όρων της ΕΕ η Ελλάδα
εμφανίζει διαχρονικό έλλειμα ήδη
από το 2000 της τάξης του 4-7% στις ιδιωτικές επενδύσεις ακόμη και τα έτη που
συνολικά έφθανε τον μέσο όρο της ΕΕ (τώρα έχει συνολικά χάσμα 10 μονάδων).
Είναι θετικό ότι η κατηγορία ΤΠΕ πλησιάζει τον μέσο όρο της ΕΕ. Το παραγωγικό αναπτυξιακό άλμα είναι εφικτό μόνο αν γίνει η Ελλάδα επενδυτικός προορισμός, με ανώτερο
του μέσου όρου της ΕΕ ύψος και σύνθεση επενδύσεων ιδιωτικών
σε μηχανημάτα και
ΤΠΕ.
13. Οι διεθνείς αλυσίδες παραγωγής αξίας (GVC) είναι από ετών η
κυρίαρχη μορφή (ενδιάμεσου) εμπορίου, επηρεάζοντας την διεθνή δομή και οργάνωση
των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η Ελλάδα εμφανίζει τον χαμηλότερο βαθμό
συμμετοχής σε αλυσίδες αξίας την προηγούμενη περίοδο. Όμως, μικρές
χώρες, όπως η Ελλάδα, πρέπει να είναι περισσότερο ενσωματωμένες στις αλυσίδες
αξίας, λόγω του ότι τα παραγωγικά συστήματά τους είναι λιγότερο αυτάρκη,
περιορίζονται από μικρή εγχώρια αγορά και από περιορισμένη (σε κλίμακα και
εύρος) προσφορά ενδιάμεσων εισροών. Τις αλυσίδες αξίας αξιοποίησαν στον
προηγούμενο κύκλο οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και έτσι «προσπέρασαν» την
Ελλάδα σε ΑΕΠ, απασχόληση και ανάπτυξη.
14. Η ανταγωνιστική παραγωγή, η παραγωγικότητα, οι επενδύσεις και το
ανθρώπινο κεφάλαιο πάνε μαζί. Και καλούν για αποτελεσματική Βιομηχανική
Πολιτική. Η βιομηχανική πολιτική είναι πλέον
παντού: από την Chips Act και το IRA των ΗΠΑ,
στην συζήτηση για την European Defense Industrial Policy, στα σχέδια του
Μάριο Ντράγκι για την Ευρωπαϊκή ανόρθωση και εξέλιξη, στην εκστρατεία
“New productive forces” του κινεζικού καθεστώτος, στο πρόγραμμα Make in India
της ινδικής κυβέρνησης. Η ριζική βελτίωση της θέσης μας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας (δηλαδή αυτό που
χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα) είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα,
παρατηρείται σπάνια, και τις περισσότερες φορές συνδέεται με αποτελεσματική
βιομηχανική πολιτική. Με τον τρόπο αυτό
κάποιες χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής
Ασίας όπως η Νότιος Κορέα, η Ταιβάν ή η Σιγκαπούρη το πέτυχαν στην διάρκεια του
20ου αιώνα.
15. Στην Ευρώπη υπάρχουν, επίσης, περιπτώσεις
επιτυχών προσπαθειών για βελτίωση θέσης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, όπως η Ιρλανδία (με την πρωτοκαθεδρία των κλάδων
τεχνολογίας και φαρμάκου). Ή, πάλι, επιτυχείς περιπτώσεις αναπροσαρμογής, βελτίωσης
και διαφοροποίησης των εξαγωγών, όπως η Σουηδία που ενώ στο προηγούμενο
τεχνολογικό κύμα είχε δυο αυτοκινητοβιομηχανίες
και δυο βιομηχανίες αεροπλάνων για να
παρακολουθήσει και να προσαρμοσθεί στις τεχνολογικές εξελίξεις του νέου κύματος, προχώρησε σε ένα ευρύ πρόγραμμα αναβάθμισης των δεξιοτήτων
των εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης (The Knowledge Lift) που αφορούσε το 10% του
εργατικού δυναμικού της.
16. Η σύγχρονη βιομηχανική πολιτική που έχει ανάγκη η
Ελλάδα για να κάνει άλματα στην παραγωγή και στην παραγωγικότητα
και να προωθήσει την ανάπτυξή της σε συνθήκες δημογραφικής κρίσης, δεν αφορά μόνον
την μεταποίηση, ή τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας ή τις υπηρεσίες
τεχνολογίας ή τον τομέα της πράσινης ενέργειας, ή έναν σύγχρονο και
ανταγωνιστικό πρωτογενή τομέα. Η
τεχνολογική επανάσταση παρέχει μεγάλες δυνατότητες για την ενίσχυση της
παραγωγικότητας και την ανάπτυξη σε όλους τους κλάδους. Άλλωστε εκτός από την
πρώτη βιομηχανική επανάσταση, όλες οι άλλες περίοδοι ταχείας αύξησης της
παραγωγικότητας στις ανεπτυγμένες χώρες οφείλονται σε επαναστατικές
αλλαγές οι οποίες δημιούργησαν υπηρεσίες που προσφέρονται μέσω δικτύων
υποδομών: σιδηρόδρομοι, ηλεκτρική ενέργεια, τηλεπικοινωνίες και πληροφορική. Η
Ελλάδα καλείται να βελτιώσει ραγδαία τις υποδομές της και τις επιδόσεις της και
στα τέσσερα αυτά πεδία.