Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Άρθρα: Το παραγωγικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας

Το παραγωγικό ζήτημα της ελληνικής οικονομίας,  (με τον  Δημήτρη Α. Ιωάννου), Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, Απόψεις, σελ. 8, Κυριακή 11 Ιουνίου 2023.


Είναι, άραγε, γεγονός πως η ελληνική οικονομία, από το 2021 και μετά, έχει εισέλθει σε μία μακροχρόνια πορεία δυναμικής ανάπτυξης, που θα έχει σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την μετατροπή της, εντός ολίγων ετών, σε μία διαρθρωτικά άρτια, σύγχρονη, οικονομία; Αυτό, τουλάχιστον διατείνεται μία άποψη που διατυπώνεται  ευρέως, με διάφορους τρόπους, τον τελευταίο καιρό. Άποψη, όμως, η οποία, κατά την γνώμη μας  είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελής και αβάσιμη, διότι παραγνωρίζει το μέγεθος της λειτουργικής δυσπλασίας της ελληνικής οικονομίας που προκύπτει, κυρίως, από το διαχρονικό παραγωγικό της πρόβλημα.

 

Το παραγωγικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας αποκρυσταλλώνεται σε ένα ιδιαίτερο στοιχείο της που είναι το χαμηλό ποσοστό των “διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών  ως προς το σύνολο του ΑΕΠ λαμβάνοντας υπ’ όψιν το επίπεδο εισοδήματος της χώρας. “Διεθνώς εμπορεύσιμα” είναι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που οι τιμές τους διαμορφώνονται σε διεθνές επίπεδο και που  οι  εγχώριοι παραγωγοί τους για να τα διαθέσουν στην αγορά πρέπει να ξεπεράσουν τον περιορισμό αυτόν-πρέπει δηλαδή να είναι διεθνώς ανταγωνιστικοί. 

Η κατάσταση όμως αποδεικνύεται ακόμη πιο κρίσιμη και επίφοβη μεσο-μακροχρόνια αν εξετάσουμε μία ειδικότερη ομάδα των “διεθνώς εμπορευσίμων” πού είναι εκείνα τα προϊόντα και υπηρεσίες μεγάλης προστιθέμενης αξίας τα οποία για να παραχθούν απαιτούν σύμπραξη υψηλά εξειδικευμένης εργασίας και κεφαλαίου,  δηλαδή τα προϊόντα που παράγονται με μεθόδους “τεχνολογιών αιχμής” και ενσωματώνουν επιστημονική γνώση και έρευνα. Αυτά τα προϊόντα τα οποία στην πραγματικότητα, κατά κύριο λόγο, προσδιορίζουν τον “χώρο” της “τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης” τα έχουμε ονομάσει, για λόγους περιγραφικής ευκολίας, “αγαθά Baumol”,  (από την σχετική εργασία του διάσημου οικονομολόγου που κατέδειξε την σημασία τους για την ανάπτυξη και τις επιπτώσεις τους στην μορφή της).  Οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται τα  “αγαθά Baumol” είναι οι κλάδοι εκείνοι οι οποίοι ενσωματώνουν συνεχώς στην παραγωγική διαδικασία τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις και αυξάνουν σταθερά την παραγωγικότητά τους. 

Όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς στο διάγραμμα η Ελλάδα, ως προς την παραγωγή των συγκεκριμένων αγαθών, βρίσκεται στην πλέον δυσμενή και αδύναμη θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες .




Η Ελλάδα (με εξαίρεση την Κύπρο που όμως έχει υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και λόγω μικρού μεγέθους χαρακτηρίζεται από ιδιόμορφη διάρθρωση της οικονομίας της) είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που βρίσκεται στο κάτω αριστερό τεταρτημόριο. Σε σχέση με το κατά κεφαλήν εισόδημά της παράγει πάρα πολύ λίγα “αγαθά Baumol”, δηλαδή πολύ λίγα αγαθά που απαιτούν οργάνωση, δεξιότητες, ανθρώπινο κεφάλαιο, επιχειρηματικότητα και επιστημονική και τεχνολογική έρευνα. 

(Ο ισχυρός παραγωγικός τομέας μιας χώρας έχει ως αποτέλεσμα το ποσοστό του τομέα αυτού στο ΑΕΠ να συρρικνώνεται διότι η αύξουσα παραγωγικότητα του μεταφέρεται με την μορφή υψηλότερων αμοιβών στον, στάσιμο από άποψη παραγωγικότητας, τομέα των “διεθνώς μη εμπορευσίμων”. Για τον λόγο αυτό μία γραμμή παλινδρόμησης στο διάγραμμα θα είχε αρνητική κλίση και θα πήγαινε από τα ”βορειοδυτικά” προς τα “νοτιοανατολικά”. Ενώ λοιπόν οι χώρες του διαγράμματος ή έχουν ισχυρό ποσοστό των “αγαθών Baumol” στο ΑΕΠ τους αλλά χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ (μεγάλος κύκλος) ή, αντίθετα, μικρό ποσοστό των “αγαθών Baumol” στο ΑΕΠ τους αλλά υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ (μικρός κύκλος), η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που έχει και μικρό ποσοστό των “αγαθών Baumol” στο ΑΕΠ της αλλά και χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ). 

Ως εθνική οικονομία, συνεπώς, ξεκινάμε από πάρα πολύ δυσχερή θέση την προσπάθεια να εισέλθουμε στην “τέταρτη βιομηχανική επανάσταση”. Στο διάγραμμα μπορεί να δει κανείς πως υπάρχουν χώρες, όπως για παράδειγμα η Βουλγαρία και η Ουγγαρία , οι οποίες, ενώ έχουν χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα από την Ελλάδα, έχουν υψηλότερο ποσοστό των αγαθών αυτών στην διαμόρφωση του συνολικού εισόδηματός τους. Αυτό είναι κάτι που τους δίνει ένα πλεονέκτημα έναντι της χώρας μας όσον αφορά την ανάπτυξή τους γιατί καθένας μπορεί να καταλάβει πώς  κάτι που ήδη υπάρχει και λειτουργεί, έστω ακόμη και στο σύμπαν της “τρίτης βιομηχανικής επανάστασης” είναι πολύ πιο εύκολο να προχωρήσει προς την “τέταρτη” σε σχέση με κάτι που πρέπει να δημιουργηθεί σχεδόν εκ του μηδενός. 

Επιτυχημένη αναπτυξιακή πορεία θα ήταν να μετακινηθεί η Ελλάδα σε σημείο εντός ενός εκ των δύο κύκλων, ιδεωδώς δε προς τα δεξιά (και βορειο-ανατολικά), εντός του μικρότερου κύκλου.  Μόνο που αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να συμβεί με, συγκυριακή, μεγέθυνση δύο ή τριών ετών. Απαιτεί μία μακροχρόνια, επίπονη προσπάθεια, με σαφή στόχευση, στηριγμένη σε ριζικές μεταρρυθμίσεις και δραστικούς μετασχηματισμούς κάθε πτυχής και κάθε αναβαθμού της εθνικής οικονομίας.