Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΕΛΛΑΔΑ 2.0: Παραγωγική δομή και κοινωνική συνοχή

 

ΕΛΛΑΔΑ 2.0: Παραγωγική δομή και κοινωνική συνοχή,  (με τον Δημήτρη Α. Ιωάννου), INSIDER.GR, Οικονομία, Opinion, Δευτέρα  26 Απριλίου 2021.




Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Δηλαδή από το εάν θα οδηγήσει στην αναγκαία διεύρυνση – μεγέθυνση – ενίσχυση του τομέα των “διεθνώς εμπορεύσιμων” αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα, ενισχύοντας, πέρα από τους “παραδοσιακούς” κλάδους της ναυτιλίας και των ταξιδιωτικών υπηρεσιών και τους, εξαιρετικά καχεκτικούς σήμερα, κλάδους  εκείνων των προϊόντων και υπηρεσιών που έχουμε ονομάσει “αγαθά Baumol”, δηλαδή όσων παράγονται με διεθνώς ανταγωνιστικούς όρους  στην μεταποίηση  και  στους τομείς τεχνολογικής αιχμής. Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό, όμως,   είναι να αναβαθμιστεί η συνθετότητα των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και η ελληνική συμμετοχή στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής αξίας. Στόχοι που αν επιτευχθούν θα επιφέρουν με την σειρά  τους ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και απομείωση της κοινωνικής δυσπραγίας, όχι μόνο μέσω την αύξησης του γενικού επιπέδου του εισοδήματος αλλά και λόγω του περιορισμού των εισοδηματικών ανισοτήτων που, νομοτελειακά, θα προκαλέσουν. 

Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του αιώνα, λοιπόν, και εν μέσω της κρίσης της πανδημίας, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με την πρόκληση και την ανάγκη του παραγωγικού μετασχηματισμού  της. Η πρόκληση αφορά  το εάν η ελληνική κοινωνία  - μέσω της οικονομικής πολιτικής που επιλέγει και εφαρμόζει - θέλει να κινηθεί προς την κατεύθυνση του παραγωγικού μετασχηματισμού-κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο, γιατί απαιτεί και συνεπάγεται μεταρρυθμίσεις και αλλαγές νοοτροπίας και τρόπου ζωής.  Η ανάγκη  αφορά την αποφυγή  στην τρέχουσα δεκαετία επανάληψης κρίσεων όπως αυτές που η χώρα αντιμετώπισε  την δεκαετία  2009-2018 (τρεις «τεχνικές χρεοκοπίες – 2010, 2012, 2015- και τρία μνημόνια, για να διασωθεί και να παραμείνει στην ζώνη του ευρώ).

Ο παραγωγικός μετασχηματισμός είναι αναγκαίος για να αποκτήσει η ελληνική κοινωνία μια  διευρυμένη παραγωγική δομή ικανή να τροφοδοτεί την ευημερία της, με ενδογενώς παραγόμενα εισοδήματα και όχι με δανεικά.  Αλλά και  για να μπορέσει να αποπληρώσει  τα (περισσότερα από τα υπόλοιπα) δανεικά – τα δημόσια χρέη - που φορτωθήκαν τις περασμένες δεκαετίες από τις παλαιότερες στις νεότερες γενιές.

Όλες οι οικονομικές δραστηριότητες  είναι αναγκαίες  για την οικονομική και κοινωνική λειτουργία. Αλλά  μεταξύ αυτών ο  μεθοδολογικός διαχωρισμός των αγαθών και των υπηρεσιών σε “διεθνώς εμπορεύσιμα” και “διεθνώς μη-εμπορεύσιμα”  είναι  σημαντικός. Γιατί σχετίζεται με την επίδραση που τα δύο είδη αγαθών και υπηρεσιών εξασκούν στην μακροχρόνια τάση μεγέθυνσης των εθνικών οικονομιών. 

Έχουμε  αναλύσει αλλού  γιατί υπό αυτό το πρίσμα η εν λόγω διάκριση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον όσον αφορά την πρόσφατη -διαρθρωτικού χαρακτήρα- υπερδεκαετή οικονομική κρίση της Ελλάδας  ( βλ.  Η Ελλάδα θύμα τής λιτότητας ή της "ολλανδικής ασθένειας"; Foreign Affairs, The Hellenic Edition, Τεύχος 18, Αύγουστος- Σεπτέμβριος  2013,  σελ. 40-54)

Το "Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία”, (της "Επιτροπής Πισσαρίδη”) είναι το πρώτο "επίσημο” έγγραφο οικονομικής ή αναπτυξιακής πολιτικής το οποίο κάνει μνεία της σημασίας των "διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, και  το οποίο  προσπαθεί να το εντάξει σε σχέδιο  οικονομικής πολιτικής. 

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», που οδεύει  προς  την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αυτές τις ημέρες,  είναι το δεύτερο «επίσημο» έγγραφο οικονομικής ή αναπτυξιακής πολιτικής το οποίο, αν και ελάχιστα, αναφέρεται  στην σημασία των “διεθνώς εμπορευσίμων”, και το κάνει μόνον στους γενικούς στόχους και στην σύνοψη του σχεδίου, επιχειρεί  -ωστόσο- να ανταποκριθεί στην ανάγκη του παραγωγικού μετασχηματισμού.

Και ναι μεν οι αναφορές στα "διεθνώς εμπορεύσιμα” προϊόντα και υπηρεσίες θα μπορούσαν να  καταστούν ένας νέος συρμός, ένα νέο παραπειστικό σύνθημα η αναφορά στο οποίο δεν θα  συνδέεται με τις συνεπαγωγές του για ριζικό παραγωγικό μετασχηματισμό  αλλά με την προσπάθεια άρνησης του πικρού ποτηριού των μεταρρυθμίσεων, αλλά, σήμερα,  η παράλειψη ή η αποφυγή της  συχνής και εμφατικής αναφοράς στα «διεθνώς εμπορεύσιμα» συσκοτίζει την κατανόηση του διαρθρωτικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας  και  την αναγκαία επιλογή προτεραιοτήτων  της οικονομικής και της επενδυτικής πολιτικής.  

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» προκρίνει την «μεγέθυνση του διεθνώς εμπορεύσιμου τομέα (που) μειώνει την εξάρτηση της συνολικής παραγωγής από την εσωτερική ζήτηση και ενισχύει την επίδραση της αυξημένης ανταγωνιστικότητας στην οικονομία, συμβάλλοντας έτσι θετικά στην απορρόφηση των οικονομικών σοκ». Και θεωρεί ότι  «τα οικονομικά κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις (Άξονας 4.7.) έχουν ως έναν από του στόχους τους την αύξηση των εξαγωγών, ενώ τα κίνητρα για τη συνεργασία και την αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων εστιάζουν σε εμπορεύσιμους και εξωστρεφείς οικονομικούς τομείς. Συμπληρώνονται από την ψηφιοποίηση του εθνικού δικτύου οικονομικής διπλωματίας, την ενίσχυση της ψηφιακής ικανότητας του Enterprise Greece και δράσεις κατάρτισης εξαγωγικών επιχειρήσεων».

Υπάρχουν  ωστόσο δύο κρίσιμοι και θεμελιακοί παράμετροι από τους οποίους εξαρτάται η Ανθεκτικότητα  και η Ανάκαμψη  προς την Ελλάδα 2.0.

Πρώτον, το μίγμα των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων  (και υπηρεσιών) που ήδη παράγει μια χώρα  κατά κανόνα  προκαθορίζει και  τις  δυνατότητες διαφοροποίησης της παραγωγής της σε επόμενες περιόδους, καθώς και την οικονομική της ανάπτυξη.  Η παραγωγή συνθέτων προϊόντων προστιθέμενης αξίας κρίνει  την θέση  της κάθε χώρας, και της κάθε οικονομίας, των  επιχειρήσεων της και των εργαζομένων της, στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, και  στην αιχμή ή την ουρά των τεχνολογικών εξελίξεων (και επαναστάσεων).  Και   οι μέχρι σήμερα επιδόσεις  της Ελλάδας δεν  είναι ενθαρρυντικές. 

Ο Atlas of Economic Complexity του Harvard Growth Lab είναι  ένα χρήσιμο και έγκυρο εργαλείο  για την κατανόηση της οικονομικής δυναμικής και των νέων ευκαιριών ανάπτυξης κάθε χώρας στην σύγχρονη παγκοσμιοποίηση.  Σύμφωνα με αυτόν λοιπόν η  Ελλάδα, ναι μεν  παραμένει μια χώρα με υψηλό εισόδημα, κατατασσόμενη ως η 33η πλουσιότερη κατά κεφαλή οικονομία από τις 133 που μελετήθηκαν, αλλά βρίσκεται στην 55η θέση στην κατάταξη του δείκτη οικονομικής πολυπλοκότητας (ECI) με κριτήριο την συνθετότητα των παραγομένων (διεθνώς εμπορευσίμων) προϊόντων. Σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν, μάλιστα, η οικονομία της Ελλάδας έχει γίνει λιγότερο “περίπλοκη”, υποχωρώντας 3 θέσεις στην κατάταξη ECI. Η επιδεινούμενη παραγωγική πολυπλοκότητα της Ελλάδας οφείλεται στην έλλειψη διαφοροποίησης των εξαγωγών. Και η παραγωγή μας είναι ελαφρώς λιγότερο σύνθετη / περίπλοκη από το αναμενόμενο για το επίπεδο εισοδήματος της χώρας. Ως αποτέλεσμα αυτού, η οικονομία μας  αναμένεται να αναπτυχθεί αργά. Οι προβλέψεις ανάπτυξης του εργαστηρίου για το  2028 προβλέπουν ανάπτυξη στην Ελλάδα κατά 2,2% ετησίως στην νέα δεκαετία, κατατάσσοντάς την στο κάτω μισό των χωρών παγκοσμίως.  Η πρόκληση είναι αυτές οι προβλέψεις να διαψευσθούν – να επιτευχθούν μεγαλύτεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης και  ανάπτυξης,  κι εκεί θα κριθεί η επιτυχία του Ελλάδα 2.0, και των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που πρέπει να το συνοδεύουν.

Δεύτερον, το μίγμα των προϊόντων (και  των υπηρεσιών) που παράγει μια χώρα, η παραγωγική δομή της, επηρεάζει αποφασιστικά την κοινωνική συνοχή της και την εισοδηματική ανισότητα. Στην ουσία η  συνθετότητα των παραγομένων προϊόντων (και υπηρεσιών) ορίζει και την λειτουργική πληρότητα μιας οικονομίας και  συμπυκνώνει όλες σχεδόν τις απαραίτητες πληροφορίες  για τις αναπτυξιακές δυνατότητες της. Συνεπώς σχετίζεται με τους τρόπους που μια οικονομία και κοινωνία δημιουργεί και διανέμει  εισόδημα. Και χωρίς να χρειάζεται να εισέλθει κανείς σε βαθιές κοινωνιολογικές αναλύσεις καταλαβαίνει επίσης πως αυτό, δηλαδή το πως και τι παράγει, σχετίζεται επίσης άμεσα με το πως μία κοινωνία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Μία κοινωνία που γεννά νέες ιδέες, με την μορφή νέων προϊόντων, νέων μεθόδων παραγωγής και νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας, και από αυτές τις ιδέες προκύπτει μία άνοδος της ποιότητας της ζωής της και της συνολικής  ευημερίας, είναι μία κοινωνία που μπορεί να ακμάσει ηθικά, ψυχολογικά και πολιτισμικά. Αντίθετα μία κοινωνία που βλέπει την ανθρωπότητα γύρω της να αλλάζει και να εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς ενώ αυτή παραμένει καθηλωμένη στον “παραδοσιακό” παρασιτισμό της και στην συνεχή διεκδίκηση αναδιανομής του ίδιου στάσιμου κοινωνικού προϊόντος, είναι μία κοινωνία δεισιδαίμων, εσωστρεφής, ψυχολογικά διαταραγμένη και, γι’ αυτό,  θανάσιμα διαιρεμένη- δηλαδή μία κοινωνία όπως ήταν η ελληνική την περασμένη δεκαετία. 

O “ενδογενής” αναπτυξιακός δυναμισμός και η δυνατότητα που προσφέρει για  τον συνεχή μετασχηματισμό της  παραγωγικής δομής μιας χώρας είναι οι “αναγκαίες” προϋποθέσεις για τον περιορισμό των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων με διαχρονικά βιώσιμο τρόπο, και, δευτερογενώς για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.  Με αυτή την έννοια  όχι μόνο η  κοινωνική ευημερία αλλά, ίσως, και αυτή η ίδια η εθνική επιβίωση στις επόμενες δεκαετίες εξαρτώνται  από τον εάν φαινομενικά πεζοί στόχοι, όπως αυτοί που θέτει το Σχέδιο “Ελλάδα 2.0”, θα επιτευχθούν. Δηλαδή από το εάν θα επιτευχθεί ο, ακόμη πιο πεζός, φαινομενικά, στόχος  να διευρυνθεί και να ενισχυθεί  ο  τομέας των “διεθνώς εμπορεύσιμων” αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα,  (και ιδιαίτερα οι κλάδου εκείνοι που παράγουν τα αγαθά που έχουμε ονομάσει “αγαθά Baumol”), γιατί αυτό δεν θα είναι απλά ο άσφαλτος δείκτης της εθνικής ανάταξης, αλλά και η κινητήρια δύναμη για την ανόρθωση της Ελλάδας στο πλαίσιο της διεθνούς παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας των εθνών.