Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Άρθρα: Η ρευστότητα και τα εισοδήματα: μπροστά στην επόμενη κρίση;

 

Η ρευστότητα και τα εισοδήματα: μπροστά στην επόμενη κρίση; (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), Capital.gr, Άρθρα,  Τρίτη  14 Δεκεμβρίου 2021. 

 

Στη βάση των μεγάλων αποφάσεων της οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των δύο διαδοχικών κρίσεων της παγκόσμιας οικονομίας, τη χρηματοπιστωτική του 2008-2009 και του Covid 19 σήμερα, προφανώς βρίσκονται κάποιες θεμελιακές αξιωματικές πεποιθήσεις. Κυριότερη, ίσως, από αυτές είναι μία απόφανση του Milton Friedman, που έλεγε πως "η νομισματική πολιτική είναι πιο δυνατή και αποτελεσματική από τη δημοσιονομική πολιτική”.

Υπό το φως, όμως, των όσων ξέρουμε, πλέον, αυτό το αξίωμα θα πρέπει να διατυπωθεί, μάλλον, με έναν διαφορετικό τρόπο. Θα πρέπει, δηλαδή, να ειπωθεί ότι "η νομισματική πολιτική είναι πιο επικίνδυνη και μπορεί να επιφέρει πολύ μεγαλύτερες καταστροφές από ό,τι η δημοσιονομική πολιτική” (βλ. Το αδιέξοδο της "ποσοτικής χαλάρωσης). Αυτό τουλάχιστον δείχνει και η πρόσφατη αλλά και η παλαιότερη εμπειρία. 

 

Και η κρίση του 1929 ήταν μία κρίση με αιτία τη "νομισματική πολιτική” της εποχής, και σχετιζόταν με λανθασμένους χειρισμούς γύρω από τον "κανόνα χρυσού”, και η κρίση του 2008-2009 ήταν απόρροια λαθών της νομισματικής και όχι της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά και σήμερα το πρόβλημα έγκειται, κυρίως, στη νομισματική πολιτική, δηλαδή στην παρατεταμένη και συνεχιζόμενη "ποσοτική χαλάρωση”.

Η πεποίθηση στην παντοδυναμία της νομισματικής πολιτικής είναι που οδήγησε τόσο τη Fed όσο -σε δεύτερη φάση- και την ΕKT στα μεγάλα σφάλματά τους, μεγαλύτερο από τα οποία είναι η συνέχιση, πέραν του απαραίτητου χρόνου και χωρίς ουσιαστικό λόγο, της άμετρης πιστωτικής επέκτασης ("ποσοτικής χαλάρωσης”-quantitative easing).

Από θεωρητική άποψη η βασική διαφορά της νομισματικής πολιτικής από τη δημοσιονομική είναι ότι η νομισματική πολιτική δεν δημιουργεί, (ή μάλλον δεν πρέπει να δημιουργεί), εισοδήματα. Αποστολή της είναι να διοχετεύει στην, -ή να αφαιρεί από την-, οικονομία ρευστότητα, παρωθώντας τα οικονομικά υποκείμενα να αναδιαμορφώνουν τα χαρτοφυλάκιά τους σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής συγκυρίας. 

Εισοδήματα δημιουργεί η δημοσιονομική πολιτική, και αυτό, μάλιστα, γίνεται με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος, τον οποίον θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε "καλό”, είναι όταν τα εισοδήματα αυτά δημιουργούνται είτε με κινητοποίηση αργούντων παραγωγικών πόρων, είτε με δημιουργία νέων παραγωγικών πόρων, δηλαδή με επενδύσεις. Στην περίπτωση αυτή οι δημοσιονομικές δαπάνες είναι αποδοτικές και μακροχρόνια αυτοχρηματοδοτούμενες -αφού τα κονδύλια που κατεβλήθησαν επιστρέφουν στο δημόσιο μέσω της ανάπτυξης με μορφή φόρων. 

Ο "κακός” τρόπος για να δημιουργούνται εισοδήματα μέσω της  δημοσιονομικής πολιτικής είναι όταν προσφέρονται πρόσοδοι χωρίς να γίνονται επενδύσεις και χωρίς να κινητοποιούνται παραγωγικοί πόροι. (Θα έλεγε κανείς πως πιο χαρακτηριστική περίπτωση, παγκοσμίως, ήταν η Ελλάδα της περιόδου 2000-2010, όπου τα προϊόντα του δημοσίου δανεισμού χρησιμοποιούνταν σε αυξήσεις για το προσωπικό των ΔΕΚΟ χωρίς καμία σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας τους, για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις των ιδίων στα 45 χρόνια τους, και στην συνέχεια για αύξηση των συντάξεων τους!)

Στην παρούσα συγκυρία, όμως, οι κίνδυνοι που απειλούν την παγκόσμια οικονομία και το ουσιαστικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η οικονομική πολιτική δεν προέρχονται τόσο πολύ από τη δημοσιονομική πολιτική. Οι κίνδυνοι, αντιθέτως, οφείλονται στο γεγονός ότι με την κατάχρηση της νομισματικής πολιτικής που συνιστά η παρατεταμένη "ποσοτική χαλάρωση”. Κατάχρηση η οποία οφείλεται στην πλάνη πως η νομισματική πολιτική είναι πάντα αποτελεσματική και παντοδύναμη, αυτό που έχει συμβεί είναι πως έχουν χαθεί τα σύνορα μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. 

Η νομισματική πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών του αναπτυγμένου κόσμου,  δημιουργεί πλέον και αυτή εισοδήματα σε μεγάλη κλίμακα, που δεν είναι μόνο τα εισοδήματα των τραπεζών οι οποίες λαμβάνουν αμοιβή για τα υποχρεωτικά διαθέσιμά τους. Αλλά είναι -κυρίως- τα εισοδήματα των κεφαλαιούχων που αγοράζουν τίτλους σε μία ορισμένη χρονική στιγμή και σε μία μεταγενέστερη τους πουλούν σε υψηλότερες τιμές χωρίς αυτό να αντικατοπτρίζει κάποια μεταβολή που έχει επέλθει στα πραγματικά στοιχεία ενεργητικού που οι τίτλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν. Λειτουργεί, δηλαδή, η νομισματική πολιτική, σήμερα, σαν "κακή” δημοσιονομική πολιτική. 

Με αυτό τον τρόπο η εκτεταμένη και παρατεινόμενη "ποσοτική χαλάρωση” δημιουργεί δυσανάλογο με την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας επίπεδο εισοδήματος, (και ανάλογο αίσθημα αυξημένου "πλούτου”), το οποίο είναι μοιραίο να μετατρέπεται (και) σε πληθωριστικές πιέσεις στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών- πιέσεις που επιτείνονται λόγω και των στενοτήτων και αρρυθμιών στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες προϊόντων και στην ενέργεια. 

Στις συνθήκες αυτές, όποια προσπάθεια γίνει, από την πλευρά των κεντρικών τραπεζών, να περιορισθεί η πιστωτική επέκταση και να αυξηθούν τα επιτόκια, για να καταστεί πραγματικά παροδικό το πληθωριστικό φαινόμενο που έχει εκδηλωθεί παγκοσμίως στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών,  είναι πάρα πολύ πιθανόν να επιφέρει τη μεγάλη διόρθωση έως και κατάρρευση των χρηματιστηρίων και της αγοράς ακινήτων. 

Δηλαδή να "καταστρέψει” σε μεγάλη έκταση εισοδήματα και "πλούτο”. Κάτι που δεν είναι, και δεν θα έπρεπε να είναι, σκοπός και στόχος της νομισματικής πολιτικής. Και ταυτοχρόνως, μία παρόμοια στροφή της νομισματικής πολιτικής, είναι πολύ πιθανόν να τινάξει στον αέρα τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του τεράστιου ιδιωτικού και δημοσίου χρέους που έχει συσσωρευθεί διεθνώς.

Σε φυσιολογικές συνθήκες, η μετάβαση σε μία "σφιχτότερη” νομισματική πολιτική, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στα χρηματιστήρια, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η κάμψη των τιμών των τίτλων προέρχεται από την προοπτική της αντίστοιχης μείωσης της διαχρονικής αξίας των πραγματικών παραγωγικών πόρων που οι τίτλοι αντιπροσωπεύουν. Στην παρούσα συγκυρία, όμως, όποια κάμψη επέλθει στα χρηματιστήρια, (αλλά και στην αγορά ακινήτων), θα οφείλεται, απλά, στο γεγονός ότι η νομισματική πολιτική θα διακόψει τη διαδικασία δημιουργίας εισοδημάτων, (και διόγκωσης του υπάρχοντος "πλούτου”)  χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Και εκεί βρίσκεται η μεγάλη διαφορά με τη δημοσιονομική πολιτική. 

Η τελευταία, ακριβώς επειδή αφορά τη δημιουργία εισοδήματος και όχι ρευστότητας, μπορεί να "αντιστραφεί”, πολύ εύκολα, εάν τείνει να δημιουργήσει "υπερθέρμανση” στην οικονομία. Αρκεί μόνο να περιοριστούν οι σχετικές δαπάνες του κράτους, ελαττώνοντας έτσι τη ζήτηση επάνω στους περιορισμένους παραγωγικούς πόρους και επιτρέποντας στην οικονομία να επανέλθει σε επίπεδο ισορροπίας. 

Η νομισματική πολιτική, όμως, όταν έχει δημιουργήσει εισοδήματα και πλούτο, χωρίς παραγωγικό υπόβαθρο, για να "αντιστραφεί” θα πρέπει μοιραία να καταστρέψει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος από αυτά, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει ύφεση στην οικονομία. Και αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα, με την μορφή διλήμματος, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι υπεύθυνοι οικονομικής πολιτικής των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης.