(Του/της/του) Απασχολήσιμου, MoneyReview, Απόψεις, Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024.
Στο
συνέδριο για τα 50 χρόνια της
Μεταπολίτευσης, σε σχετικό πάνελ, επανήλθε στην επιφάνεια η έννοια του απασχολήσιμου, η οποία απετέλεσε πεδίο
σφοδρών πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων «εκσυγχρονισμού» και αντιπάλων
του, στα μέσα της διαδρομής των 50 ετών
-μεταξύ 1997 και 2003.
Η πρόσφατη συζήτηση στο συνέδριο δεν
μπήκε, προφανώς λόγω χρόνου και λόγω
τρόπου, στο θέμα. Αλλά και η τότε, προ 20-25 ετών, δημόσια «συζήτηση» και
αντιπαράθεση δεν είχε μπει στο θέμα. Είχε μείνει στα ρηχά και στα ανεπεξέργαστα
– εκατέρωθεν. Παρά τις εκατέρωθεν, όπως
πάντα, καλές προθέσεις.
Το θέμα αφορούσε μια συζήτηση που ουδέποτε
έγινε ενδογενής στην χώρα και στην
δημόσια σφαίρα, και ουδέποτε παρακολούθησε και
συνδέθηκε με την διεθνή συζήτηση και πρακτική. Με ακόμη και σήμερα εμφανή, και μοιραία, αποτελέσματα στα καθ’
ημάς, στην εκπαίδευση και στην
απασχόληση, στην πολιτική εκπαίδευσης και στην πολιτική απασχόλησης.
Η διεθνής συζήτηση, σε έναν κόσμο που ήδη
από τότε γνώριζε μεγάλες και επιταχυνόμενες τεχνολογικές αλλαγές, αναπτυσσόταν
και εξελισσόταν στο πλέον επίσημο πλαίσιο: της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) και της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας (ILC). Κατέληξε
τον Ιούνιο του 2004, μετά από διαδικασίες ετών (είχε αρχίσει το 2000) στην «Διεθνή
Σύσταση για την Ανάπτυξη των Ανθρωπίνων Πόρων (R195)». Η οποία υιοθετήθηκε τριμερώς,
δηλαδή από εκπροσώπους κυβερνήσεων όλου
του κόσμου, συνδικαλιστικών οργανώσεων
όλου του κόσμου, και επιχειρηματικών οργανώσεων όλου του κόσμου, στις 17 Ιουνίου 2004, στην 92η Διεθνή Διάσκεψη
Εργασίας.
Εκεί λοιπόν, στο κείμενο της Σύστασης, οριζόταν (συμφωνηθείσα από κοινού) η έννοια –
και η σημασία- της απασχολησιμότητας: «ο όρος απασχολησιμότητα σχετίζεται με
φορητές ικανότητες και προσόντα που ενισχύουν την ικανότητα ενός ατόμου να
κάνει χρήση των διαθέσιμων ευκαιριών εκπαίδευσης και κατάρτισης προκειμένου να
εξασφαλίσει και να διατηρήσει αξιοπρεπή εργασία, να προχωρήσει εντός της
επιχείρησης και μεταξύ θέσεων εργασίας από επιχείρηση σε επιχείρηση, και να
αντιμετωπίσει την αλλαγή της τεχνολογίας και στις συνθήκες της αγοράς εργασίας».
Την οποίαν απασχολησιμότητα η Σύσταση συνδέει
πρώτον, με την κατάλληλη αρχική εκπαίδευση, και εν συνεχεία την δια βίου
εκπαίδευση-κατάρτιση, δεύτερον, με την αξιοπρεπή
εργασία και την καινοτομία, τρίτον, με την προώθηση και διατήρηση της
κοινωνικής συνοχής, τέταρτον, με την αποτελεσματική καταπολέμηση της ανεργίας.
Και αφορούσε – και αφορά- πρωτίστως τους νέους, και την μετάβασή τους
από την εκπαίδευση στην απασχόληση.
Είχε προηγηθεί και εξελιχθεί διεθνώς μια
εκτενής δημόσια επιστημονική συζήτηση. Η οποία υπογράμμιζε την ύπαρξη των δύο όψεων για
την απασχολησιμότητα, την επιτυχία ή την αποτυχία στη μετάβαση από την
εκπαίδευση στην εργασία για την μελλοντική σταδιοδρομία, το πως οι περίοδοι ανεργίας νωρίς στην
επαγγελματική ζωή μπορεί να βλάψουν τις μακροπρόθεσμες επαγγελματικές διαδρομές,
τόσο λόγω της υποτίμησης των δεξιοτήτων όσο και της αυξανόμενης δυσκολίας
επανένταξης στην αγορά εργασίας. Και στην ανάγκη διπλής εστίασης, αφενός στα χαρακτηριστικά τις γνώσεις και τις
δεξιότητες του ατόμου, αφετέρου στους εξωτερικούς
παράγοντες (π.χ. θεσμούς της αγοράς εργασίας, κοινωνικοοικονομική κατάσταση)
που επηρεάζουν την πιθανότητα ενός ατόμου να μπει σε δουλειά, να μετακινηθεί
μεταξύ θέσεων εργασίας ή να βελτιώσει τη δουλειά του, δηλαδή τις «συνθήκες
πραγματοποίησης», τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εργαζόμενοι μπορούν να αξιοποιήσουν
και να βελτιώσουν την απασχολησιμότητά τους.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, οι σχετικοί δείκτες της
χώρας για την απασχολησιμότητα
δεν είναι βελτιωμένες έναντι των επιδόσεων εκείνης της περιόδου, των άγονων πολιτευτικών αντιπαραθέσεων για
τον απασχολήσιμο και την απασχολησιμότητα : για τα ποσοστά απασχόλησης συνολικά, και για τα ποσοστά απασχόλησης των πτυχιούχων, για το ποσοστό των νέων που δεν είναι σε
απασχόληση, εκπαίδευση ή κατάρτιση (NEETS), τους δείκτες εκπαιδευτικών επιδόσεων PISA, του ποσοστού των ενηλίκων και εργαζομένων που
συμμετέχουν σε εκπαίδευση – κατάρτιση,
των επιχειρήσεων που την παρέχουν, την ετεροαπασχόληση, κοκ. Παραμένουν από τις
χαμηλότερες στην ΕΕ των 27 – συντροφιά συνήθως στους περισσότερους δείκτες στις τελευταίες θέσεις επιδόσεων με την Βουλγαρία
και την Ρουμανία. Καλές επιδόσεις η χώρα εμφανίζει μόνον στα χαμηλά
ποσοστά των μαθητών που εγκαταλείπουν το
σχολείο (σχολική διαρροή). Και στην επιθυμία και συμμετοχή στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση.
Αυτές οι χαμηλές επιδόσεις συνδέονται
ευθέως με το ότι, παράλληλα, το
οικονομικό μοντέλο της χώρας δεν έχει αλλάξει από παρασιτικό σε παραγωγικό,
παρά τις προσαρμογές της μακράς
μνημονιακής περιόδου (2010-2018), και παρά τους μικρούς μετασχηματισμούς έκτοτε, που καθρεφτίστηκαν στην μέχρι πρόσφατα
αύξηση των εξαγωγών. Για να το κάνει χρειάζεται, μεταξύ άλλων, να κατανοήσει την
συζήτηση που δεν έγινε για τις … περιπέτειες του απασχολήσιμου όλα αυτά τα χρόνια, τον αντιπαραγωγικό μετασχηματισμό
της περιόδου 2000-2009, και κυρίως, το πως
“συμπεριφέρεται” η ελληνική οικονομία ως μέλος μίας πολύ ευρύτερης από την ίδια
νομισματικής ένωσης, και την σημασία
των πολιτικών ανθρωπίνου κεφαλαίου γι αυτό.